Καλόγερος Εξωτερικών Υποθέσεων: Εις μνήμην Στέλιου Βαμβακάρη

«Φεύγει ο τυπάκος, ανοίγει ο Μάρκος το δέμα, κοιτάζει το περιεχόμενο, το μυρίζει, καταλαβαίνει ότι μόνο φασκόμηλο δεν ήτανε και ύστερα μου λέει: ''Ρε συ, ο Τριανταδαμάσκουλος είναι τρελός με δίπλωμα. Έκανε βαποράκι το νεωκόρο της εκκλησίας''». 

img315

Έχω στα χέρια μου το βιβλίο «Μάρκος Βαμβακάρης – Ο Άγιος Μάγκας» του Μάνου Τσιλιμίδη. Κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Κάκτος και περιείχε 36 αφηγήσεις – ιστορίες του Στέλιου Βαμβακάρη για τον πατέρα του, τον θρυλικό Μάρκο. Μοιραία πηγαίνω πίσω 15 χρόνια…Κοιτάζω τη ζεστή αφιέρωση που μου’χε γράψει ο Στέλιος. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου, όταν με είχε φωνάξει στο σπίτι του, στον Κορυδαλλό, για να μου χάριζε ένα από τα πρώτα αντίτυπα. Σήμερα ο Στέλιος δεν είναι πια μαζί μας. Πέρσι, τέτοια μέρα, βρέθηκε νεκρός, βυθίζοντας στο πένθος τους δικούς του ανθρώπους και τη μεγάλη οικογένεια των μουσικών. Στη μνήμη του, επιλέγω ένα από τα αφηγήματα του και το δημοσιεύω, μία από τις πιο χιουμοριστικές ιστορίες για τον Μάρκο, έτσι όπως την εξιστόρησε στον Τσιλιμιδή κι αυτός με την καλή πένα του ανέλαβε εν συνεχεία να της δώσει λογοτεχνικό σχήμα. Το διήγημα φέρει τον τίτλο «Καλόγερος Εξωτερικών Υποθέσεων» και παρουσιάζει μία εκδοχή του…μπαρουτοκαπνισμένου Μάρκου Βαμβακάρη:

Οι μάγκες και όλοι οι άνθρωποι που την πίνανε, αυτοί που φουμάρανε – πως να το πω; – είχαν ένα απωθημένο: Να κάτσουν να πιουν ένα τσιγάρο μαζί με τον Μάρκο ή με όποιον άλλον μουσικό θαυμάζανε. Και νά’θελες ν’ αγιάσεις, δεν σ’ αφήνανε.

Όλοι οι μπαρουτοκαπνισμένοι, που λες, είχανε τις καβάτζες τους – δηλαδή το σημείο που κρύβανε το χασίσι -, άλλος για να μην το βρει η γυναίκα του, άλλος να μην το βρει ο γιος του και όλοι μαζί για να μην τους το βρει η αστυνομία. 

Ο Μάρκος, λοιπόν, έχωνε τα μαύρα και τις φούντες που τον κερνάγανε οι μάγκες μέσα σ’ ένα γουδί ξύλινο, απ’ αυτά που έφτιαχναν οι νοικοκυρές τη σκορδαλιά. Το είχε πάνω σ’ ένα ράφι ψηλό, πίσω απ’ το φανάρι που κρύβαμε το τυρί, το ψωμί και ότι άλλο έπρεπε να προστατευθεί απ’ τις μύγες. Μόνο ο Μάρκος το έφτανε και μόνο ο Μάρκος επιτρεπόταν να το πιάσει στα χέρια του. Η μάνα μου – άγια γυναίκα – ποτέ δεν ανακατευόταν με περιττές ερωτήσεις, ότι της έλεγε ο Μάρκος αυτό ήτανε. Τα αδέλφια μου δεν ξέρανε από γυρολόι, ανήκαν σε άλλη…πτέρυγα κι έτσι δεν πονηρευόντουσαν. Μόνο εγώ, που ήμουνα περίεργος, χρόνια ολόκληρα αναρωτιόμουν τι να κρύβει μέσα το γουδί και γιατί όλη την ώρα ο Μάρκος έκανε πως παίρνει ένα κομμάτι ψωμί απ’ το φανάρι και την ίδια στιγμή, κρυφά, έχωνε το άλλο χέρι στο γουδί και κάτι έβγαζε, κρυμμένο στη φούχτα. 

Ο Μάρκος είχε έναν γνωστό, τον Γιώργο, που ήταν όμορφος, μπάνικος και ξύπνιος. Αϊτός…Τότε, στις γειτονιές, αν ήθελες να τυλίξεις τσιγάρο, έπρεπε να βρεις ένα κομμάτι χασαπόχαρτο ή εφημερίδα. Ο Γιώργος έφερνε δώρο στον Μάρκο τα κανονικά χαρτάκια που στρίβουν τα τσιγάρα, διότι είχε μια γκόμενα που δούλευε εργάτρια στο εργοστάσιο του Κεράνη και τα τσιγαρόχαρτα τα δίνανε στο προσωπικό. 

Ο Γιώργος ήτανε στα νιάτα του τρομερός διαρρήκτης και σαλταδόρος. Αφού μπαινοβγήκε καμιά δεκαριά φορές στη φυλακή, αποφάσισε να μπει στο δρόμο του Θεού και να γίνει καλόγερος. Βρήκε μια μονή κάπου στα Μεσόγεια, χειροτονήθηκε, κι από κει άρχισε τις περιοδείες. Την πρώτη φορά που έσκασε μύτη με τα ράσα, κρατώντας στό’να χέρι το σταυρό και στ’ άλλο μια μαύρη ομπρέλα, του λέει ο Μάρκος: «Ω ρε μάγκα, τι έχει να τραβήξει από σένα η καρδιά του Βυζαντίου…Τώρα που μπήκες στο δρόμο του Θεού, άσε ήσυχες τις εικόνες και τα καντήλια, κάτσε καλά να μη σε τσουβαλιάσουνε». Ο Γιώργος απάντησε κατηγορηματικά: «Δεν κλέβω εκκλησίες, Μάρκο μου. Άλλος είναι ο λόγος που μπήκα σε μοναστήρι».

Σιγά μην ήθελε ο Γιώργος να φυλακιστεί σε κάποια μονή. Προτίμησε να γίνει καλόγερος εξωτερικών υποθέσεων και γύρναγε από μοναστήρι σε μοναστήρι. Και επειδή ήξερε να οδηγεί, έπαιρνε το φορτηγάκι της κάθε μονής που πήγαινε να φέρει τα εφόδια και τις κουραμάνες. Όπου έβρισκε δάσος, λαγκάδι, ρεματιά, πέτρες, χώμα ή γαρμπίλι, φύτευε φούντες. Είχε φυτέψει σε πεδιάδες και σε βουνά. Διάλεγε κρυφά σημεία κοντά στις μονές που περιόδευε. Είχε φυτεμένα τρία φυτά εδώ, τέσσερα εκεί, πέντε παρακάτω. Ήταν μεγάλος φουμαριστής. Ρούφαγε τα τσιγάρα απ’ τα αυτιά. Δεν τό’κοβε, που να τον κόβανε. Άρρωστος. Ο Μάρκος του είχε βγάλει ψευδώνυμο. Τον έλεγε: «Ο Τριανταδαμάσκουλος ο κα(υ)λόγερος» – ήταν παρατσούκλι συνθηματικό, για ξεκάρφωμα. Του έλεγε: «Τι τα θες, ρε, και τα φυτεύεις τόσα δέντρα;» Και ο Τριανταδαμάσκουλος απαντούσε: «Και όλες τις φούντες να βρούνε, όλο και κάποια θα τους ξεφύγει. Και θά’χουμε να πίνουμε…»

Ο Τριανταδαμάσκουλος είχε ένα καμινετάκι του οινοπνεύματος και το κουβαλούσε από μοναστήρι σε μοναστήρι. Τα χαράματα, που τον ξυπνούσε το σήμαντρο, πεταγόταν γρήγορα για να προλάβει να βάλει ένα βραστάρι στη φωτιά, ένα τσάι του βουνού για το στήθος, και στη ζούλα έχωνε μέσα κι έναν…παπά, δηλαδή μια κορφή απ’ τις φούντες που καλλιεργούσε. Είχε βρει τη λύση του ροφήματος, γιατί αλλιώς, απ’ τα ντουμάνια, θα τον παίρνανε είδηση οι άλλοι καλόγεροι. Γινόταν απ’ το ρόφημα…ηγούμενος, οπλαρχηγός – δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Και αμέσως ξεκινούσε την περιήγηση στα φυτώρια.

«Τ’ αγαπάω εγώ τα δέντρα μου, Μάρκο» έλεγε στον πατέρα μου. «Σηκώνομαι το πρωί, πάω στη λειτουργία του μοναστηριού και μετά διαβαίνω την πύλη και τρέχω στα μωρά μου. Είναι δυόμισι μέτρα ψηλά, τα μανάρια μου. Έχουνε φυλλαράκια ψαλιδωτά, σαν του χελιδονιού τις φτερούγες. Μ’ ένα σουγιά ελβετικό, τα κορφολογώ και τα κλαδεύω. Τους βγάζω τα ζιζάνια, να μην τα γρατζουνάνε και μου τα πληγώνουν τ’ αγγελούδια μου. Στέκομαι μπροστά στη ρίζα τους και κοιτώ προς τα πάνω, στον ουρανό. Και καθώς ξημερώνει και πέφτει ο πρώτος ήλιος στα κλαδιά τους, λάμπουν οι χυμοί σαν μαργαριτάρια και λέω μέσα μου πώς έχω ένα περιδέραιο που δεν τό’χει άλλος κανείς. Ακουμπάω ελαφρά τον κορμό τους, πέφτει πάνω μου η πρωινή πάχνη κι απ’ τους ατμούς που ανασαίνω γίνομαι κουρούμπελο. Και μετά λυγίζω λίγο τον κορμό τους, παίρνω τα κεφαλάκια τους αγκαλιά, τα χαϊδεύω και τους λέω πως είναι η χαρά και η παρηγοριά μου. Και μυρίζουν τόσο ωραία». Αυτός ήτανε ο Γιώργος. Προφέσορας στο γρασίδι και τη βοτανολογία. 

Κάποτε χάθηκε από τη γειτονιά για κάνα εξάμηνο. Ένα πρωί τηλεφώνησε στο καφενείο και άφησε μήνυμα να πούνε στον Μάρκο ότι την επομένη θα πέρναγε απ’ το σπίτι ένας επίτροπος από την ενορία κάποιας μονής και θα του έφερνε ένα φάρμακο για τα πνευμόνια. 

Έρχεται πράγματι ένα ανθρωπάκι αδύνατο, μια σταλιά, με κοστούμι, γυαλάκια μυωπικά και τσάντα, και φέρνει στον Μάρκο ένα δέμα καλοτυλιγμένο και κολλημένο με βουλοκέρι. «Τι ειν’ αυτό;» απόρησε ο Μάρκος. Και λέει το ανθρωπάκι: «Ήμουνα στο σταθμό των λεωφορείων της Ιτέας και ετοιμαζόμουν να φύγω για την Αθήνα, για υποθέσεις της ενορίας μου. Ήρθε την τελευταία στιγμή ο Γιώργος ο καλόγερος και μου ζήτησε να σας φέρω αυτό το δέμα με τη φασκομηλιά, που θα σας κάνει καλό στο άσθμα»

Φεύγει ο τυπάκος, ανοίγει ο Μάρκος το δέμα, κοιτάζει το περιεχόμενο, το μυρίζει, καταλαβαίνει ότι μόνο φασκόμηλο δεν ήτανε και ύστερα μου λέει: «Ρε συ, ο Τριανταδαμάσκουλος είναι τρελός με δίπλωμα. Έκανε βαποράκι το νεωκόρο της εκκλησίας»