Η σκηνοθέτις Μάρσα Μακρή βιογραφείται αποκλειστικά στο koutipandoras.gr

Μία μικρού μήκους ταινία της που είχε αγνοηθεί παντελώς στο φεστιβάλ Δράμας το 2002 εστάλη μέσα σε ένα φάκελλο με το ταχυδρομείο στις Κάνες. Από την ίδια φυσικά. Ούτε ένα μήνα μετά δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τους Γάλλους που της έλεγαν ότι το ''Ταμένο'', εκείνη η 15λεπτη ταινία της, είχε εγκριθεί για το επίσημο διαγωνιστικό τμήμα και ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα! Σήμερα, τόσα χρόνια μετά η σκηνοθέτις Μάρσα Μακρή αξιώθηκε να ολοκληρώσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, τους ''Ιερόσυλους'', που - απ' ότι φαίνεται - σημειώνουν μία διεθνή απήχηση με πιο πρόσφατη τη βράβευση της για τη μουσική του Νίκου Ξυδάκη στο Otranto Film Fund Festival της Ιταλίας. Δε χρειάζεται εγώ να πω τίποτα άλλο, τα λέει πολύ καλύτερα η ίδια στην ακόλουθη μεγάλη συζήτηση που κάναμε λίγες μέρες πριν, αποκλειστικά για το koutipandoras.gr (φωτογραφίες: Δημήτρης Θεοδωρόπουλος)

5ba4c41b1dc5241f6b8b4586

Είχες την ευκαιρία να κάνεις σπουδές σημαντικές στην Αμερική, σε θέατρο και κινηματογράφο. Πόσο βασικές είναι οι ακαδημαϊκές σπουδές για έναν σκηνοθέτη στη σημερινή εποχή που ταινίες γυρίζονται ακόμη και με ένα iphone; 

Τώρα, για το σημαντικές δεν ξέρω. Για εμένα ήταν σημαντικές γιατί τον καιρό εκείνο η Ελλάδα με έπνιγε και είχα μια ακαταμάχητη ανάγκη να βρω τον εαυτό μου μέσα στην Τέχνη. Πριν ξεκινήσω τα ταξίδια μου ένας συγγενής μου κανόνισε να συναντήσω τον συγχωρεμένο Τάσσο Υφάντη. Μου είπε: ”Αν φύγεις τώρα, αν γυρίσεις πίσω δεν θα σε ξέρουν ή θα κάνουν πως δεν σε ξέρουν”. Αλλά όπως λένε οι Βρετανοί: ”Τα ταξίδια χτίζουν τη νεότητα”. ‘Ετσι πήρα το δισάκι μου στο ώμο ξανά και ξανά και ξανά και όντως συνάντησα ξεχωριστούς και γενναιόδωρους δασκάλους και ανθρώπους, όπως η εμβληματική guru Stella Adler στη σχολή της οποίας έμεινα για μια τριετία στη Νέα Υόρκη, σε μια “Post-Punk/No-wave” περίοδο μαγική. Μετά στην Καλιφόρνια και στο “καζάνι” του σινεμά. Οι σπουδές πάντως δεν έχουν σχέση με το “κινητό τηλέφωνο” που αναφέρεις, καθώς πρόκειται ουσιαστικά για έναν αισθητήρα super-8mm, ένα ενδιαφέρον,”μικρό” όμως, format για ειδική χρήση: η παιδεία πάντως που προκύπτει σε συνδυασμό φυσικά με την εμπειρία είναι ένα “όπλο” που σου επιτρέπει να αντιμετωπίσεις δημιουργικά – κυριολεκτικά – οποιαδήποτε συνθήκη, χωρίς να μπορεί τίποτα να σε σταματήσει. Eπανερχόμενη στο “κινητό” και το μικρό format, πιστεύω πως δεν σου επιτρέπει τον έλεγχο της σύνθεσης σε κάθε επίπεδο. Για μένα η αισθητική είναι η συντεταγμένη πάνω στην οποία αναπτύσσω αφηγηματικές πιθανότητες, αν θέλεις είναι και το ηθικό πλαίσιο όπως έχει πει και ο Αριστοτέλης μας: το σύγχρονο-ψηφιακό super-35mm είναι ένα format που συνδυάζει την “κληρονομιά” και τη λεπτότητα του ευγενούς 35mm-φιλμ, προσφέροντας στο δημιουργό φοβερές δυνατότητες στο επίπεδο της εικόνας και του ήχου φυσικά.   

Ποια είναι η γνώμη σου για το πέρασμα από το χημικό στο ψηφιακό σινεμά; 

Κοίτα, στα γυρίσματα των “Ιερόσυλων” ήταν η πρώτη φορά – μετά φυσικά από τα “χρόνια” του φιλμ – που μου δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσω με υψηλής ανάλυσης monitor/video-assist και μου άρεσε να χαριτολογώ λέγοντας ότι γεννήθηκα για το monitor. Καλό το φίλμ, υπέροχος ο κόκκος και η χρωματική παλέτα του, αλλά πλέον είναι (πάντα ήταν δηλαδή) “μπατζετικά”-απροσπέλαστο για τις δικές μας παραγωγές. Αν κάποιος ήθελε, για την τιμή των όπλων, να κάνει την τρέλα να μπει σ’ αυτή τη διαδικασία σήμερα θα χρειαζόταν πιθανά τετραπλάσιο προϋπολογισμό, ενώ όντως όπως ήδη ανέφερα οι σύγχρονοι ψηφιακοί αισθητήρες έχουν μια υπέροχη εικαστικότητα και απεριόριστες δυνατότητες επεξεργασίας εικόνας, που προσδίδουν δημιουργικά στην κινηματογραφική αφήγηση. Προσωπικά η ψηφιακή συνθήκη με απελευθέρωσε και εδώ θέλω να ευχαριστήσω όσους επαγγελματίες του χώρου με στήριξαν, με την άδολη συμπαράστασή και δοτικότητα τους. Είχα στη διάθεσή μου ότι καλύτερο σε επίπεδο μηχανής λήψης, όπως και ένα σετ με μοναδικούς φακούς, για την ακρίβεια το ίδιο σετ που χρησιμοποίησε κι ο αγαπημένος Werner Herzog στην τελευταία του ταινία. Παράλληλα εμβαθύναμε ιδιαίτερα στο περιβάλλον του post production, όπου όντως έγινε μια υποδειγματική δουλειά για την οριστική επεξεργασία της εικόνας, όπως και σε πολλά άλλα απαραίτητα στάδια της αποπεράτωσης. 

Σε νεαρή ηλικία με το καλλιτεχνικό σου όραμα ”ανά χείρας” γύρισες πολλές χώρες του κόσμου. Θα ήθελα να μοιραστείς αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια.

Τι να σου πρωτοπώ. 18 χρονών βρέθηκα στο Theatre Laboratorium του J.Grotowski, μετά από μια απίστευτη διαδικασία επιλογής. Η συνέντευξη έλαβε χώρα σ’ ένα χωριό της Νορμανδίας. Εποχές τότε που η επικοινωνία γινόταν με επιστολές και τηλεγραφήματα. Έφτασα στο Παρίσι με δανεικό backpack & sleeping bag, από το αεροδρόμιο στο τρένο, κρύο, χιόνι,παγωμένα ποτάμια έξω από το παράθυρο. Φτάνω στην Δουνκέρκη νύχτα. Μπροστά στο σταθμό ένα καφέ, πάω – τότε τα γαλλικά μου ήταν τα βασικά. Μου δίνει ο άνθρωπος δωμάτιο, για πρώτη φορά στη ζωή μου κοιμάμαι με πάπλωμα γεμισμένο με πούπουλα χήνας. Ξυπνάω αξημέρωτα για να πάρω το πρώτο λεωφορείο για Bredune. Βγαίνω έξω, το πεζοδρόμιο γυαλί. Έφτασα στη στάση περπατώντας στα τέσσερα. Φτάνω στο χωριό όπου μένω δύο μέρες. Μπαινοβγαίνουν νέοι και όχι και τόσο νέοι από όλο τον κόσμο. Συζητήσεις ξανά και ξανά με τον Teo Spychalski. Γυρίζω στην Ελλάδα, περιμένω και τρώω τα νύχια μου. Μετά από τρεις εβδομάδες λαμβάνω το τηλεγράφημα να είμαι στο Wroclaw σε 6 εβδομάδες. Βίζα, Aeroflot, Βαρσοβία, τρένο, Βρότσλαβ. Κυριακή, το Ινστιτούτο κλειστό. Όλα τα ξενοδοχεία πλήρη, οι Πολωνοί να μιλάνε μόνο Γερμανικά. Βρίσκω έναν ταξιτζή, τσάτρα-πάτρα συνεννοούμαστε. Πάει το ταξί και πάει-πάει, βγαίνουμε έξω από την πόλη, αρχίζω να φρικάρω. Φτάνουμε σε ένα φαραωνικό κατασκεύασμα ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά. To πρωί ξυπνάω, έξω από το παράθυρο ένα αχανές λιβάδι στο οποίο χοροπηδούν χιλιάδες μαύρα κοράκια. Σαν σκηνή από ταινία του Αντρέι Βάιντα. Γυρίζω στο Βρότσλαβ. Εκπληκτικές εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου, όπου θα μας γουλίσουν σαν τα χταπόδια για 16 ημέρες, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Εκτός από σκηνοθέτις, είσαι και μητέρα και μάλιστα ”επιτυχημένη” θα μπορούσα να πω. Ο ένας σου γιος είναι γνωστός ζωγράφος και ο άλλος φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Πιστεύεις πως η δημιουργία μίας ”σωστής” οικογένειας ήταν και μία τροχοπέδη στην καλλιτεχνική σου καριέρα;

Τώρα το “επιτυχημένη” και το “σωστή”…δεν λέμε: μεγάλη μπουκιά να φας, μεγάλο λόγο να μην λες; Τα παιδιά μας τα αγαπάμε και οι δύο πολύ, δεν σταθήκαμε ποτέ εμπόδιο ή κακόβουλα επικριτικοί στις ανάγκες τους. Βέβαια το να μεγαλώνεις παιδιά και να είσαι και στην Τέχνη στην πατρίδα μας, αν δεν έχεις την οικονομική επιφάνεια να στηρίξεις τον εαυτό σου και το έργο σου είναι αναπόφευκτο να μοιάζει με Σισύφεια τιμωρία.

Το 2003 συμμετείχες στο επίσημο διαγωνιστικό των Κανών με μία μικρού μήκους ταινία. Γνωρίζω πως εσύ και ο σύζυγος σου, ο δ/ντής φωτογραφίας Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, στείλατε την ταινία σε έναν φάκελλο με το ταχυδρομείο χωρίς σχεδόν καμία κρατική υποστήριξη. Ακούγεται σαν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Θέλω να μου αφηγηθείς ολόκληρη την ιστορία μαζί με το πρώτο τηλεφώνημα που σας έγινε από τις Κάνες.

Ναι, αφού λοιπόν στα φεστιβάλ εδώ έπρεπε να είμαστε ευτυχείς με την συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα, αλλά και τα “θεματικά”-ελληνικά του εξωτερικού όπου μας αγνόησαν, ήρθε αυτό το τηλεφώνημα Μεγάλη Τρίτη. Όπου δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε ο υπέροχος Christian Jeune και εγώ τον ρώταγα σε ποιό τμήμα έχει γίνει δεκτή η ταινία. Περίμενα να επισημοποιηθεί μέχρι την επόμενη μέρα που θα έβγαινε το δελτίο τύπου των Καννών και στη συνέχεια ενημέρωσα τους θεσμικούς φορείς της χώρας μας. Κάποια στιγμή, τώρα που υπάρχουν και τα social media σκέφτομαι να κάνω ένα ξεκαρδιστικό comic strip με αυτές τις θεσμικές επικοινωνίες σχετικά με την συμμετοχή μας τότε στις Κάννες.

Πρόεδρος της επιτροπής στις Κάνες τότε ήταν ο Εμίρ Κουστουρίτσα. Έχεις κάποια ιστορία από το εκεί παρασκήνιο;

Κάτι πολύ εντυπωσιακό για εμένα ήταν ο σεβασμός προς τους δημιουργούς από όλο το team του φεστιβάλ και η απαξία από τους δικούς μας. Δεν είχαν το ενδιαφέρον ούτε ένα καφέ να μου προσφέρουν ρε παιδί μου, έτσι πες από περιέργεια, για να δουν τι καπνό φουμάρω. Οι Κάννες είχαν επιλέξει 9 ταινίες για τη sélection-officielle, από 1700 υποβολές από όλο τον κόσμο. Υπήρχαν 5 γυναίκες και 4 άντρες στις υποψηφιότητες για τον ”Χρυσό Φοίνικα”. Ο “φίλος” μας ο Εμίρ έδωσε το Χρυσό Φοίνικα στον Αυστραλό και το βραβείο της επιτροπής στον γιο του Solanas. ME TOO, που λένε … δεν έδωσε ούτε μια μνεία, έτσι για τα μάτια, που μπορούσε να είχε δώσει δυο όπως είθισται.  

Γνώμη μου είναι πως τις ταινίες σου διαπερνά η πιο ”γόνιμη ελληνικότητα”, αν υφίσταται ο όρος, με αναφορές στη λογοτεχνία, την ποίηση, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Γνωρίζεις, φαντάζομαι, πως υπηρετείς έναν κινηματογράφο προσωπικό, ιδιοσυγκρασιακό έως και ”δύσκολο” για τον μέσο θεατή. Δεν θα ξεχάσω την Εύα Κοταμανίδου που βγαίνοντας από μία προβολή ταινία σου, σου είπε το εξής: ”Απ’ όσες ταινίες είδα, το δικό σου σινεμά μ’ ενδιαφέρει”. Θα ήθελα τα σχόλια σου επ’ αυτού.

Νά ‘ναι καλά η Εύα, τι καλά που μου το θύμισες. Εμείς οι “ιδιοσυγκρασιακοί” χρειαζόμαστε που και που μια καλή κουβέντα. Κοίταξε αυτό που λες τόσο γενναιόδωρα “γόνιμη ελληνικότητα” και που προτιμώ να αποκαλώ “ελληνικό ιδίωμα” είναι για εμένα, φαντάσου σαν ένας διάφανος φακός, μια ατμόσφαιρα μέσα στην οποία υπάρχω ή καλύτερα ένα σύνολο φίλτρων των ζητημάτων που με απασχολούν, που με προκαλούν, που με εμπνέουν και που εντέλει παρεμβάλλονται στον τρόπο γραφής μου, ο οποίος είναι ένα work in progress, ανάλογα και με όσα φέρνει η ζωή και οι δυνατότητες που μου παρέχονται. Τώρα, η “δυσκολία”… Τι να σου κάνει και ο μέσος θεατής. Του έχουν κάνει τα μυαλά κουρκούτι. Υπάρχει έστω μια σοβαρή εκπομπή συζήτησης για την τέχνη; Άσε και γενικότερα την υποστήριξη στο ελληνικό σινεμά. Παρόλα αυτά από ότι είδα και στην Θεσσαλονίκη, η ταινία μου Ιερόσυλοι άρεσε και στους νέους κριτικούς, ενώ και από το κοινό ήρθαν άνθρωποι όλων των ηλικιών να μου μιλήσουν με θερμά λόγια. Μετά από 100 χρόνια κινηματογραφικής ιστορίας, τα βασικά μαθαίνονται εύκολα. Για αυτό πια, αν έχεις προσέξει και στο Hollywood οι περισσότερες παραγωγές υποβαθμίζουν το όνομα του σκηνοθέτη. Έχουμε τα φράγκα, έχουμε τους σταρ, έχουμε τα μέσα, έχουμε τα εφέ, έχουμε την διανομή, γενικό, μεσαίο, κοντινό, car chase κτλ. Να ‘την η ταινία. Σιγά τα κολοκύθια. Βλέπω όμως με χαρά τα τελευταία χρόνια να γυρίζονται ταινίες με αφηγηματική πρωτοτυπία, ακόμη και mainstream ταινίες όπως το Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει (Que dios nos perdone , 2016) του Ισπανού Rodrigo Sorogoyen, όπου σκοτώνεται ο πρωταγωνιστής της ταινίας πάνω στην κορύφωση και αναλαμβάνει ο δεύτερος ρόλος. Αυτή είναι μια τολμηρή κίνηση που μόνον ένας Ευρωπαίος μπορεί να κάνει.

Αν ένας άλλος Έλληνας σκηνοθέτης είχε συμμετάσχει στο επίσημο διαγωνιστικό των Κανών το 2003, πιθανώς δεκαπέντε χρόνια μετά να είχε κάνει τρεις μεγάλου μήκους ταινίες και όχι μία, όπως εσείς. Με το χέρι στην καρδιά, που πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η ”αργοπορία” από σένα; Μπορεί βέβαια να μην οφείλεται και ”από σένα”…

Όχι βέβαια! Βεβαίως και δεν οφείλεται σε εμένα. Μετά τις Κάννες έκανα δύο ακόμη μικρού μήκους ταινίες. Αυτό το κομμάτι έχει πολύ ενδιαφέρον, αλλά βαριέμαι να μπώ σε αυτή την ιστορία τώρα. Ίσως κάποια άλλη στιγμούλα στο μέλλον, για να ξέρουν και οι νέοι τι τους περιμένει. Στη συνέχεια υπέβαλλα ένα φάκελο για παραγωγή με την συγχωρεμένη την Suzy Tassios, σε σενάριο με τον Λευτέρη Μαυρόπουλο, αλλά στο ΕΚΚ δεν μας κάλεσαν ούτε για interview. Μετά τα ξέρεις. Μας πήρε όλους ο διάβολος και μας σήκωσε. Για να γυριστεί αυτή η ταινία με τα φιλοδωρήματα, το μαύρο της ΕΡΤ και όλα τα άλλα μας πήρε επτά χρόνια.

Να σου πω και κάτι ακόμη: Αίσθηση μου είναι πως ως σκηνοθέτις δεν χωράς στην Ελλάδα. Δεν είναι δυνατόν εδώ να κάνεις ταινίες που περνάνε στο ”ντούκου” σε φεστιβαλικό επίπεδο και να μη μπορείς να ”εξαργυρώσεις” την επίσημη συμμετοχή στις Κάνες. Με συγχωρείς για το ύφος, αλλά δε θεωρώ αξιοκρατικό, ούτε καν σωστό, να δικαιώνεσαι στο εξωτερικό κι εδώ σχεδόν να φιμώνεσαι.

Δεν πάω πουθενά, πουθενά. Εδώ θα μείνω! Έλα βρε Αντώνη, ίσως δεν τους ήταν αρκετή η συμμετοχή από το πουθενά στο επίσημο διαγωνιστικό, ήθελαν και τον χρυσό φοίνικα. Θυμάμαι και τους συναδέλφους σου δημοσιογράφους, ”συμμετοχή στο Cinéfondation (παράλληλο πρόγραμμα)” o ένας, ”έφυγε ενδιαφέρουσα η ταινία για τις Κάννες και γύρισε συμπαθητική” για τον άλλο και πάει λέγοντας. Ξέρεις πως έχουν τα πράγματα. H φιλοσοφία είναι όσο λιγότεροι, τόσο καλύτερα. Αλλά τι να λέμε, εδώ είδα πρόσφατα στο BBC μια παρουσίαση της Sally Potter και έλεγε πως μετά την προβολή της πρώτης της ταινίας, ένας κριτικός βγήκε και την έφτυσε κατάμουτρα.

Δε θέλω να βγει η συνέντευξη μιας ”αδικημένης σκηνοθέτιδας”, καθώς έχεις ήδη καταφέρει πάρα πολλά μόνη σου, ολομόναχη, η αλήθεια είναι. Ανέκαθεν συμβάδιζε ο καλλιτέχνης με τη μοναξιά του;

Αισθάνομαι πλήρης και υπερήφανη με την καλή έννοια. Δεν κινήθηκα ποτέ έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά μου. Δεν ρουφιανεύω, δεν υποσκάπτω, είμαι αυτή που είμαι και σε όποιον αρέσω και δεν αισθάνομαι καθόλου μόνη. Αν εννοείς το ότι κάτι γελοίοι που ψοφάνε για κύρος και δαγκώνουν τις θεσμικές καρέκλες και δεν ξεκολλάνε με καμία κυβέρνηση, δεν με θέλουν στην παρέα τους, σιγά τα πρόσωπα. Εάν υπήρχε μια πολιτική με γνώση και όραμα για τον πολιτισμό θα βλέπαμε που θα βρίσκονταν.

Στους ”Ιερόσυλους” κατάφερες να φτιάξεις μια εικόνα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας με αναφορές στη Μεταπολιτευτική ιστορία, από τη χούντα του Παπαδόπουλου μέχρι την πασοκική εποχή και τη σημερινή άνοδο του εθνικισμού. Υπάρχει ένα έντονο διάχυτο μπλακ χιούμορ καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας… εδώ θέλω να μιλήσεις και για την συν-συγγραφή του σεναρίου με τον Χατζηγιαννίδη.

Ναι, το ζητούμενο ήταν ακριβώς αυτό, να αποδοθεί το χάος, η σύγχυση, η απόγνωση, οι απέλπιδες προσπάθειες, οι χαμένες ελπίδες. Κάτι σκοτεινό σαν θρίλερ, που ίσως όπως ο Τσέχωφ χαρακτήριζε κωμωδίες, αποτυπώνει το φευγαλέο των ανθρώπινων. Μου αρέσει να περιγράφω την ταινία σαν μια ρόκο-μπαρόκο κωμωδία στερεότυπων. Για το πως οι άνθρωποι οικειοποιούνται μεγάλες έννοιες και ιδέες καθιστώντας και τους ίδιους και τις ιδέες τρελοκομείο. Όταν άρχισα να γράφω τις πρώτες σκέψεις μου για αυτή την ιστορία, ξαφνικά λέω: βρε, αυτό είναι σαν Χατζηγιαννίδης. Γοητευτικοί – αποκρουστικοί χαρακτήρες, κρυμμένα πράγματα…Έτσι του τηλεφώνησα. Ο Βαγγέλης έχει ένα απίστευτα λεπτό και διεισδυτικό χιούμορ, είναι ένας αγαπημένος συγγραφέας και ένας πολύτιμος συνεργάτης. Η συνεργασία μας υπήρξε πραγματικά υπέροχη, όπως υπέροχο είναι και το σενάριο παρά το γεγονός πως γράφτηκε τσαμπέ-ολέ, μιας και στη τελική όπως μου είπε και μια παραγωγός πρόσφατα: ”Εσείς δουλεύετε για την δόξα”…

Τι ρόλο παίζει η μουσική στις ταινίες σου; Έχεις βραβευθεί ξανά στο παρελθόν για τη μουσική ταινίας σου. Εδώ είχες την τύχη να δουλέψεις με έναν κορυφαίο Έλληνα συνθέτη. Πως ήταν η συνεργασία σε δημιουργικό και πρακτικό επίπεδο;

Υπάρχει μια συζήτηση σχετικά με την χρήση της μουσικής στον κινηματογράφο, υπάρχει η νέα αμερικανική σχολή που η μουσική λειτουργεί σαν υπόκρουση και τρέχει σαν υποδόριο χαλί όλη την διάρκεια της ταινίας, υπάρχει η σχολή Bella Tarr όπου η μουσική αντιμετωπίζεται σαν μια περιττή συναισθητική παράμετρος. Και μετά είναι και η ευρωπαϊκή προσέγγιση, όπου η μουσική συμπληρώνει στοιχεία στην αφήγηση, όχι απαραίτητα συναισθητικά, όσο περισσότερο ενισχύοντας τον αισθητικό καμβά της αφήγησης. Στην περίπτωσή μας ήθελα να πάω all the way που λένε με την μουσική, να υπάρχει η μουσική σαν ακόμη εφάμιλλο στοιχείο όσων συνθέτουν την κινηματογραφική γλώσσα και όχι σαν υπόκρουση. Και όπως η ταινία απαρτίζεται από σκηνές en-bloque, οι οποίες είναι αυτόνομες και απροσδόκητες χωρίς να διαταράζουν την ροή της αφήγησης, έτσι και η μουσική του Νίκου ακολουθεί με τον ίδιο τρόπο. Κάθε σκηνή έχει το δικό της ήχο, το δικό της χρώμα, το δικό της φως. Η σύνθεση στέκεται παράλληλα στην εικόνα, δεν υποβοηθά, δεν υπονοεί, δεν “ακομπανιάρει” να το πούμε. Αυτό που καταφέραμε με τον Νίκο Ξυδάκη, ένας υπέροχος πολύτιμος συνεργάτης, είναι κάτι που από την πρώτη στιγμή μας γέμισε ικανοποίηση και χαρά. Ο Νίκος είναι ένας πλήρης και ολοκληρωμένος συνθέτης από όλες τις απόψεις και με σπάνιο αισθητικό κριτήριο.

Λίγα λόγια για την εμπειρία σου από το πρόσφατο Otranto Film Fund Festival

Δεν έχουμε τη δυνατότητα σε μια ουσιαστικά χειροποίητη “κατασκευή” χαμηλού προϋπολογισμού, να καταβάλλουμε 50/100 ευρώ για κάθε υποβολή σε φεστιβάλ, συνθήκη που δυστυχώς επικρατεί ως αποτέλεσμα της ψηφιακής τεχνολογίας που εκτόξευσε την παραγωγικότητα οπτικοακουστικού προϊόντος, με αποτέλεσμα πολλαπλάσιο αριθμό υποβολών αλλά και νέων δομών φεστιβάλ που για να επιβιώσουν “χρεώνουν” τα περίφημα – συχνά εξωφρενικά επίσης – entry-fees. Συνεπώς “σεμνά”, όπου είναι εφιτκόν κινούμεθα. Ως τώρα μας επέλεξαν και σε ένα έξοχο θεματικό φεστιβάλ στην Αργεντινή στο Festival Internacional ADF-LUMITON de Fotografía Cinematográfica και φυσικά στο πρόσφατο Otranto Film Fund Festival. Προβλέπεται επίσης και από γραφείο της Hellas-Film του ΕΚΚ, η αποστολή σε διάφορα φεστιβάλ, έτσι δε μας “προέκυψε” το υπέροχο Otranto. Είναι απίστευτο πως ξεχώρισε αυτός ο άγγελος μου, η Stefania Rocca, την ταινία μου και βρεθήκαμε ξαφνικά με όλη σχεδόν την χιλιοβραβευμένη Ευρωπαϊκή παραγωγή, ταινίες που η λίστα συμπαραγωγών τους είναι μεγαλύτερη από την σύνοψη. Αυτά τα έχεις περιγράψει πολύ όμορφα στο πρόσφατο άρθρο σου.

Εύχομαι ολόψυχα καλή συνέχεια στα σχέδια σου!

Νά’σαι καλά, Αντώνη. Συνεχίζουμε!  

Η Αλεξία Μπακογιάννη υπέβαλλε μήνυση στον Στέφανο Χίο– Καταγγέλλει φραστική επίθεση

Αλεξια

Η Αλεξία Μπακογιάννη υπέβαλλε μήνυση στον Στέφανο Χίο– Καταγγέλλει φραστική επίθεση

«Θερμό επεισόδιο» καταγράφηκε σε γνωστό καφέ της Αθήνας, το μεσημέρι της Τετάρτης, μεταξύ της Αλεξίας…