Η αλήθεια είναι πως εκείνοι οι παράγοντες του τίτλου τούτου του κειμένου δεν έχουν και πολύ μεγάλη σχέση με την αξιοθαύμαστη πρωτοβουλία πριν το ντέρμπι του Ολυμπιακού. Αυτή ανήκει στον Γιώργο Μπαντή και στους υπόλοιπους από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών. Στους ανθρώπους που έχουν φέρει νέο αέρα και πέραν του ότι έχουν γίνει η φωνή του ποδοσφαιριστή με δράσεις και ενέργειες για καταστάσεις δύσκολες στο χώρο τους, όπως για παράδειγμα η απουσία ασφάλειας στους παίκτες των χαμηλότερων κατηγοριών, φέρνουν ξανά το ποδόσφαιρο κοντά στον ρόλο που οφείλει να έχει απέναντι στην κοινωνία. Απέναντι σε εκείνους, στους οποίους χρωστά την δημοτικότητά του. Έτσι, πριν το ντέρμπι του Ολυμπιακού με τον ΠΑΟΚ πήγαν σε σχολείο του Πειραιά με έναν ποδοσφαιριστή των «ερυθρολεύκων» και έναν των «ασπρόμαυρων», τον Κούτρη και τον Πασχαλάκη αντίστοιχα.
Μίλησαν στα παιδιά, τα οποία μόλις είδαν τον «αντίπαλο» πήγαν κοντά του, τον ακούμπησαν, του μίλησαν, του έδωσαν το χέρι και στο τέλος κατάλαβαν πως βρίσκεται απέναντι μόνο για ενενήντα λεπτά. Άπαντες αποθέωσαν την πρωτοβουλία, κατάλαβαν πως ήρθε ο καιρός για μια διαφορετική προσέγγιση των ντέρμπι. Εκτός από συγκεκριμένους παράγοντες των δύο συλλόγων που τσακώνονταν πριν, με σκόρπια λόγια για ντοπαρισμένους ποδοσφαιριστές. Και την ημέρα του αγώνα, το pregame ήταν διαφορετικό από τις άλλες φορές. Έγινε με την κυρία Πόπη, τη μητέρα του Γιάννη, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή στα τσιμέντα της Θύρας 7, στην τραγωδία του ’81. Και με τον Ηλία, ο οποίος ήταν στο μοιραίο πούλμαν των Τεμπών. Οι ποδοσφαιριστές των δύο ομάδων μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο κρατώντας ένα πανό που έγραφε «ποτέ ξανά» και τους αριθμούς “21” και “6”, οι οποίοι σημάδεψαν τους δύο συλλόγους. Δεν αφορούσαν φυσικά τίτλους, μα θύματα.
Η δεύτερη πρωτοβουλία άνηκε στις δύο ομάδες. Αλλά και η πρώτη, αν δεν υπήρχε η συνεργασία τους, δε θα μπορούσε να υλοποιηθεί και στο τέλος οι περισσότεροι δε θα μάθαιναν καν τον σχεδιασμό της. Κι όμως, λίγο πριν γίνει η δεύτερη, το πούλμαν της αποστολής του ΠΑΟΚ δεν έφτασε ποτέ στα αποδυτήρια. Βρήκε χαλασμένη πόρτα, η αποστολή περπάτησε, δέχθηκε επίθεση από γκρουπ οπαδών, μπήκαν στη μέση τα ΜΑΤ, υπήρξαν συμπλοκές. Καταγγελίες για διαπιστευμένους με κουκούλες, χτυπημένους ποδοσφαιριστές, προπηλακισμούς. Τους ίδιους ποδοσφαιριστές που έδειξαν σωστή συμπεριφορά στο γήπεδο, τους ίδιους που είδαν έναν συμπαίκτη τους να παίρνει με χαρά το αεροπλάνο για να κατέβει στον Πειραιά, να μιλήσει στα παιδιά και να τους βάλει το σπόρο πως το ποδόσφαιρο είναι εδώ για να ενώσει. Στο ημίχρονο, καταγγέλθηκε από τους φιλοξενούμενους προσπάθεια εισβολής στα αποδυτήρια των διαιτητών με «φουσκωτούς». Το πρώτο χτύπημα έγινε λίγο πριν υλοποιηθεί μέσα στο γήπεδο η ενέργεια-τομή για τα θύματα των δύο ομάδων, διοργανωμένη από τις ίδιες τις ομάδες και το δεύτερο μόλις 45 λεπτά μετά, όταν το υπέροχο video ταξίδευε από οθόνη σε οθόνη, από φίλαθλο σε φίλαθλο.
Είναι οι ίδιες ομάδες, που στην εβδομάδα που προηγήθηκε και -όπως φάνηκε- σε αυτή που ακολούθησε το ντέρμπι είχαν τη δική τους στρατηγική για την εξουδετέρωση του αντίπαλου. Οι ίδιες, που μπροστά στο power game για την κυριαρχία στο παιχνίδι έξω από τις γραμμές του γηπέδου, αδυνατούν να κατανοήσουν πως είναι τελικά απλό να δώσουν άλλη αξία στο ίδιο το προϊόν, να κάνουν τον κόσμο να τις χειροκροτήσει. Όχι μόνο εκείνους που φορούν κουκούλες, αλλά όλους, ακόμα και τους ουδέτερους. Και είναι σοκαριστικό να καταλαβαίνει κανείς πως το έκαναν και οι ίδιες, δίνοντας για μερικές στιγμές μια ψευδαίσθηση κανονικού ποδοσφαίρου. Μέχρι να ξυπνήσουν πάλι οι άθλιες λυσσασμένες ορδές. Να βγουν ρεπορτάζ από το κανάλι του ενός, για τις υπόγειες διαδρομές του άλλου. Να αρχίσουν και πάλι τα «μαχαιρώματα», οι καταγγελίες, τα δικαστήρια. Που μάλλον ξανά δε θα οδηγήσουν πουθενά.
Στο τέλος αυτό που μένει είναι οι εντυπώσεις, που για κείνους έχουν μεγαλύτερη σημασία από το αθλητικό αποτέλεσμα. Εξού και οι επενδύσεις σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σε επικοινωνιακά επιτελεία και σφαίρες επιρροής. Και αντί να καλλιεργείται ο ποδοσφαιρικός πολιτισμός που πασχίζουν να φτιάξουν όσοι επιμένουν να βλέπουν τη φωτεινή πλευρά της μπάλας, κυριαρχεί ο φανατισμός, που κάνει τις όμορφες ενέργειες του ντέρμπι να χαθούν στη λήθη, «οπλίζοντας» εκείνους που περιμένουν σαν έτοιμοι από καιρό.
Πώς το τραγουδούσαν οι Τρύπες; «Σκούζουν και σφάζονται για ένα καλύτερο χθες, μα οι σημαίες τους ανεμίζουν βρωμερές και νικημένες». Νικημένο, στο τέλος μένει και το ελληνικό ποδόσφαιρο, που βυθίζεται όλο και χαμηλότερα. Και η ήττα γίνεται χειρότερη, όταν φροντίζουν να δείξουν ότι τα βήματα προς την άλλη κατεύθυνση είναι πράγματι εφικτά…