Η «συνέντευξη της απομόνωσης» του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου

Μία τηλεφωνική συζήτηση με τον σημαντικό ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο, που «έσπασε» την καραντίνα του κι αυτός, για να μιλήσει αποκλειστικά στο koutipandoras.gr, αλλά και για να φωτογραφηθεί στο φακό μας.  

DSC 0027

Δεν κάνω ποτέ συνεντεύξεις εξ αποστάσεως, ούτε από το τηλέφωνο, ούτε – ακόμη χειρότερα – μέσω email. Με τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αυτόν τον καιρό. Ας όψεται η πανδημία που μας έχει κλείσει όλους στα σπίτια μας, ενώ για να πεταχτούμε μέχρι το περίπτερο κυκλοφορούμε σαν…Νίνζα. Συμφωνήσαμε, λοιπόν, να συνομιλήσουμε από το τηλέφωνο και, ευτυχώς, όπως θα διαπιστώσει κανείς κι απ’ το αποτέλεσμα, η απόσταση μεταξύ μας καταργήθηκε και αφεθήκαμε αμφότεροι σε μία εκ βαθέων συζήτηση. Για νά’μαι ειλικρινής, σχεδόν ξεχάσαμε ότι επρόκειτο για ακόμη μία συνέντευξη του. 

Εκτιμώ πολύ τον ποιητή Μαρκόπουλο. Οι «Πυροτεχνουργοί», η ποιητική συλλογή του που είχε αγαπήσει ο Μάνος Χατζιδάκις, αποτελούσαν και για μένα ένα αγαπημένο βιβλίο από τότε που η ποίηση άρχισε να μ’ απασχολεί. Θα μπορούσα να παραθέσω αυτούσια δύο – τρία ποιήματα αυτού του ανθρώπου, πολύ σπουδαία, από τα σπουδαιότερα της νεοελληνικής ποίησης, που με καθόρισαν, αλλά δεν νομίζω ότι είναι της παρούσης. 

Από το 2008 τον παρακολουθούσα να κινείται στην ίδια γειτονιά, στη λαϊκή αγορά ή στο «Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας, μα ποτέ δεν πήγα να του μιλήσω. Τους ποιητές καλύτερα να τους αφήνεις στην ησυχία τους, να μη διαταράζεις την έννομη τάξη της σκέψης και της ευαισθησίας τους. Κι αυτοί ξέρουν πως θα σ’ αποζημιώσουν στη συνέχεια. Εκτός, βέβαια, αν υπάρχει λόγος σοβαρός, σαν αυτή τη συνέντευξη που προέκυψε. 

Ευχαριστώ, λοιπόν, τον Γιώργο Μαρκόπουλο που δέχτηκε να συνομιλήσουμε και που επίσης δέχτηκε να βγει ως την είσοδο της πολυκατοικίας του, προκειμένου να τον φωτογραφίσει η συνεργάτιδα μας, Αγγελική Παπαϊωάννου, αποκλειστικά για το koutipandoras.gr! 

Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα να σας «πιάσω» στο τηλέφωνο. Το σταθερό σας «μιλούσε» όλη την ώρα.

Μιλάω αρκετά, αλλά είναι και οι μέρες τέτοιες, που οι άνθρωποι βρίσκονται μαζεμένοι στα σπίτια τους και έχουνε ανάγκη από επικοινωνία. Αυτή την περίοδο μιλάμε όλοι πιο πολύ.

Μπορούν οι άνθρωποι απ’ τα τηλέφωνα να πουν πράγματα που δεν θα τα έλεγαν από κοντά;

Όχι, νομίζω πως καλύτερο είναι να βλέπονται οι άνθρωποι, αλλά όταν δεν μπορούν να βλέπονται, το τηλέφωνο είναι κι αυτό μια κάποια λύση. 

Δεν θα ξεκινούσα έτσι, αν δεν γνώριζα τις πολύωρες τηλεφωνικές σας συνομιλίες με τον Κοντό και τον Βαρβέρη.

Ναι, αλλά βλεπόμασταν κιόλας (γελάει). Δεν φτάνει που μιλούσαμε, βλεπόμασταν κιόλας πολύ συχνά μ’ αυτούς τους δύο. Μία φορά τη βδομάδα, μάλιστα, την είχαμε ορίσει για να πάμε σε ταβέρνα μαζί με πολλά άλλα παιδιά: Με τον Κώστα Παπαγεωργίου, τον Αντώνη Φωστιέρη, τον Γιώργο Βέη όταν ήταν στην Αθήνα. Ξεκινούσαμε πρώτα απ’ το «Cafe des Poetes» της πλατείας Βικτωρίας, όπου πίναμε το καφεδάκι μας, μετά πηγαίναμε απ’ το βιβλιοπωλείο του Κωστή Νικολάκη, 3η Σεπτεμβρίου 91, που τώρα το’χει ο γιος του, γιατί ο Κωστής έφυγε απ’ τη ζωή, έπειτα παίρναμε ένα ταξάκι και καταλήγαμε στις νοστιμιές της κυρίας Μαίρης. Παίρναμε φαγάκι, κρασάκι κλπ. Την άλλη βδομάδα αλλάζαμε και πηγαίναμε με τον Κοντό να ψωνίσουμε διάφορα μπαχαρικά, Ευριπίδου και Σοφοκλέους, όπου μετά με όλη την παρέα, αλλά και με μεγαλύτερους, σαν τον Τίτο Πατρίκιο, τον Κώστα Μουρσελά και τον Μιχάλη Γκανά, καταλήγαμε για ορεκτικά στο «Καλντερίμι» στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων, πολύ καλό και καθαρό μαγαζί. Σε τιμές καλές- εννοείται- για την τσεπούλα μας, γιατί δεν ήμασταν και τίποτα πλούσιοι. Έτσι περνούσε ωραία ο χρόνος. Τι να σας λέω, μεγάλες παρέες!

Μου περιγράφετε, ωστόσο, μια ζωή σε τάξη. Ακόμη κι όλα αυτά που μου λέτε, γίνονταν βάσει προγράμματος.

Βεβαίως. Κάθε Τετάρτη βγαίναμε με τον Κακουλίδη, τον Λιοντάκη και με όποιον άλλο ήθελε νά’ρθει. Μόλις έφυγαν οι δύο φίλοι, ο Γιάννης Βαρβέρης και ο Γιάννης Κοντός, το κόψαμε για λίγο, αλλά ο Κώστας Παπαγεωργίου, που υπήρξε στυλοβάτης μας από κει και μετά, είπε να βρισκόμαστε μία Πέμπτη στο «Φίλιον», στη μνήμη του Βαρβέρη, που έμενε Ομήρου, και μία Πέμπτη στο «Cafe des Poetes», στη μνήμη του Κοντού και του αγαπημένου μας Κωστή Νικολάκη, που είχε το παλαιοβιβλιοπωλείο του και τις εκδόσεις «Εκάτη». Σκοπός μας είναι να βοηθάμε ηθικά, συναισθηματικά και όπως αλλιώς μπορούμε τους νέους ποιητές. Ο Κώστας Παπαγεωργίου έχει και την ευθύνη του περιοδικού που βγάζει ο Γκοβόστης με τίτλο «Τα Ποιητικά», που καμιά φορά τον βοηθάω κι εγώ.

Σκοπός σας μάλλον είναι να βοηθιέστε κι εσείς οι ίδιοι μ’ αυτές τις συνευρέσεις.

Βέβαια βοηθιόμαστε, αλλιώς γιατί να το κάναμε; Δύο σκέλη έχει ο σκοπός αυτός: Ένας για να βλεπόμαστε εμείς και να θυμόμαστε και ένας για να ενθαρρύνουμε νέους ποιητές. Τα παιδιά, ξέρετε, είναι πάρα πολύ συγκροτημένα σήμερα και σχετικά με τα πράγματα. Το πιο δύσκολο είναι να δημοσιεύσεις κάτι ή να κάνεις παρέα ακόμη. Σήμερα για να κάνουν παρέα δύο παιδιά πρέπει να ξενιτευτούν! Φανταστείτε έναν που μένει στο Παλαιό Φάληρο να συναντηθεί με έναν που μένει στο Νέο Ηράκλειο…Εμείς παλιά σε ένα τέταρτο σμίγαμε στον κυρ-Γιάννη, στα Εξάρχεια, στο «Άμα λάχει», σε μπαρ, όπως το «Decadense» κι ένα άλλο στη Βικτώρια, το λεγόμενο «In Time» ή «Me & Jim» κατά άλλους! Εκεί πηγαίναμε με τον Βαρβέρη και με τον Γιώργο Καραβασίλη. Μ’ αυτούς τους δύο και μαζί με τον Θωμά Γκόρπα πηγαίναμε ακόμη στο «Au revoir», για το οποίο μάλιστα ο Γκόρπας έγραψε κι ένα ωραιότατο ποίημα: «Μπαρ Au revoir» ο τίτλος του! Δεν μας χώραγε ο τόπος, όπως αντιλαμβάνεστε (γέλια)

Είστε πάντα έτσι πληθωρικός στις συνεντεύξεις σας; Ξέρω ότι έχετε κι ένα πρόβλημα με τους σιελογόνους αδένες σας, «ξεραίνεται» το στόμα σας, σήμερα όμως σας ακούω λαλίστατο.

Πάντα έτσι είμαι. Από μικρό παιδάκι ήμουν πληθωρικότατος και κοινωνικός, κάτι που μ’ αρέσει και πολύ κατά βάθος, δεν σας κρύβω.

Το να είσαι κοινωνικός και όχι μονόχνωτος είναι και μια καλύτερη συνθήκη διαβίωσης;

Ε, είναι, αλίμονο! Ο μονόχνωτος είναι δυστυχία.

Πολλοί ποιητές είναι μονόχνωτοι και δεν το λέω απαραιτήτως ως μομφή.

Τι εννοείτε όταν λέτε «μονόχνωτοι ποιητές»;

Το ακριβώς αντίθετο από εσάς. Να μην είναι κοινωνικοί, να μην επιθυμούν συνεντεύξεις, να μη μιλάνε…

Μη νομίζετε ότι κι εγώ δεν έχω μέτρο. Έχω μέτρο και ξέρω πάρα πολύ καλά να το χρησιμοποιώ, αλλά από πολύ μικρό παιδάκι ήμουν το «παιδί του κουρέως». Από πεντέμισι ετών ήμουν μεσ’ στο κουρείο κι αυτό μ’ έκανε πολύ κοινωνικό. Ήμουν μεσ’ στην αγορά, ήξερα τα πάντα. Άλλοι βέβαια μπορεί να μην είναι κοινωνικοί, άλλοι να δυσκολεύονται να βγάλουν τη λύπη τους προς τα έξω…

Σήμερα που περνάτε απ’ τα κουρεία της Αχαρνών, με τους Πακιστανούς ιδιοκτήτες ως επί το πλείστον, ποια συναισθήματα σας προκαλούνται;

Με συγκινούν μόνο γιατί θυμάμαι την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο που’χα πάει μία φορά. Μου θυμίζουν τον Καβάφη και γι’ αυτό έρχεται στο νου μου ένας στίχος του, όποτε βγαίνω στην πλατεία Βικτωρίας: «Και κανείς των δεν εγνώριζε ποία ήτο η πατρίς των μέσα στο μέγα τούτον πανελλήνιον»! Αυτό μου θυμίζει, αλλά κατά τα άλλα δεν πανηγυρίζω που είμαστε και έτσι, ο ένας πάνω στον άλλο, έτσι όμως είναι ο πολιτισμός. 

Πιστεύετε ότι έχουμε πληθύνει πολύ ειδικά στο κέντρο της Αθήνας;

Ναι, όπως και να το κάνουμε δεν είναι και κρυφό αυτό, το κέντρο είναι φορτωμένο και επιβαρυμένο απ’ άλλα πράγματα, που δεν τα κάνουν φυσικά μόνο ξένοι, όπως έχει επικρατήσει. Οι καλοί σμίγουν με τους καλούς και οι κακοί με τους κακούς, ως γνωστόν, γι’ αυτό θα σας θυμίσω ένα ωραίο απόφθεγμα του αρχαίου σοφού Επίκτητου: «Στην παραλία οι μεγάλες πέτρες με τα χρόνια, σιγά – σιγά, σμίγουν με τις μεγάλες πέτρες, οι  μικρότερες με τις μικρότερες, οι μεσαίες με τις μεσαίες και τα χαλικάκια με τα χαλικάκια». Τι ωραίο που ήταν αυτό, ε;

Υπάρχει κι ένα άλλο ωραίο του Αισχύλου, που ξαναδιάβασα πρόσφατα: «Σαν να σμίγει η φωτιά με το νερό». 

Κι αυτό πολύ όμορφο! Ίσως να ταιριάζει σ’ αυτό που συζητάμε, ναι.

Η πανδημία που περνάμε σας τρόμαξε;

Είμαι σε καραντίνα, παίρνω όλα τα μέτρα. Δεν ξέρω αν με τρόμαξε, αλλά με έχει ρίξει σ’ έναν προβληματισμό. Προσέχω πάρα πολύ και ο προβληματισμός αυτός με έχει κάνει να παραμένω σκεπτικός και να στενοχωριέμαι πάρα πολύ γι’ αυτούς τους ανθρώπους που δεν έχουν πάρει σύνταξη, όπως εγώ, κι έχω την ευχέρεια να κάθομαι σπίτι μου και να με βοηθά η οικογένεια του αδερφού μου με όλες τις προφυλάξεις, βέβαια. Σκέφτομαι όλους όσοι είναι αναγκασμένοι να εργάζονται, να μπαίνουν στο μετρό, να οδηγούν τα ΜΜΜ, να ταξιδεύουν, σκέφτομαι τις κοπέλες στα σούπερ-μάρκετ κι αυτό μου έχει φέρει μία βαθιά λύπη. Τέτοια λύπη, που βγαίνω στο μπαλκόνι μου, βλέπω τους ανθρώπους να κυκλοφορούν, τους ντιλιβεράδες με τα μηχανάκια – καταλαβαίνετε -, και δε μπορώ να πανηγυρίζω βλέποντας τι περνάνε οι συνάνθρωποι μου…

Άρα η πανδημία σας τρομάζει μέσω των άλλων, δεν έχει πάνω σας άμεσες συνέπειες.

Έχει, με τρομάζει και μένα, μου δημιουργεί ανασφάλεια, γι’ αυτό και κάθομαι μεσ’ στο σπίτι. 

Κύριε Μαρκόπουλε, είστε γεννημένος το 1951. 

Είμαι στα 68 κλεισμένα.

Η σκέψη μιας πανδημίας ήταν, μέχρι πρότινος, κάπως σαν σενάριο ταινίας επιστημονικής φαντασίας;

Έχω ακούσει και για παλαιότερες ακόμη και την εποχή τη δική μου, που ήμουν μικρό παιδάκι. Υπήρξε μία επιδημία στην Ελλάδα, αυτή των ρευματισμών, οι οποίοι χτυπούσαν στην καρδιά. Ήταν κάτι που προερχόταν απ’ τις αμυγδαλές. Εγώ πέρασα απ’ αυτή την κακή φάση, έβγαλα τις αμυγδαλές μου κι έπινα για πάρα πολύ καιρό κορτιζόνη, αλλά απ’ τους γονείς μου είχα ακούσει και για παλιότερες πανδημίες, σαν την πανώλη και την ελονοσία. Ιδιαίτερα στην πατρίδα μου, τη Μεσσήνη, η ελονοσία θέριζε γιατί το μέρος ήταν βαλτώδες και γεμάτο κουνούπια. Τους πήγαιναν τους ανθρώπους σ’ ένα μέρος έξω απ’ την πόλη κι εκεί πια, ελλείψει πενικιλίνης, ήταν καταδικασμένοι να τελειώσουν τη ζωή τους. Συμβαίνουν αυτά κι είναι λυπηρά πράγματα.

Η τραγική ειρωνεία είναι πως σήμερα, απ’ ότι λέγεται, το πεπαλαιωμένο φάρμακο για την ελονοσία μπορεί να βοηθήσει σαν θεραπευτική αγωγή στον κορονοϊό.

Να σας πω κάτι που πιστεύω; Στη ζωή, έστω και μακροπροθέσμως, πάντα το Καλό νικάει! Κανένας πόλεμος, ακόμη και παγκόσμιος, δεν επεκράτησε. Κανένα ακραίο καθεστώς επίσης δεν επεκράτησε. Καμία επιδημία ή πανδημία δεν επεκράτησε! Πάντα στο τέλος νικητής βγαίνει το Καλό και το πιστεύω βαθύτατα αυτό.

Ίσως τελικά νικητής βγαίνει ο Άνθρωπος, η ανθρωπότητα.

Ίσως αυτό! Το είπατε εσείς καλύτερα από μένα. 

Όταν ένας άνθρωπος είναι στην απομόνωση του και δεν έχει τα ενδιαφέροντα τα δικά μου και τα δικά σας, που θα μπορούσε να προστρέξει για τη γαλήνη του;

Στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο, σ’ αυτά. Εγώ βεβαίως έχω να δω δέκα χρόνια τηλεόραση, καθώς πιστεύω ότι με πολύ δόλιο τρόπο εντείνει την κατάθλιψη του ανθρώπου και δεν με αφορά αυτό το πράγμα. Όταν είχα περάσει μια σοβαρή περιπέτεια με την υγεία μου, ήμουν για ένα μήνα σχεδόν στο νοσοκομείο. Εκεί δεν είχαμε ούτε τηλεόραση, ούτε τίποτα, είχα όμως ένα μικρό cd – player και άκουγα κάνα τραγουδάκι στ’ αυτί μου. Όταν βγήκα έξω, στη ζωή και πάλι, πιστέψτε με, ήμουν πληροφορημένος για ότι είχε συμβεί.

Από το cd – player αυτό;

Άκουγα, σας είπα, κάνα τραγουδάκι, ωραία μουσικούλα, αλλά μόλις βγήκα στην κοινωνία ήμουν βέβαιος πως θα ήξερα τι γινόταν έξω τον ένα μήνα της απουσίας μου. 

Εσείς παλέψατε ποτέ με το τέρας της κατάθλιψης;

Δεν την ξέρω πως λέγεται, ποιο πράγμα είναι η κατάθλιψη στην επιστήμη. Φαντάζομαι – δεν ξέρω αν είναι έτσι – ότι την περνάω κάθε τόσο, κατά διαστήματα. Όταν έχασα τους γονείς μου ή κάποιους φίλους, ας πούμε, ήταν σαν αυτό που συνήθιζα να λέω, ένας πολτός λύπης που έρχεται και φωλιάζει στο στομάχι μου για πολύ καιρό. Σιγά – σιγά, έχοντας εμπιστοσύνη, αυτό το πράγμα με βάζει σ’ ένα τούνελ ώσπου να δω στο βάθος του το φως της ημέρας, το οποίο φαίνεται κατά την έξοδο.

Μου αρέσει που σωματοποιείτε το άγχος σας. 

Ναι, ξεκινάει απ’ το στομάχι, εκεί πάει και «κάθεται».

Τελικά, όπως λέτε στο ποίημα σας, είναι «άθλιος ο καιρός στη φοβερή πατρίδα» μας;

Ήταν άθλιος, στο ποίημα, γιατί πηγαίναμε για κακό σκοπό. Πηγαίναμε να θάψουμε τη μητέρα μου.

Το γνωρίζω, αλλά η ερώτηση μου ήταν πιο γενική.

Η πατρίδα δεν έχει άθλιο καιρό, έχει μια χαρά καιρό. Και μένα μ’ αρέσει πάρα πολύ, την πατρίδα την αγαπώ όσο τίποτ’ άλλο. Το χειμώνα μου αρέσει το ψιλόβροχο στους νοτισμένους δρόμους, που σε προδιαθέτουν για τσαγάκι Ταϋγέτου και κρασάκι, όπως και από την άνοιξη μέχρι τα τέλη Σεπτέμβρη, που έχει ένα φως, για το οποίο έχω πει παλαιότερα πως είναι σαν να κρυσταλλίζει ο ουρανός αυτό το φως και το ρίχνει ολόκληρο πάνω στη Μεσσήνη και σ’ ολόκληρη τη Μεσσηνία. Και, βεβαίως, έχουμε και τη θάλασσα, όπου ήμασταν μικρά παιδιά και πηγαίναμε και φτιάχναμε αυτοσχέδια σπιτάκια. Καθόμασταν σ’ αυτά μέχρι να ξεκινήσει πάλι το σχολείο και τα πρωινά, αντί να πάμε να πλυθούμε στο νιπτηράκι, πέφταμε στη θάλασσα κι ήμασταν όλη μέρα μεσ’ στη θάλασσα. Αυτό εμένα μου έχει μείνει, να κάνουμε σαν τα δελφινάκια.

Θυμάστε πάντα με τόσες λεπτομέρειες τα πάντα; Τις εικόνες και τα γεγονότα;

Έχω γερή μνήμη. Στηρίζομαι πάρα πολύ στη μνήμη μου.

Αντλείτε δύναμη απ’ τις μνήμες;

Ναι. Έχω γράψει κι ένα στίχο που λέει: «Πατρίδα μου πλέον είναι η μνήμη και περιουσία μου όσοι αγάπησα και όσοι με αγάπησαν». Πατρίδα μου εμένα είναι η μνήμη και αν χαθεί η μνήμη σε κάθε άνθρωπο νομίζω ότι χάνει και την πατρίδα του.

Ο Έλιοτ είχε πει πως ολόκληρη η τέχνη της ποίησης είναι πατρίδα. 

Μόνο η ποίηση να’ναι πατρίδα, δεν το πολυπιστεύω. Πολλά πράγματα μπορούν να’ναι η πατρίδα.

Έχετε ζήσει καθόλου στο εξωτερικό;

Όχι, δεν έχω ζήσει, έχω πάει μόνο μερικές φορές με διάφορες ευκαιρίες.

Θα μπορούσατε να ζήσετε έξω;

Δεν νομίζω!

Ενστερνίζεστε την άποψη του Μάνου Χατζιδάκι που δεν μπορούσε να ζήσει έξω- έλεγε- καθώς δεν μπορούσε να μην σκέφτεται ελληνικά;

Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας πολύ φωτισμένος άνθρωπος και εγώ γαλουχήθηκα, μεταξύ άλλων, και απ’ αυτόν. Όταν βγήκαν οι «Πυροτεχνουργοί» μου, το ’79, του άρεσαν πολύ, έβγαινε στις εφημερίδες και μίλαγε γι’ αυτή τη συλλογή. Οι «Πυροτεχνουργοί» στάθηκαν αιτία για να γνωριστούμε και κέρδισα πάρα πολλά. Έλαμπε ο άνθρωπος αυτός, ολόκληρος εξέπεμπε μία φωτεινότητα, μία λάμψη! Ο Χατζιδάκις ακόμη κι αν έμενε στην Αμερική, πάλι ελληνικά θα σκεφτόταν και θα μιλούσε, όχι αμερικάνικα.

Θα τον γνωρίσατε, φαντάζομαι, επί Τρίτου Προγράμματος.

Με είχε καλέσει και στον Μουσικό Αύγουστο, στα Ανώγεια της Κρήτης, αλλά και στο Τρίτο Πρόγραμμα. Τον είχα πετύχει στο διάδρομο και του είπα: «Κύριε Μάνο, θα έρθετε μέσα να δείτε τι κάνουμε;» και απάντησε: «Όχι, δεν θα έρθω, γιατί αν έρθω, θα τα κάνετε θάλασσα» (γελάει). Και συνέχισε να περπατάει στο διάδρομο. Απίθανος!

Σας ακούω να μιλάτε με αγάπη για τον Χατζιδάκι.

Ποιος θα μπορούσε να μη μιλάει με αγάπη για τον Χατζιδάκι;

Θα περίμενα, βέβαια, γνωρίζοντας την πολιτικοποίηση των φοιτητικών σας χρόνων, να μου μιλάγατε για τον Μίκη Θεοδωράκη. Αλήθεια, ποια είναι η γνώμη σας για τον Θεοδωράκη;

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι η άλλη κολόνα του Παρθενώνα. Η μία πρώτη είναι ο Χατζιδάκις, η ακριβώς απέναντι είναι ο Θεοδωράκης, υπάρχει όμως και μια τρίτη κολόνα, η κάτω, ο Άγιος Βασίλειος Τσιτσάνης, ο εκ Τρικάλων ορμώμενος και όχι ο εκ Καισαρείας. Την τέταρτη κολόνα την ψάχνω, αλλά ακόμα δεν την έχω βρει. Θα βρεθεί, όμως, πιθανώς όταν εμείς δεν θά’μαστε στη ζωή. Απ’ τον Μίκη Θεοδωράκη όλοι βυζάξαμε πολύ κρουστό γάλα και μας κράτησε ψηλά σε πολύ δύσκολες μέρες με τα τραγούδια του. Εγώ, στην ηλικία που έφτασα, δεν υπάρχει μέρα που να μη σιγοψιθυρίζω δυο-τρεις φορές τραγούδια του. Είναι μια συγκλονιστική μορφή, ένα λεοντάρι, και τα λόγια μου είναι πολύ φτωχά για να πουν τι αισθάνομαι για τον Μίκη Θεοδωράκη! Τι να πρωτοθυμηθώ; Το «Άξιον Εστί», τη «Ρωμιοσύνη», του Λειβαδίτη το «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ», έτσι όπως τό’χει μελοποιήσει; Για το «Άξιον Εστί» μπορώ να σας πω ότι κάθε 28η Οκτωβρίου παρακαλάω να είναι βροχερή μέρα και ο καιρός μου κάνει το χατήρι. Βγαίνω έξω, κοιτάζω λίγο το βρεγμένο δρόμο, γυρίζω μέσα κι ακούω ολόκληρο «Το Άξιον Εστί» και ιδιαίτερα την επωδό με τον Μπιθικώτση: «Που να βρω την ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ». Όταν πια βλέπω να χάνεται η ζωή μας μέσα στο συρφετό και στην κακή πολυκοσμία, ανατρέχω σ’ αυτό το μουσικό γύρισμα, που δεν μπορεί να γίνει εύκολα απ’ άλλον άνθρωπο. 

Στη ζωή σας εσείς μπορέσατε να ξεχωρίσετε την κακή απ’ την καλή πολυκοσμία;

Με το μάτι βλέπω πως ειν’ ο άλλος στο δρόμο!

Κρίνετε από μία εμφάνιση;

Όχι από μία εμφάνιση, ίσως δεν τό’πα σωστά. Απ’ το μάτι του άλλου, εννοούσα.

Κρίμα, λοιπόν, που δεν βλεπόμαστε αυτή τη στιγμή. Δεν έχω παράπονο, βέβαια, ωραία τα λέμε.

Μα, το είπα και προηγουμένως (γελάει). Είναι καλύτερο να βλέπονται οι άνθρωποι. Είναι ένα βάλσαμο, ένα δάκρυ στην ψυχή, σε γαληνεύει ο καλός φίλος, ο καλός άνθρωπος. Εκφράζεσαι αλλιώς όταν είσαι πρόσωπο με πρόσωπο. Εγώ είμαι πολύ κοινωνικό στοιχείο, αλλά συν τω χρόνω είμαι και πολύ του σπιτιού, της σκέψης, του διαβάσματος. Όταν δεν τα ισομερίζω αυτά τα δύο πράγματα, αφού καμιά φορά με παρασέρνουν οι υποχρεώσεις μου και είμαι έξω παραπάνω απ’ όσο αντέχει ο εαυτός μου, η ψυχούλα μου μού φαίνεται ότι χύνεται σαν το νερό του ψυγείου όταν έχουμε ξεχάσει να κάνουμε απόψυξη. 

Κατάλαβα. Ένα περιττό ξόδεμα.

Αυτό ακριβώς. Και τότε θυμάμαι ένα στίχο του σπουδαίου Νίκου Καρούζου, που λέει: «Πολύ ”έξω” έπεσε. Γινιέτε και λίγο μοναξιάρηδες»! 

Πάντα ανατρέχετε στον Καρούζο.

Μακαρίζω τις εποχές που γνωρίσαμε αυτούς τους ανθρώπους. Τώρα δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι στη ζωή…

Αυτό το λέτε εσείς. Εμείς, πάλι, μπορεί νά’χουμε να λέμε «Συνομιλούσαμε με τον Γιώργο Μαρκόπουλο».

Ε, τώρα, τι θα πει να συνομιλείς με τον Γιώργο Μαρκόπουλο; Είναι δυνατόν να είναι σαν να συνομιλείς με τον Σεφέρη, με τον Λειβαδίτη, με τον Ρίτσο, με τον Εμπειρίκο, με τον Δ. Π. Παπαδίτσα; Τι να λέμε τώρα;

Γιατί το λέτε αυτό; Όπως εσείς έχετε επιδείξει γενναιοδωρία απέναντι στους πιο νέους, οφείλουμε κι εμείς να επιδείξουμε αντίστοιχα τον δέοντα σεβασμό σε εσάς.

Απλά πιστεύω ότι θηρία σαν εκείνα δεν ξαναβγαίνουν, προς το παρόν τουλάχιστον. 

Είστε ταπεινός άνθρωπος, κύριε Μαρκόπουλε.

Καλός είμαι (γελάει). 

Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεστε την ταπεινοφροσύνη, σίγουρα όμως δεν είστε μεγαλοσχήμων.

Όχι, δεν είμαι μεγαλοσχήμων και δεν μ’ αρέσει κιόλας, δεν θα ήθελα να είμαι.

Σας ενοχλεί το χαρακτηριστικό αυτό στους άλλους;

Μπα, όχι. Φεύγω. Η γη μας χωράει όλους. Διαλέγουμε και πάμε.

Αποφεύγετε τις φιλονικίες;

Ναι, εκ φύσεως δεν είμαι καυγατζής. Δεν μου’χει τύχει κιόλας να με φορτώνονται για καυγά. Σπανίως…Συνιστώ να τον αποφεύγουν κι εκείνοι που συνήθως δεν τον αποφεύγουν, σκεπτόμενοι το απρόοπτο που μπορεί να συμβεί μετά από’ναν καυγά.

Είχε τύχει, ξέρετε, να παρευρεθώ σ’ ένα ποιητικό συμπόσιο, όπου διεξήχθη ένας καυγάς τρικούβερτος μεταξύ ποιητών. Να σας πω την αλήθεια, το καταδιασκέδασα. Σκεφτόμουν πόσο ευάλωτοι είστε ειδικά εσείς οι ποιητές στις ανθρώπινες αδυναμίες. 

Ανασφάλειες, ανασφάλειες. Κι από κει και πέρα, ζήτημα του ψυχικού μας ιζήματος. Άμα είσαι δύσκολος άνθρωπος, σου βγαίνει μια κακομοιριά. Το αντίθετο απ’ όταν είσαι ψυχικά καλόβολος και όλα σου’ρχονται πιο βολικά.

Στην ποίηση σας, έχετε περιγράψει πολύ όμορφα τη γυναίκα. Ζείτε μόνος και θα σας ρωτήσω αν ενστερνίζεστε την άποψη του Δημήτρη Χορν στην «Κάλπικη λίρα» του Τζαβέλλα: «Ένας καλλιτέχνης δεν πρέπει ποτέ να παντρεύεται».

Πρώτα απ’ όλα να σας πω πως ότι καλύτερο έχω δει στη ζωή μου, είναι πολύ περισσότερο απ’ τις γυναίκες και λιγότερο απ’ τους άντρες. Σε όλους τους τομείς κιόλας! Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να παντρεύεται, λέτε…Δεν ξέρω…Νομίζω ότι αυτό ήτανε μια κουβέντα απ’ την ωραιοτάτη αυτή ταινία. Πολλοί καλλιτέχνες παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά. Αυτά τα τσιτάτα μπορεί να είναι καλά για μια ταινία, για ένα ποίημα, αλλά δε νομίζω πως έχουν απόλυτη εφαρμογή στη ζωή.

Κοιτάξτε, όμως, τώρα τι γίνεται: Παρατηρώ ότι τα νοήματα των λέξεων δεν τα επεκτείνετε στην κοινωνία. Είπαμε πριν για ένα στίχο σας και τώρα για μια ατάκα ταινίας. Σαν να μη δίνετε περιθώρια στο έργο τέχνης να ανασάνει πέραν του σκοπού ή της στιγμής που δημιουργήθηκε.

Όχι, μάλιστα το έργο αυτό τό’χω δει και το ξαναβλέπω κάθε φορά και μ’ αρέσει πάρα πολύ ο Χορν! Δεν μένω όμως στις λέξεις, όχι. Ότι θέλει ας κάνει ο καθένας είτε με τους στίχους μου, είτε με τις ατάκες των ταινιών. Εγώ δεν εμποδίζω κανέναν, απλά σας λέω τη δική μου άποψη. Αν νομίζει ο άλλος ότι δεν πρέπει να παντρεύεται, ας μην παντρευτεί ποτέ! Ξέρω κι εγώ πολλούς καλλιτέχνες σε περιόδους που ανταλλάζαμε γράμματα, επιστολές, μην κοιτάτε τώρα που καταργήθηκε αυτού του είδους η επικοινωνία. Οι καλλιτέχνες, λοιπόν, αυτοί εξέφραζαν την άποψη ότι δεν θα παντρεύονταν και μάλιστα οι πιο πολλοί από δαύτους ήταν γυναίκες. Ξέρω όμως κι εκπληκτικούς ανθρώπους, καλλιτέχνες, οι οποίοι είναι παντρεμένοι με παιδιά κι εγγόνια, καλοί οικογενειάρχες και σπουδαίοι στην τέχνη τους. 

Ο Νίκος Καρούζος υπήρξε μισογύνης, όσο έχει ακουστεί, με τις γυναίκες ομότεχνούς του;

Δεν νομίζω ότι ήταν μισογύνης! Ο Καρούζος ήταν και εναντίον των ανδρών, ακόμη και εναντίον των πεζοδρομίων και της ασφάλτου. Νομίζω ότι ήταν ένας βαθύτατα τρυφερός άνθρωπος και με είχαν ρωτήσει παλιότερα το εξής: «Γιατί δεν σε βλέπουμε πιο τακτικά με τον Καρούζο και κάνεις παρέα όλο με τον Λειβαδίτη και τον Κατσαρό;» Είχα απαντήσει: «Διότι τον Καρούζο τον θέλω να είναι λύκος»! Ο Καρούζος έπινε πολύ συχνά και γινότανε ένα αρνάκι που κλαίει. Εγώ τον Νίκο Καρούζο τον ήθελα λύκο, δεν τον ήθελα αρνάκι που κλαίει! 

Αυτό σημαίνει και ότι είστε ιδιαίτερα ανεκτικός με τους ανθρώπους.

Βεβαίως! 

Δεν είναι όλοι έτσι, καλώς ή κακώς.

Εγώ όσες φορές βγαίναμε με τον Καρούζο, τον ανεχόμουν. Μια βραδιά που ήταν έτοιμη να χιονίσει, ήμασταν με έναν φίλο που δεν ζει πια, τον Κώστα Τσομπανίδη. Αυτός με είχε σαν μικρό του αδερφάκι, ένα ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο άτομο, τυπογράφος. Είχαμε πάει να φάμε ένα σουβλάκι στη γωνία Ακαδημίας και Ιπποκράτους. Εκεί απ’ έξω περνούσαν ο Καρούζος, ο Στάθης Πρωταίος και ο Μιχάλης Κατσαρός με κάτι παλαιά παλτά του ’40. Έδειχναν κουρασμένοι άνθρωποι. Μας καλησπέρισαν, οπότε εγώ τους ρώτησα: «Μήπως να μας κάνατε την τιμή να σας προσφέρουμε ένα σουβλάκι;» και απαντάει ο Καρούζος: «Ευχαριστούμε πάρα πολύ, κύριε Μαρκόπουλε, αλλά είμαστε ήδη φαγωμένοι και βγήκαμε να περπατήσουμε». Μετά από κάμποση ώρα, μου λέει ο Τσομπανίδης: «Ρε, με ένα σουβλάκι θα τη βγάλουμε; Δεν πάμε σε ένα κρασοπουλιό καρβουνιάρικο, που είναι στον Άγιο Δημήτριο στην Πανόρμου; Δεν πάμε να πιούμε κρασί και να φάμε κάτι;» Παίρνουμε ένα ταξάκι και πάμε στο καρβουνιάρικο, που βράδυ παρά βράδυ έφτιαχνε το ίδιο φαΐ. Έτσι κι εκείνο το βράδυ, ένα φαΐ είχε μόνο: Κουκιά! Ταπεινά φτηνά φαγάκια που τα τιμούσε ο φτωχός ταπεινός κόσμος. Θυμάμαι ότι όλοι έπιναν το κρασάκια τους σε μπουκαλάκια σάριζα. Καθόμαστε, παραγγέλνουμε και το μάτι του φίλου μου παίρνει τους τρεις: Τον Καρούζο, τον Πρωταίο και τον Κατσαρό. Κάθονταν σε ένα τραπεζάκι στο βάθος, έχοντας παραγγείλει κουκιά και κρασί. Ο Καρούζος είχε καρφώσει στο πιρούνι του ένα – δύο κουκιά και τα έβαζε στο στοματάκι του Πρωταίου και από κάτω έβαζε τη χουφτίτσα του για να μην τον λαδώσει. Λέω του Τσομπανίδη: «Κώστα, πάμε να φύγουμε». Είχαμε παραγγείλει, βέβαια, αλλά ευτυχώς δεν μας τα’χε φέρει ακόμα. Του λέμε «Άσ’τα, άκυρο» του ταβερνιάρη, αυτός μας ήξερε κιόλας, και σηκωθήκαμε και φύγαμε για να μην τους φέρουμε σε δύσκολη θέση που μας είπαν ότι ήταν φαγωμένοι. Αυτή την ακαταδεξιά και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, όπως δεν θα ξεχάσω και σε άλλες στιγμές την κρυμμένη τρυφερότητα του Καρούζου. Μήπως σας κουράζω;

Τι λέτε, κύριε Μαρκόπουλε; Κάθε άλλο!

Όταν ξέσπασε η κρίση είχα πάει μια φορά στο θέατρο «Σημείον». Ο σκηνοθέτης Νίκος Διαμαντής μας είχε βάλει στην πρώτη σειρά κι ήθελε οι ποιητές να διαβάζουμε πίσω προς τον κόσμο. Εγώ του εξήγησα πως δεν είχα γράψει ποίημα για την κρίση, ούτε μπορούσα ποτέ να γράφω κατά παραγγελία. Του ζήτησα να με εξαιρέσει, αλλά αν αυτό δεν γινόταν, να μ’ άφηνε να διαβάσω το ποίημα ενός ποιητή, ο οποίος δεν γινόταν να έρθει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Το δέχτηκε ο Διαμαντής και βρήκα ένα ποίημα του Καρούζου, γιατί είμαι και λίγο περίεργος. Δεν μου αρέσουν τα τετριμμένα ποιήματα, αλλά εκείνα που περιέχουν ένα ηλεκτρικό ποίημα. Πήγα και διάβασα ένα ποίημα του Καρούζου που τελειώνει ως εξής: «Είναι άνεργος, μην του μιλάτε. Δεν μιλάνε στους καθρέφτες». Σήκωσα έπειτα τα μάτια μου και αντίκρισα ένα θέατρο με τα μάτια όλων ακίνητα. Γι’ αυτό σας λέω, ο Καρούζος δεν είναι ποιητής! Το έλεγα και παλιά και όλοι με ρωτούσαν παραξενεμένοι: «Αλλά, τι είναι;» κι εκεί τους απαντούσα: «Ο Καρούζος είναι πρωτοπαλίκαρο του αρχαίου θεού του πολέμου, Άρη, και στην φαρέτρα του έχει στίχους».

Υπέροχο, πραγματικά.

(σαν να χαμογελάει)

Έχετε τιμηθεί με σημαντικά βραβεία, όπως το Βραβείο Καβάφη τη δεκαετία του 1990, αλλά και άλλα σημαντικά κρατικά βραβεία.

Θα άλλαζα τη λέξη «τιμηθεί» με το «Σας έχουν απονεμηθεί».

Ποια η διαφορά;

Δεν είναι τιμή το βραβείο. Σου απονέμεται για κάτι καλό που έκανες.

Άρα δεν θεωρείτε σημαντικές τις βραβεύσεις σας;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν τις θεωρώ ασήμαντες, γιατί άμα δεν σου δοθεί και ένα βραβείο, ένας έπαινος, λες «Μα τι στο καλό έκανα; Τίποτα δεν έκανα και δεν με θέλει κανένας;» Θετικό πράγμα είναι κι εγώ προσωπικά τα δέχτηκα γιατί θεωρούσα κάθε φορά πως με έκαναν καλύτερο άνθρωπο. Επεδίωκα δηλαδή εγώ να γίνω καλύτερος!

Να γίνετε καλύτερος μέσω ενός βραβείου; Πολύ πρωτότυπη άποψη, ομολογουμένως. 

Ναι, γιατί ένα βραβείο σε κάνει καλύτερο άνθρωπο.

Εγώ πάλι θα έλεγα ότι ένα βραβείο ίσως σε κάνει καλύτερο καλλιτέχνη με την έννοια της ευθύνης ή και μιας ευθυνοφοβίας. Καλύτερο άνθρωπο, όμως, ως προς τι;

Το ότι σου απονεμήθηκε κάτι για κάτι καλό που έκανες και ως εκ τούτου – εδώ ερχόμαστε σ’ αυτό που είπατε εσείς μόλις – να είσαι πιο προσεκτικός και στο γράψιμο σου, διότι σου επιβάλλεται πράγματι κι ένα αίσθημα ευθύνης. Το βραβείο δεν δίνεται, όμως, για το γράψιμο σου, αλλά και για το ήθος σου και οφείλεις να είσαι πολύ πιο προσηνής ως άνθρωπος. Εν πάση περιπτώσει, δεν σας κρύβω πως ένα βραβείο διώχνει και μία ενδεχόμενη πικρία που σου φέρνει η μη βράβευση, άρα η μη αναγνώριση.

Συμφωνώ, γιατί ειδικά στην ποίηση έχουμε συνέχεια νέα πρόσωπα. Γνωρίζω, ας πούμε, πως ο Καρούζος υπήρξε συνυποψήφιος με τον Οδυσσέα Ελύτη για το Νόμπελ και κουβαλούσε πάντα την πικρία της μη επιλογής του. 

Τό’χω ακούσει κι εγώ αυτό, ναι. Ο Καρούζος ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερος κι αν δεν ήταν αυτού του χαρακτήρος, δεν θα μπορούσε να γράψει αυτά τα αριστουργήματα. Όπως και ο Ελύτης, αν δεν ήταν εκείνου του χαρακτήρος που ήταν, επίσης δεν θα μπορούσε να γράψει αυτά τα αριστουργήματα του. Το ίδιο και ο Σεφέρης! Ο καθένας πληρώνει το έργο του με το λαδάκι της ψυχής του και μόνο εκείνος ξέρει τι πόνο κουβαλάει αυτό το λαδάκι.

Το ξέρουν εξίσου καλά και οι έμποροι των βιβλίων, δηλαδή οι εκδοτικοί οίκοι.

Κοιτάξτε, αν βρεθεί σήμερα εκδοτικός οίκος που θα βγάλει τα βιβλία νέων ποιητών χωρίς αυτοί να πληρώσουν, πρέπει να πάμε να του φιλήσουμε το χέρι. 

Δεν είναι μόνο οι νέοι ποιητές. Εγώ είχα μπει στον Ίκαρο πριν 15 χρόνια και θυμάμαι το προσωπικό να’ναι περιχαρές με τις πωλήσεις των βιβλίων της Κικής Δημουλά.

Μία ήταν η αγαπημένη Κική Δημουλά, που ευτύχησε νά’χει αυτό το αστέρι. Η Δημουλά είναι πολύ αγαπημένη μου, είμαστε στενά δεμένοι για πολλά χρόνια, μια και η καταγωγή της μητέρας της ήταν από τη Μεσσήνη. Η Δημουλά ήταν γεννημένη για να παραμένει ζωντανή, τόσο εν ζωή, αλλά και τώρα που έχει «φύγει». Προχθές ξεχάστηκα και είπα: «Βρε δεν πήρα ένα τηλέφωνο την Κική να δω πως είναι τώρα με την καραντίνα»…Η Κική δεν «φεύγει», ούτε θα «φύγει» κι αυτό έκανε τόσο αγαπητή την ίδια και την ποίηση της. «Κονιάκ μηδέν αστέρων», «Η σκόνη», είναι από τα σπουδαία ποιήματα της. Ήταν φτιαγμένη για ν’ αγαπηθεί αυτή η γυναίκα!

Και η Κατερίνα Γώγου που φοβόταν μην την πουν ποιήτρια;

Είναι σαν αυτό που λέγαμε πριν με τον Χορν! Δεν στέκομαι σε τέτοιες φράσεις, ούτε τις απομονώνω! Η Κατερίνα Γώγου ήτανε μία ποιήτρια που πλήρωσε πολύ ακριβά…Έδωσε πολύ πόνο για να κερδίσει το ψωμάκι της – την ποίηση της. Απλώς αυτό ήταν ένα σχήμα λόγου, ένα ωραίο στιχάκι της.

Αν κάνετε μια αναδρομή στη νιότη σας, στα φοιτητικά χρόνια, θα λέγατε ότι άξιζε όλη αυτή η επαναστατικότητα που σας χαρακτήριζε;

Ναι, ναι, ναι! Άξιζε για πολλούς λόγους! Εγώ κατάγομαι και από μία οικογένεια που ήταν με την ευρύτερη έννοια στο χώρο της Αριστεράς. Μάλιστα, στο πατρικό μου έγινε η τελευταία διάσκεψη για το ΕΑΜ Μεσσήνης και Άνω Μεσσηνίας. Στο κουρείο, επίσης, και τι δεν άκουγα! Όλη αυτή η αντίδραση των φοιτητικών χρόνων ήταν ιαματική και λυτρωτική επί χούντας. Τα κόμματα ήταν απαγορευμένα κι εμείς αγαπήσαμε πολλά πράγματα μιας πλατύτερης Αριστεράς στην τέχνη. Βλέπαμε πολύ ωραίες ταινίες στην «Αλκυονίδα» και το «Studio» του συχωρεμένου σκηνοθέτη και ποιητή Σωκράτη Καψάσκη! Αυτός ήταν σπουδαίος, είχε μεταφράσει ολόκληρο τον «Οδυσσέα» του Τζόις! Αγαπήσαμε τον Τσε Γκεβάρα, το ρομαντισμό του, αγαπήσαμε τον Ζαν – Πολ Σαρτρ, τον Μάη του ’68, το «Φράουλες και αίμα», τον Τζο Κόκερ, τη Τζάνις Τζόπλιν, ένα σωρό πράγματα που μας άνοιξαν το μυαλό. Συνέβαλαν πολύ και οι εκδοτικοί οίκοι της εποχής, που τους άνοιξαν νέοι, φοιτητές προ δικτατορίας, πρώην εξόριστοι στη Γυάρο, που οι περισσότεροι διεγράφησαν απ’ τις σχολές τους ως αντεθνικοί. Τους εκδοτικούς οίκους τους άνοιξαν, όχι μόνο για να ζήσουν, για να βγάλουν πέντε δραχμές, αλλά από ιδεολογία, για να φέρουν φτηνό καλό βιβλίο, το «βιβλίο τσέπης» που λέγαμε τότε, να φέρουν νέα πράγματα στη χώρα. Αυτό ήταν το δικό μας λίπασμα! Εκδόσεις «Κείμενα», εκδόσεις «Στοχαστής», εκδόσεις «Κάλβος»! Απ’ τον Χατζόπουλο των εκδόσεων «Κάλβος», έμαθα πάρα πολλά, αφού με είχε και με έχει ακόμα σαν αδερφάκι του. Ο Χατζόπουλος ήταν ο εκδότης και της προδικτατορικής «Πανσπουδαστικής», τότε που δεν ήταν ακόμη όργανο του ΚΚΕ και που διέθετε τον Πέτρουλα, τον ποιητή Μάριο Μαρκίδη κ.α.

Μου περιγράφετε τη διαμόρφωση της προσωπικότητας σας.

Ακριβώς! Είχα ανοιχτά αυτιά σε όλους αυτούς και φυσικά στα άλλα παιδιά, τους συμφοιτητές μου. Γι’ αυτό άξιζαν και οι αγώνες μαζί μ’ αυτό το άνοιγμα του μυαλού μας. 

Υπήρξε κάποιο χρονικό διάστημα της ζωής σας που να θεωρείτε ότι πήγε χαμένο;

Όχι, δεν πήγε τίποτα χαμένο, γιατί φερόμουν προσεκτικά, άκουγα τους ανθρώπους που μ’ εκτιμούσαν και με συμβούλευαν. Έθεσα τον εαυτό μου σε μια εργασία του δημοσίου, αλλά αρκετά αργότερα. Έκλεινα το κουμπί στις δυόμισι – τρεις το μεσημέρι που σχολούσα και ασχολιόμουν με τα δικά μου, για να μην έχω στο νου μου γραμμάτια και τέτοιες σκοτούρες και, κυρίως, για να μην αλλοιωθούν οι σχέσεις μου και οι παρέες μου. Πιστεύω πως η τοποθέτηση που έκανα, η «ζαριά η καλή» που λέει ο Μπιθικώτσης, ήταν πράγματι καλή και σε όλα τα πήγα καλά στη ζωή μου.

Σας αρέσει το χιούμορ με τους πεθαμένους;

Δεν σας κατάλαβα…

Το μπλακ χιούμορ.

Όχι, καθόλου δεν μου αρέσει το μπλακ χιούμορ, ακόμη κι αν είναι πολύ κομψό. Προτιμώ να θυμάμαι καλές και ευχάριστες στιγμές με τους πεθαμένους και να τους κρατάω πάντα έτσι στη μνήμη μου. Έχασα πολλούς φίλους, ξέρετε, αλλά κάποια στιγμή χάναμε τα νεκροταφεία, τα μπερδεύαμε. Απ’ του Ζωγράφου στην Καισαριανή κι απ’ την Καισαριανή εδώ στο κέντρο! Κι όχι μόνο με έθλιψαν οι απώλειες, αλλά μου χάλασαν και την καθημερινότητα μου, διότι αυτοί ήταν η ίδια μου η ζωή. Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν θα ξαναμιλήσω τ’ απογεύματα με τον Κοντό, με τον Βαρβέρη, αυτό άλλαξε και τον τρόπο ζωής μου. Έπρεπε να κουραστώ πολύ και να περιμένω για να τον ξαναφτιάξω.

Ήταν μια συντριβή.

Μια συντριβή και αυτό που σας είπα πριν, ένας πολτός λύπης.

Δεν θα σας κρατήσω πολύ ακόμη, κύριε Μαρκόπουλε, γιατί θα σας κούρασα.

Αλήθεια το λέτε ή για να μη με στενοχωρήσετε; 

Την αλήθεια λέω.

Καλύτερα ήταν έτσι που έγινε αυτή η συνέντευξη, το αισθάνομαι! 

Ποιο είναι το καλύτερο βιολογικό τέλος που θα μπορούσε νά’χει ένας άνθρωπος;

Ήρεμο, να μαραίνεται σιγά – σιγά σαν τα φύλλα του δέντρου.

Αυτό το κάνει και το γήρας, όχι ο θάνατος.

Συνυφασμένα είναι αυτά, ξαδερφάκια (γελάει).

Σωστό κι αυτό.

Να φύγει ο άνθρωπος χωρίς «μακελέματα», όπως έχω ξαναπεί, χωρίς κρεβάτια χειρουργείου και νοσοκομείου, χωρίς μισό κορμί. Ένας φίλος που έφυγε από τη ζωή , μεγάλος άνθρωπος, μου είπε: «Γιώργο, θα ”φύγω”». «Έλα, βρε, σταμάτα, από που το κατάλαβες;» τον ρώτησα κι εγώ από αμηχανία. Και μου απαντάει: «Χαμηλώνει σιγά – σιγά η φωνή μου σαν τη φλόγα της λάμπας πετρελαίου που είχαμε μικροί»…

Τελευταία ερώτηση: Τι θα μαγειρέψετε σήμερα να φάτε;

Κάτι θα βρεθεί. Νομίζω, ζυμαρικά, πένες.

Τρώνε πένες οι ποιητές; Ενδιαφέρον! 

Βεβαίως! Πένες και πένες υπάρχουν! Τα πάντα τρώω (γέλια)

Κύριε Μαρκόπουλε, πολύ σας ευχαριστώ γι’ αυτή την κουβέντα.

Εγώ σας ευχαριστώ και σας είμαι ευγνώμων, γιατί πραγματικά μ’ αφήσατε ελεύθερο, με λύσατε και μίλησα ανοιχτά. 

Η Αλεξία Μπακογιάννη υπέβαλλε μήνυση στον Στέφανο Χίο– Καταγγέλλει φραστική επίθεση

Αλεξια

Η Αλεξία Μπακογιάννη υπέβαλλε μήνυση στον Στέφανο Χίο– Καταγγέλλει φραστική επίθεση

«Θερμό επεισόδιο» καταγράφηκε σε γνωστό καφέ της Αθήνας, το μεσημέρι της Τετάρτης, μεταξύ της Αλεξίας…