Η πολιτιστική διπλωματία της Μιμής Ντενίση

Μία εκδήλωση για τη Σμύρνη στην ελληνική πρεσβευτική κατοικία του Λονδίνου και ακόμη μία με προβολή του φιλμ «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση στην αίθουσα της τελετής απονομής των βραβείων BAFTA

284496549 5115897845196915 7829532974468961504 n

Η είδηση δεν απασχόλησε κανένα από τα ελληνικά ΜΜΕ, αφού δεν βασιζόταν στο τρίπτυχο αίμα – δάκρυα – σκάνδαλο (ειδικά με τα σκάνδαλα, βέβαια, δεν τα πάνε καλά τα ΜΜΕ μας), αλλά σε μία προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό που έγινε αφορμή για ν’ ακουστούν ωραία πράγματα και, μάλιστα, διακριτικά, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Και εξηγούμαι: Βρέθηκα στο Λονδίνο την περασμένη εβδομάδα και δεν μπορούσα να μην αποδεχτώ την πρόσκληση της Μιμής Ντενίση για να παρευρεθώ σε δύο τιμητικές εκδηλώσεις που αφορούσαν την ίδια και την ταινία της, «Σμύρνη μου αγαπημένη», η οποία ταινία ναι μεν αγνοήθηκε στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (καμία έκπληξη), έκοψε όμως πολλά εισιτήρια εν μέσω πανδημίας και, βασικά, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον όλων για μία ιστορική περίοδο που μόνο περιστασιακά και συμφεροντολογικά απασχολεί συνήθως τους πολιτικούς και τους εκάστοτε κυβερνώντες. Αυτή είναι η δυσάρεστη αλήθεια και σ’ όποιους αρέσει…

 

Σέβομαι και εκτιμώ τη Μιμή Ντενίση για ένα και μόνο λόγο: Ό,τι έχει κάνει, το έχει καταφέρει μόνη της με σκληρή, σκληρότατη θα έλεγα, δουλειά, έχοντας καταφέρει επίσης να συσπειρώσει γύρω της ένα team αξιόλογων ανθρώπων, συνεργατών της, που πίνουν νερό στ’ όνομα της. Αυτό διόλου αμελητέο δεν είναι σε περιόδους δύσκολες που πολλοί ηθοποιοί κάνουν πρόβες και παίζουν σε παραστάσεις ή και σε ταινίες απλήρωτοι, παρά το υποτιθέμενο κραταιό χρηματοδοτικό καθεστώς που συνήθως είναι πίσω από μεγάλες – γκράντε που λένε – παραγωγές. Στις δουλειές της Ντενίση δεν ισχύει αυτό, όλοι είναι ευχαριστημένοι, από το πιο μεγάλο ως το πιο μικρό «όνομα», ενώ κι η ίδια είχε μιλήσει σχετικά στη μεγάλη συνέντευξη της για το Docville του Documento που αναδημοσιεύτηκε από το koutipandoras.gr.

Και κάτι ακόμη πολύ βασικό: Η Ντενίση δεν αυτοθαυμάζεται, δεν βαυκαλίζεται και έχω την αίσθηση πως γνωρίζει καλά ποια είναι και τι δυνατότητες έχει. Δεν θα μπορούσε να έχει ειδοποιήσει η ίδια τα κανάλια, να έχει στείλει ένα δελτίο Τύπου γι’ αυτά τα δύο events που έλαβαν χώρα στην αγγλική πρωτεύουσα; Να το πω κι αλλιώς, δεν θα μπορούσε να υπάρχει μια αντιπροσωπεία του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού για κάτι που δεν συμβαίνει συχνά στο εξωτερικό και που συνδυάζει τον πολιτισμό με την ιστορία; Τέλος πάντων, εδώ κανένας δεν ασχολήθηκε με το πρόσφατο κορυφαίο κινηματογραφικό βραβείο της συνθέτριας Ελένης Καραΐνδρου, επομένως πολλά ζητάω μάλλον και ας αρκεστώ ευθύς αμέσως στη δική μου δουλειά και εν προκειμένω στο review από τη Δευτέρα 30/5 και την Τρίτη 31/5 στο Λονδίνο. 

Η εκδήλωση της 30ής Μαΐου πραγματοποιήθηκε στην ελληνική πρεσβευτική κατοικία του Λονδίνου, παρουσία συνεργατών της Ντενίση, του Έλληνα πρέσβη Ιωάννη Ε. Ραπτάκη και άλλων σημαντικών εκπροσώπων της ομογένειας. Ένας απ’ τους βασικούς λόγους που πήγα στην εκδήλωση, ξέχωρα απ’ την πρόσκληση της Ντενίση, ήταν γιατί ήθελα να παρακολουθήσω τη διάλεξη του Βρετανού ιστορικού και πρώην πρέσβη στην Ελλάδα (1996 – 1999), Sir Llewelyn Smith. Ο Smith είναι συγγραφέας τριών βιβλίων για τη χώρα μας: «The Great Island: A Study of Crete» (1965), «Ionian Vision: Greece in Asia Minor, 1919–1922» (1973) και «Athens: A Cultural and Literary History» (2004). Στην ομιλία του με αφορμή την ταινία «Σμύρνη μου αγαπημένη», ο Smith απέδωσε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής προκαλώντας τις ερωτήσεις ενός κοινού που μάλλον ελάχιστα γνώριζε για την μικρασιατική καταστροφή. Ανατρέχω πάλι στη συνέντευξη της Ντενίση και σταχυολογώ μερικές φράσεις της: «Ξέρετε πως όταν μίλησα στον ΟΗΕ, δεν είχαν ιδέα για το θέμα της Μικρασίας, της Σμύρνης και του Πόντου; Και μιλούσα με πρέσβεις, που με ρωτούσαν ”Σοβαρά, έγιναν αυτά;” Οι μόνοι που γνώριζαν, ήταν ο Αρμένης, ο Άγγλος, ο Γάλλος και ο Βούλγαρος. Οι άλλοι μου λέγανε ”Δεν μας μίλησε ποτέ κανένας πολιτικός γι’ αυτά” και είχα τρελαθεί. Δεν είναι ελλειμματική πολιτιστική – πολιτική; Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να την έχει;» Αυτά βέβαια δεν τα επανέλαβε στην εκδήλωση στο Λονδίνο η Ντενίση όταν πήρε το λόγο μετά τον Smith. Προτίμησε – και ορθώς έπραξε – να κάνει έναν ιστορικό διάλογο με τον Βρετανό ελληνιστή χωρίς να αναφερθεί στην ταινία της, λειτουργώντας έτσι περισσότερο σαν μια πολιτιστική Ελληνίδα διπλωμάτης και λιγότερο σαν μία καλλιτέχνιδα που τιμάται για τη δουλειά της σε μια ξένη χώρα. Μακάρι να είχαν κι άλλοι Έλληνες καλλιτέχνες τέτοια έλλειψη περιαυτολογίας κάθε φορά που τους τιμούν στο εξωτερικό.

Την επόμενη μέρα, Τρίτη 31 Μαΐου, πραγματοποιήθηκε η προβολή της ταινίας «Σμύρνη μου αγαπημένη». Στην αίθουσα που γίνεται κάθε χρόνο η τελετή των βρετανικών Όσκαρ, των βραβείων BAFTA, στο Πικαντίλι του Λονδίνου. Δεν νομίζω να παρευρισκόταν άλλος Έλληνας συνάδελφος από κάποιο δικό μας μέσο. Εκεί ήταν όμως ο αρχισυντάκτης του «The Independent», Doug Wills, ο Adrian Filo από το BBC, η Cecile Faure από το C14 Media, καθώς και ανταποκριτές από ΜΜΕ της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ινδίας. Μέσα στο πλήθος, διότι πάνω από 700 άτομα προσήλθαν στην προβολή, διέκρινα το ζεύγος Al Fayed, τις ηθοποιούς Susan Hampshire Κατερίνα Γερονικολού, μέλη του καστ της ταινίας, την πρόεδρο των Φίλων Κέντρου Δελφών, Δήμητρα Φιλίππου, τη Χρυσάνθη Λαιμού, αλλά και τον ηθοποιό Richard Mc Cabe, που γνωρίσαμε μέσα από τις συμμετοχές του σε ταινίες σαν το «Μια βραδιά στο Notting Hill» (1999), το «Vanity Fair» (2004) και το «The Duchess» (2008). Ο φακός του κινητού μου συνέλαβε τη Ντενίση με τον Mc Cabe να συζητάνε λίγο πριν την έναρξη της προβολής.

Την προβολή προλόγισε ο παραγωγός της ταινίας, Διονύσης Σαμιώτης, ενώ λίγα λόγια είπε και η Μιμή Ντενίση κυρίως πάλι για το ιστορικό πλαίσιο, στο οποίο διαδραματίζεται η ταινία, και όχι για την ταινία καθ’ αυτή. Η τελική αίσθηση ήταν αυτή ενός μαθήματος ιστορίας που θα έπαιρνε μαζί του το ξένο ως επί το πλείστον κοινό της αίθουσας και όχι της θέασης μιας απλής ταινίας. Και μεταξύ του κοινού, εκτός απ’ τα προαναφερόμενα ονόματα, η διπλωματία είχε την τιμητική της με την παρουσία των πρεσβευτών της Κύπρου, της Αρμενίας, της Γαλλίας και του Βελγίου στο Λονδίνο. 

Κατά ένα ολόκληρο εικοσάλεπτο μίκρυνε σε διάρκεια η ταινία με το σενάριο της Ντενίση και την εξαιρετική σκηνοθεσία του έμπειρου Γρηγόρη Καραντινάκη. Για λόγους φιλμικής οικονομίας αφαιρέθηκαν ορισμένες σκηνές που χάρισαν περισσότερο ρυθμό στην αφήγηση – μια λεπτομέρεια που θα «έπιασαν» μόνο όσοι είχαν δει την ταινία στη διανομή της στις ελληνικές αίθουσες.

Την προβολή δεν ακολούθησε καμία δεξίωση. Υπήρχε μία ταπεινότητα που κατά τη γνώμη μου είχε να κάνει με το χαρακτήρα της εκδήλωσης, δηλαδή την ιστορική ανάδειξη και όχι το σύνηθες θεαθήναι των σελέμπριτις, Ελλήνων και ξένων. Γι’ αυτό ίσως αμέσως μετά το τέλος της ταινίας, σχηματίστηκαν πηγαδάκια από ανθρώπους που ήθελαν να συγχαρούν την Ελληνίδα πρωταγωνίστρια και να ανταλλάξουν μαζί της μερικές κουβέντες.

Όσο για μένα, το χάρηκα πραγματικά που ήμουν εκεί και που περιπλανήθηκα κυριολεκτικά σ’ έναν χώρο ταυτισμένο με σημαντικές στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Βγαίνοντας στη λονδρέζικη ψύχρα και περιμένοντας ταξί, σκεφτόμουν πόσο σημαντική είναι η προβολή της ιστορίας του νεότερου ελληνικού κράτους σε ανθρώπους ξένους και ενδεχομένως αμύητους σε συμβάντα και καταστάσεις που έτυχε απλά να μην έχουν συμβεί μια φορά κι ένα καιρό στη «γειτονιά» τους. Να γιατί οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις έπρεπε να έχουν τύχει μιας κανονικής κάλυψης από τα εγχώρια ΜΜΕ και να γιατί, επίσης, η Μιμή Ντενίση αναδεικνύεται σε μία καλλιτέχνιδα, η οποία γνωρίζει καλά και από διπλωματία.