Η πιο απολαυστική συνέντευξη του Λευτέρη Πανταζή

Ένα συναρπαστικό οδοιπορικό στον κόσμο της νύχτας με οδηγό τον τραγουδιστή Λευτέρη Πανταζή και συνοδηγό τον Αντώνη Μποσκοΐτη.

5bb550461dc524671d8b4578

 

Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη

Που πας;” με ρώτησε ο ταξιτζής που με πήγαινε στην περιοχή της Βουλιαγμένης. ”Στον Λευτέρη Πανταζή για συνέντευξη” του απάντησα. ”Να του πω ένα γεια έστω;” με ρώτησε. Κι όταν τηλεφώνησα λίγο αργότερα του τραγουδιστή για να τον ενημερώσω ότι είχα φτάσει, μου είπε εντελώς αυθόρμητα: ”Πες και του ταξιτζή να έρθει απάνω μαζί σου να τον χαιρετίσω”. Έτσι και έγινε! 

Βορειοηπειρώτης στην καταγωγή ο ταξιτζής, καλό ανθρωπάκι φαινομενικά, άρχισε να μιλάει με τον Πανταζή για μία συναυλία που είχε δώσει κάποτε στην Αλβανία. Απερίγραπτη η χαρά του που συνομιλούσε με έναν καλλιτέχνη που προφανώς γνώριζε καλά και εκτιμούσε. Εν συνεχεία, ο Πανταζής μου έκανε μία μικρή ξενάγηση στον εντυπωσιακό προσωπικό του χώρο: Ιδιόκτητη πισίνα, βεράντες με θέα τη θάλασσα, όλοι οι πλατινένιοι και χρυσοί δίσκοι του σε 38 χρόνια καριέρας, τα βραβεία του, ένας σπάνιος πίνακας του Τσαρούχη, εικαστικά έργα – δωρεές θαυμαστών του, ένα μεγάλο στούντιο με τζουκ – μποξ (”εδώ μεγάλωσε η κόρη μου” με ενημέρωσε), αλλά και ένα ολόκληρο βεστιάριο με τα κοστούμια του συγκεντρωμένα – κι αυτά από τα 38 χρόνια της αδιάκοπης παρουσίας του στις μεγαλύτερες νυχτερινές πίστες. Πίστευα εξ αρχής και δεν έπεσα έξω πώς θα είχε τρομερό ενδιαφέρον μία συνέντευξη με τον περιβόητο ”LE PA”. 

Ο Πανταζής είναι κατά ένα τρόπο η ιστορία της ίδιας της Ελλάδας από τη Μεταπολίτευση και μετά! Η ζωή του θυμίζει ταξικό μελό του Απόστολου Τεγόπουλου και της ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ: Ένα φτωχόπαιδο που ήρθε από την πρώην Σοβιετική Ένωση στην Αθήνα λίγο πριν σκάσει η χούντα των συνταγματαρχών και που δούλεψε σαν τον Βασιλάκη Καΐλα, λούστρος δηλαδή, προτού η ζωή τον βγάλει στα πιο καλά φωταγωγημένα σοκάκια της. Γι’ αυτό βέβαια ευθύνεται αποκλειστικά ο ίδιος και κανένας άλλος! Πες το φιλοδοξία, πες το καπατσοσύνη, πες το επιχειρηματικό δαιμόνιο, η αλήθεια είναι μία: Ο Λευτέρης Πανταζής με άσματα – σλόγκαν ως επί το πλείστον, που λατρεύτηκαν από τον κόσμο (”διαμόρφωσες ποπ κουλτούρα” του είπε κάποτε ο Μίμης Πλέσσας) και που χτυπήθηκαν άλλο τόσο από τους ”έντεχνους” συναδέλφους του, αποτέλεσε φαινόμενο προς κοινωνιολογική ανάλυση συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο την ιδιότητα του ”διασκεδαστή”, σύμφωνα με τον ίδιο, μ’ αυτήν του μπίζνεσμαν. Στον πυρήνα του παραμένει ένας καλότατος άνθρωπος, πάντα φιλικός και προσηνής, κάτι που για μένα είναι και το σημαντικότερο στην περίπτωση του!   

Κύριε Πανταζή, ας ξεκινήσουμε με τις οικογενειακές καταβολές σας

Και οι δύο γονείς μου ήταν από τη Μικρασία, από τον Πόντο, Κερασούντα – Σαμψούντα. Έγινε ο διωγμός και πήγαν στο Καζακστάν.

Ως πολιτικοί πρόσφυγες;

Τους ζήτησαν να γίνουν Τούρκοι υπήκοοι και δε θέλανε. Αισθάνονταν και ήταν Έλληνες, Πόντιοι. Θυμάμαι ότι άλλοι συγγενείς μας ήρθαν στην Ελλάδα, στα Γιαννιτσά, άλλοι πήγαν στην Αυστρία, στην Ουγγαρία και στη Γερμανία. Εμείς επιστρέψαμε στην Ελλάδα.

Πριν έρθετε στην Ελλάδα, πείτε μου πως έχει εγγραφεί μέσα σας το Καζακστάν.

Θυμάμαι το ρωσικό σχολείο που πήγαινα. Στο σπίτι μιλούσαμε ρώσικα και λίγα ποντιακά. Θυμάμαι ακόμη που βγαίναμε τα Χριστούγεννα για τα κάλαντα, πέντε – έξι παιδάκια και είχε τρία μέτρα χιόνι. Γυρνάγαμε μετά στο σπίτι μου, όπου η μάνα μου έβαζε ένα καζάνι στη φωτιά και στο καπάκι του άπλωνε πατάτες. Σκάγανε αυτές και τους έβαζε βούτυρο μέσα. Αφού τρώγαμε, μετράγαμε ο καθένας πόσα λεφτά είχαμε βγάλει.

Φτώχεια μεγάλη…

Ναι, εντάξει, αλλά εγώ ως παιδάκι δεν την ένιωσα, αφού πάντα οι γονείς προσπαθούσαν να μην τρώνε αυτοί για να τρώμε εμείς. Ήμασταν τέσσερα αδέρφια, όλοι εν ζωή σήμερα. Δεν έχω τον πατέρα μου και δεν έχω και τη μητέρα μου.

Τους χάσατε νωρίς;

Τη βιολογική μου μητέρα την έχασα όταν ήμουν ενός έτους. Ο μπαμπάς ξαναπαντρεύτηκε και έφερε μία γυναίκα που αποδείχτηκε δύο φορές μάνα μου. Μ’ αγάπησε πολύ, πάρα πολύ, και την αγάπησα…Την έχασα πέρσι…Τον μπαμπά μου τον έχασα Μεγαλοβδόμαδο του 1977. Ήταν 49 χρονών, πολύ μικρός και δεν είχαμε και τα χρήματα τότε…Θυμάμαι ότι τραγουδούσα στο ”Στοπ” στην Πέτρου Ράλλη και η μάνα μου έπλενε πιάτα.

Άρα δουλεύατε μαζί.

Ναι, εκείνη στην κουζίνα κι εγώ με τη Μαίρη Λίντα, τη συχωρεμένη Γκιζέλα Ντάλι, τον Δημήτριο Ξανθάκη και τον Χονδρονάκο. Μου κόστισαν οι απώλειες των γονιών, αλλά ευτυχώς που η μάνα μου έζησε ολόκληρη την καλλιτεχνική μου διαδρομή μέχρι και πριν ένα χρόνο.

Θα έπαιρνε χαρά όλα αυτά τα χρόνια. Δεν είναι μικρό πράγμα.

Στην αρχή δεν ήθελε, σε αντίθεση με τον πατέρα μου. Αυτός με έπαιρνε απ’ το χέρι και με πήγαινε στις εταιρείες δίσκων. Το πρώτο μου 45άρι το είχα κάνει στη ”Sonata”, την εταιρεία που την είχε ο Πάνος Γαβαλάς μαζί με τον Χρηστάκη. Το ένα τραγούδι λεγόταν ”Δε θυμάμαι πως τη λένε” σε στίχους της Μάρως Μπιζάνη. Σημειωτέον, είχα κάνει ακόμη ένα δισκάκι σε μια εταιρεία που λεγόταν ”Εύξεινος Πόντος” και το τραγούδι λεγόταν ”Λουστράκος”.

Μουσική- στίχοι;

Ο Πανταζής!

Άρα ξεκινήσατε στην ουσία ως τραγουδοποιός και όχι ως τραγουδιστής

(σ.σ. Τραγουδάει) Λουστράκος στην Αθήνα σαν γυρνώ/ και το Θεό συχνά παρακαλώ/ να ρίξει και για μένα μια βροχή…Ξέρεις, για να λερωθούν τα παπούτσια τους και νά’χω δουλειά.

Πάμε όμως πάλι στα του ερχομού στην Ελλάδα.

Το ’66 φύγαμε από τη Ρωσία, ήμουν δέκα στα έντεκα. Με το καράβι ”Latvia”! Μες το μυαλό μου το παιδικό χαιρόμουν απίστευτα που θα πήγαινα στην πατρίδα! Τη φανταζόμουν ονειρική, όλο πορτοκαλιές, τριανταφυλλιές και δέντρα. Δε φαντάζεσαι με πόση αγάπη περίμενα ν’ αντικρίσω αυτή τη χώρα! Φτάνοντας στο λιμάνι του Πειραιά, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν λουστράκια. Τα είδα μουτζουρωμένα με κάτι κασελάκια. Πάγωσα! Λέω: ”Μπαμπά, τι κάνουν αυτά τα παιδάκια;” και μου απαντάει: ”Τα παιδάκια αυτά δουλεύουν για να βγάλουν το μεροκάματο τους”…Που να φανταζόμουν ότι μετά από έξι – εφτά μήνες θά’μουν κι εγώ ένα απ’ αυτά τα παιδιά!

Και σε ποια περιοχή εγκατασταθήκατε;

Στον Κορυδαλλό. Πολύ δύσκολα χρόνια εκείνα…Μέναμε Αγίου Νικολάου στην αρχή, σε ένα υπόγειο. Μετά μεταφερθήκαμε δίπλα σε μία παράγκα που είχε μια κουζίνα και δύο υπνοδωμάτια. Κοιμόμασταν όλοι στρωματσάδα και καμιά φορά βάζαμε το παντελόνι από κάτω για νά’χει ”τσάκιση” για το σχολείο. Δεν ξεχνιούνται, ξέρετε, αυτές οι εικόνες, μένουν χαραγμένες μέσα σου!

Έπιασαν αμέσως δουλειά οι γονείς ή δυσκολεύτηκαν;

Η μάνα μου δε δούλευε, φρόντιζε τα παιδιά. Ο πατέρας μου δούλευε στις οικοδομές. Εγώ ήμουν αυτός που άρχιζε να φέρνει μεροκάματο στο σπίτι.

Αντιμετωπίσατε ρατσισμό λόγω ποντιακής καταγωγής;

Πάρα πολύ!

Από τα παιδιά τα άλλα;

Γενικά. Στη γειτονιά και στο σχολείο. ”Το ρωσάκι που τραγουδάει”, γιατί εγώ τραγουδούσα συνέχεια, ”ο Ρωσοπόντιος λούστρος” κ.λπ. Άκουγα πολλά τέτοια, συνέχεια.

Σας στενοχωρούσαν;

Ναι, αλλά πιο πολύ πείσμωνα! Είπα ”Δε θα σας κάνω τη χάρη”!

Φτάσατε σε σημείο να τσακωθείτε ποτέ, να αρπαχτείτε;

Το απέφευγα, συνήθως κράταγα τις ισορροπίες. Από μωρό παιδί δεν ήθελα να τσακώνομαι. Ήθελα βασικά να πετύχω ότι είχα βάλει σκοπό.

Είναι κάτι που το κρατάτε μέχρι σήμερα;

Ναι, δεν πολυτσακώνομαι. Αν μπορώ να το αποφύγω με έναν ωραίο διάλογο ή με επιχειρήματα, το προτιμώ!

Οι καυγάδες χαλάνε τους ανθρώπους εσωτερικώς και εξωτερικώς;

Ναι, γιατί μένουν πληγές. Μπορείς να εκπλαγείς με έναν άνθρωπο, τον οποίο εκτιμάς και πάνω σ’ ένα καυγά να πει πράγματα που δεν πιστεύεις ότι τα ακούς. Έτσι, αλλάζει η εικόνα που είχες γι’ αυτό τον άνθρωπο.

Οπότε τότε λες επίσης ”Να μη συμβεί σε μένα αυτό”…

Έτσι ακριβώς! Ή, απλά, άμα δεν σου ”πάει” κάποιος, τον προσπερνάς!

Είναι απρόβλεπτοι οι άνθρωποι, κύριε Πανταζή;

Ναι. Η αλήθεια τους βγαίνει όταν ζορίζονται, όταν δυσκολεύονται.

Εσείς ωστόσο κινηθήκατε σε έναν χώρο για τον οποίο λέγεται πως οι άνθρωποι του είναι επί της ουσίας καλής πάστας. Η Γιώτα Γιάννα έχει πει ένα ωραίο: ”Μη φοβάστε αυτούς που κυκλοφορούν τη νύχτα. Αυτούς της μέρας να φοβάστε”!

Δούλευα και με τη Γιώτα Γιάννα στο ”Στοπ” μαζί με Πόλυ Κερμανίδη και Γκιζέλα Ντάλι. Δίκιο έχει, νομίζω πως οι άνθρωποι της νύχτας είναι πιο ευαίσθητοι και βλέπουν την αλήθεια. Μεγάλο σχολείο! Ποια είναι η αλήθεια που βλέπουν; Πολλά πράγματα που συμβαίνουν στον άνθρωπο. Ότι και να κάνει στη διάρκεια της ημέρας, ότι και να ”μαζέψει”, έρχεται σε μας το βράδυ, τα πίνει κι εκεί βλέπεις το χαρακτήρα του. Πριν δύο χρόνια πήγα και την άκουσα τη Γιώτα Γιάννα σ’ ένα μπαράκι στο Κολωνάκι που τραγουδούσε. Έπαθε σοκ, δεν πίστευε ότι θα πήγαινα να τη δω! Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, με ευχαρίστησε κι ανέβηκα και τραγούδησα κι εγώ. Θεϊκή περσόνα!

Αναρωτιέμαι κατά πόσο εσείς μέσω της νύχτας γνωρίσατε καλά τους συνανθρώπους σας.

Κοιτάξτε, εγώ μεγάλωσα σε λαϊκές γειτονιές, Κοκκινιά, Άσπρα Χώματα, Νίκαια, Κορυδαλλό…Εκεί πρωτόπαιξα μπάλα στην Προοδευτική με προπονητές τον Βασίλη Τσερκεσίδη και τον Γιούρκα Σεϊταρίδη, τον παππού. Εκεί ήταν κι ο Λάκης ο Γκλέζος που τά’χε με την Παλόμα, γνωστή τραγουδίστρια, η οποία πριν τά’χε με τον Μπέμπη του Ολυμπιακού. Ο Γκλέζος με έπαιρνε με το κασελάκι μου και με πήγαινε έξω από το μαγαζί να βάψω τα παπούτσια της Παλόμας. Αργότερα με έβαλε και μέσα για να με δοκιμάσουν να τραγουδήσω.

Μάλιστα. Τελικά η δουλειά του λούστρου σας έμπασε στο τραγούδι. Πρωτότυπη συνθήκη.

Εγώ έβγαζα πιο πολλά απ’ τους άλλους λούστρους, γιατί τραγουδούσα κιόλας. Ήμουν κάτω από δέκα ετών και καθώς γυάλιζα παπούτσια στην πλατεία Ελευθερίας, έβγαλα 40 δραχμές σε μια μέρα, εκεί που οι άλλοι έβγαζαν 15 και 20 δραχμές. Βλέπω ένα μηχανάκι που σταματάει στο ”Καφενείο του Στάθη”, απέναντι απ’ την Προοδευτική. Κατεβαίνουν δύο παιδάκια με μία κιθάρα και ένα πιατάκι, βγάζοντας όσα έβγαζα εγώ σε ένα μήνα! Εκεί είπα: ”Θα πάρω κιθάρα, καλύτεροι είναι αυτοί από μένα;” Κιθάρα δεν ήξερα, πως να μάθαινα; Βρήκα έναν δάσκαλο κιθάρας κάπου στην Αγιά Βαρβάρα, Βασίλης Αρχιτεκτονίδης λεγόταν!

Λέτε μήπως τον πρώτο άνθρωπο που έγραψε τραγούδια για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου;

Ακριβώς, του φίλου μου, του Βασίλη Παπακωνσταντίνου! Και της Δούκισσας σε κάτι ταινίες που έπαιζε με τον Βοσκόπουλο, αν θυμάστε. Πήγα και τον βρήκα, λοιπόν, του λέω ”Κι εγώ Ποντιάκι είμαι σαν και σένα, πρόσφυγας, δεν έχω λεφτά και θέλω να με μάθεις κιθάρα”…

Καλά, σε ποια ηλικία όλα αυτά;

Ούτε δέκα δεν ήμουν! Άφηνα το κασελάκι έξω στην αυλή του και παρακολουθούσα μαθήματα. Μόλις έμαθα τέσσερα – πέντε τραγούδια…

Το λέτε τόσο απλά. Δεν είναι εύκολη η κιθάρα, αν δεν τό’χεις.

Γρατζούναγα…Είχα θράσος, αλλά ντρεπόμουν και λιγάκι. Εννοώ, έλεγα ”Θα παίζω κιθάρα και θα βγάζω πιατάκι; Όχι!”…Και πήρα συνέταιρο, ο οποίος έβγαζε κάθε φορά το πιατάκι! Έτσι, από 40 και 60 δραχμές την ημέρα, την πρώτη μέρα βγάλαμε 800 δραχμές! Πήγαινα κι έπαιζα στα καφενεία που μαζεύονταν και τους γυάλιζα τα παπούτσια, αυτά ήξερα, εκεί την έβγαζα. Είχα δανεική κιθάρα στην αρχή και μόλις έβγαλα λεφτά, την αγόρασα. Για κάνα τρίμηνο, βγάζαμε 500 εγώ, 300 ο συνέταιρος! Λέω μια μέρα: ”Κάτσε, εγώ κουράζομαι, εγώ τα δίνω όλα κι ο άλλος θα παίρνει 300;” Του κάνω: ”Μπορώ να σου δίνω το πολύ ένα πενηντάρικο ή 100 δραχμές” Απαντάει ”Όχι, δε με συμφέρει” κι έφυγε. Μετά έβγαζα μόνος μου πιατάκι.

Θέλω τώρα να θυμηθείτε την πρώτη φορά που τραγουδήσατε ενώπιον κοινού.

Ένας Στέλιος Λαδάς με στέλνει στην Κολοκυνθούς, τέρμα, στο μαγαζί του Στέλιου του Κουράδα, ”Αστέρια” νομίζω λεγόταν. Κουράδα λέγανε τον ιδιοκτήτη! Πως ήταν αυτός; Μουστάκι, αλυσίδα κι ένα πιστόλι κρεμασμένο στη μέση. Πάω κι εγώ ο καημένος, ”Έρχομαι από τον κύριο Στέλιο” του λέω. Μου κάνει (σ.σ. Μιμείται τη μάγκικη φωνή του) Πήγαινε κάτσε εκεί στη γωνία”. Το μαγαζί έκανε ένα ”V”. Έκατσα σε μιαν άκρη και περίμενα πότε θα με φωνάξουν για να μ’ ακούσουν. Μετά από λίγο μπαίνουν μέσα τέσσερα θηρία με κάτι μεγάλα κεφάλια και χερούκλες και κάθονται μπροστά μου. Πάνω στο τραπέζι μου υπήρχαν τέσσερα ποτήρια αναποδογυρισμένα, όπως ήθεισται. Πήραν ο καθένας από ένα ποτήρι και φάγανε μέχρι και τους πάτους!

Παρντόν;

Όπως σ’το λέω, τα φάγανε, μασήσανε τα γυαλιά! Άκουγα τα ”κρατς – κρατς” κι έπαθα σοκ! Κατουρήθηκα πάνω μου! Είπα: ”Τι να τραγουδήσω εδώ μέσα; Αφού αυτοί φάγανε τα ποτήρια, εμένα θα με φάνε ζωντανό και αμάσητο”! Ήμουν δέκα στα έντεκα και το πρωί είχα σχολείο. Σηκώνομαι σιγά – σιγά και πάω να την κάνω, αλλά ακούω πίσω μου μια αγριοφωνάρα: ”Που πας;”. ”Να κατουρήσω”! ”Απ’ έξω πήγαινε”! Τι να σου λέω, Περιστέρι – Αιγάλεω πρέπει νά’φτασα σε τέσσερα λεπτά! Φτερά στα πόδια έβγαλα, εξαφανίστηκα! Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία σε μαγαζί (γέλια)

Ναι, αλλά τελικά που τραγουδήσατε πρώτη φορά; Δεν μου είπατε.

Στο ”Λουζιτάνια”. Φεύγοντας από κει, η καρδιά μου πόναγε για το τραγούδι. Πήγαινα σχολείο και τέλος της χρονιάς, στη γιορτή, βγαίνω και τραγουδάω τον ”Λουστράκο”, το δικό μου. Κλαίγανε όλες οι μανάδες. Ένας μπουζουξής, ο Παναγιώτης Τσουμπρής, είχε έρθει να δει την κόρη του που ήμασταν συμμαθητές. Με φώναξε: ”Ρε πιτσιρίκο, έλα μετά απ’ το σπίτι να σ’ ακούσω. Εδώ μένω, τρία στενά παρακάτω”. Πάω και με δοκιμάζει σε τρία τραγούδια.

Θυμάστε ποια ήταν αυτά τα τραγούδια;

Το ”Αγωνία με λαχτάρα να σε νοιάζομαι” του Βοσκόπουλου, το ”Καβάλα στο δελφίνι” του Καλαντζή και το ”Μην το ρωτάς τον ουρανό” του Χατζιδάκι. Τά’χα μάθει καλά, του τα λέω και μου λέει: ”Αύριο πιάνεις δουλειά στο Λουζιτάνια”. Μιλάω για το 1971, έφηβος πια, σε ηλικία 15 ετών. Εκεί ήταν ο Ταλιούρης με τη μεγάλη επιτυχία ”Εσύ είσαι αριστοκράτισσα/ Τι τα θέλεις τα στολίδια”, η Φωτεινή Μαυράκη με το ”Πήγα σε μάγισσες” κι ήταν κι ένας τραγουδιστής που έλεγε το ”Η κατάρα μου να δέρνει…”, πως τον λέγανε, α ναι, ο Νίκος Πάνος! Επίσης, οι αδερφοί Κοντοβά, δυο αδέρφια απ’ τη Λαμία, που φέρνανε στο μαγαζί κάτι φορτηγατζήδες – ο Θεός να φυλάει! Όλη η Λαμία ερχότανε!

Μου αρέσει αυτή η αφήγηση, είναι ότι ακριβώς ήθελα.

Βιετνάμ κανονικό το έλεγα εγώ εκεί μέσα! Ξέρεις τι γινότανε; Κάποιοι πίνανε πολύ και μετά δεν είχαν να πληρώσουν. Τους πλακώνανε στο ξύλο και από κάτι μεγάλα παράθυρα που είχε το μαγαζί, τους πετάγανε κατευθείαν έξω στο δρόμο! Για να μην τους βρει η αστυνομία μες το μαγαζί, κατάλαβες; (σ.σ. Έχουμε σκάσει στα γέλια)

Απορώ πως τα άντεχε αυτά ένα παιδί της ηλικίας σας.

Ξέρεις τι τράβηξα; Μέχρι τις δύο άντεχα. Είχαμε ένα ντραμίστα, τον Τάσο τον Σαμιώτη, απ’ τη Σάμο ήταν αυτός, ο οποίος μου έλεγε ”Πιτσιρικά, αφού νυστάζεις, πήγαινε πίσω απ’ τη ντραμς να κοιμάσαι”…Τον Τάσο τον ξανάδα πέρσι μετά από τόσα χρόνια που πήγα για ένα εξτρά στη Σάμο. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε.

Λογικό το βρίσκω…

Εκεί έβγαζα 70 – 80 δραχμές μεροκάματο. Το σπίτι μου ήταν απέναντι ακριβώς, οπότε οι δικοί μου δεν με ρωτούσαν πολλά. Δε είχαν έρθει ποτέ όμως. Που να’ρχόντουσαν; Τα μπουζούκια τότε ξεκινούσαν 10 το βράδυ μέχρι τις 10 τ’ άλλο πρωί.

Πάλι καλά που δεν είχατε και τη γκρίνια τους.

Η μάνα μου φώναζε λίγο: ”Τι θες εκεί μέσα με τους χασικλήδες;” και τα γνωστά. Ήθελε να γινόμουν γιατρός ή δικηγόρος.

Ναι, ήταν και τα χασίσια.

Χαμός γινότανε, όχι απλώς υπήρχαν! Αφού βγήκα απ’ το Βιετνάμ αλώβητος, μην τον φοβάσαι τον Πανταζή!

Τα χρόνια εκείνα είχαμε χούντα στην Ελλάδα. Πως βιώνατε εσείς την πολιτική κατάσταση;

Τότε είχα τραγουδήσει μαζί με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Στο Παλατάκι μια σαιζόν και μετά πήγα παρακάτω, στο Θωμάκο. Πρέπει να πω εδώ ότι όλα τα μαγαζιά τότε δούλευαν στο Αιγάλεω, μιλάμε για καμιά δεκαπενταριά μπουζουκάδικα. Στην Αθήνα δεν υπήρχαν, εκτός από τα ”Αστέρια”, την ”Αδυναμία” του Ψηλόπουλου και κάνα άλλο ακόμα, σαν τη ”Νεράιδα” που είχε γίνει η φάση με τον Κοεμτζή. Όλα τα άλλα, το ”Σου Μου”, τα ”Ηλιοβασιλέματα”, ήταν μαζεμένα στο Αιγάλεω. Το ’74, λοιπόν, τραγουδάω στου Θωμάκου. Ακούμε ξαφνικά απ’ έξω ένα θόρυβο δυνατό (σ.σ. Μιμείται τον ήχο των ερπυστριών) και πεταχτήκαμε όλοι. Ήταν τα τανκς που είχαν βγει και πήγαιναν στο Πολυτεχνείο! Δεν θα την ξεχάσω όσο ζω την εικόνα αυτή! Την επόμενη διαβάζαμε τι έγινε, είχα στενοχωρηθεί απίστευτα!

Ωστόσο πρόβλημα εσείς δεν αντιμετωπίσατε.

Εμείς ήρθαμε στην Ελλάδα το ’66 και το ’67 έσκασε η χούντα, ενόσω εμείς προσαρμοζόμασταν εδώ. Δεν ήμασταν σταμπαρισμένοι ως κομμουνιστές, μας είχαν για πρόσφυγες, ”δεύτερους” και ίσως γι’ αυτό να μη μας πείραξαν ποτέ. Εγώ σου μιλάω για το πως βίωσα την πτώση της χούντας σιγά – σιγά. Εν τω μεταξύ εγώ στο πρόγραμμα μου τραγούδαγα ρώσικα, την ”Kalinka”, τέτοια.

Δεν ήταν απαγορευμένα;

Μα μου λέγανε ”Μην τα τραγουδάς, θα σε πάρουν για κομμουνιστή και θά’χεις προβλήματα”. Απαντούσα: ”Αυτά ξέρω, μόλις μάθω καλά τα ελληνικά, θα πω και τα άλλα”. Τα άλλα ήταν Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, αυτά τραγούδαγα. Με πιάνει μια μέρα ο Νικολαΐδης, ένας μπουζουξής: ”Ακου να σου πω, θα λες λαϊκά τραγούδια. Δεν θα πεθάνεις στην πείνα μ’ αυτά!” Έτσι το γύρισα στο λαϊκό, Μπιθικώτση, Νταλάρα, Κόκοτα…Αγαπούσα και τον Καζαντζίδη γιατί ήταν και Πόντιος, απ’ τα μέρη μας.

Γνωριστήκατε ποτέ με τον Καζαντζίδη;

Πώς, έχω και φωτογραφία μαζί του! Με παραδεχότανε, ”δικό μας, έξυπνο Ποντιάκι” με έλεγε. Τέλος πάντων, στη δισκογραφία κανονικά μπήκα το ’79. Μέχρι τότε είχα τα δύο 45αράκια μου και τα πουλούσα μόνος μου στα μαγαζιά ή τα χάριζα. Όποιος δηλαδή μου έδινε λεφτά, τά’παιρνα, αλλιώς του τα χάριζα! Από το ’74 μέχρι το ’78 – ’79 τραγούδησα στα ”Ηλιοβασιλέματα” στην Ιερά Οδό, που ήταν μες τη μέση του δρόμου κυριολεκτικά. Λίγο πιο πέρα, στο ”Σου Μου”, τραγουδούσα με τον Λαύκα που έλεγε το ”Σβήσε με, κυρά μου”, την Καίτη Ντάλη και την Ανθούλα Αλιφραγκή που ο άντρας της ήταν ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Στο ”Σου Μου” δούλεψα για πρώτη φορά και με την Παλόμα! Σκέψου!

Αυτήν που της γυαλίζατε τα παπούτσια.

Ακριβώς! Και μετά δουλέψαμε μαζί. Το δικό της καμαρίνι ήταν πρώτο – πρώτο και μετά όλα τα άλλα. Μια μέρα πιάνει φωτιά το μαγαζί. Εγώ είχα ένα κοστούμι μόνο, όχι δεύτερο. Πέρναγα έξω απ’ την εκκλησία του Άη – Γιώργη και λέω ”Αη – Γιώργη μου, δεν έχω άλλο κοστούμι, πως θα τραγουδήσω; Μην καεί το κοστούμι μου!” Σε πληροφορώ πως μόνο το δικό μας καμαρίνι δεν κάηκε και το κοστούμι τό’σωσα! Για μένα από τότε έγινε ο Άγιος μου! Δούλεψα επίσης και στο Χαϊδάρι στου Στελλάκη απ’ όπου ξεκίνησε ο Νταλάρας. Τραγούδαγα, όπως είπα, μέχρι Κόκοτα. Μετά ”ήρθε” ο Βοσκόπουλος που ήταν σικάτος και ο πιο καλοντυμένος. Τραγούδησα με τη Γλυκερία που τότε ήταν άγνωστη, με τον Γιώργο τον Κάτσαρη, τον Κόλλια – όλοι αυτοί ήταν το πρώτο μου σχολείο, τους παρακολουθούσα για να μαθαίνω. Μεγάλο σχολείο βέβαια ήταν και ο Πάνος Γαβαλάς.

Τι άνθρωπος ήταν ο Γαβαλάς; Είναι γνωστό πως θεωρείτο περίεργη προσωπικότητα.

Όπως το λες, ήταν λίγο σκληρό άτομο. Κλειστός χαρακτήρας, δεν ήταν ανοιχτός πολύ. Θα πω κάτι για πρώτη φορά δημόσια…Δεν ξέρω αν τό’χε κάνει αυτός, αλλά θα το πω: Τραγουδάω στο ”Στοπ” μαζί του και με τη Ρία Κούρτη. Εγώ έχω κάνει τα δύο τραγουδάκια μου, ”Παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας” κ.λπ., αλλά δεν μου ανοίγουν τα μικρόφωνα. Πολύ χαμηλά…Πάω στον ηχολήπτη: ”Γιατί μου κλείνεις το μικρόφωνο; Δυο τραγουδάκια έχω, ρε πούστη μου”…” Όχι εγώ” μου απαντάει, ”ο κύριος Γαβαλάς”! Πάω κατευθείαν στο καμαρίνι του και του βαράω την πόρτα: ”Κύριε Γαβαλά, έχετε δύο μπαούλα σουξέ, είστε ο δάσκαλος μου. Σας αγαπώ, το πρώτο μου δισκάκι στην εταιρεία σας τό’χα βγάλει – ούτε που θα το θυμόταν – γιατί μου κλείνετε το μικρόφωνο;” ”Εγώ, παιδί μου;” πετάγεται αυτός, ”ποιος τό’πε αυτό;”. ”Ο ηχολήπτης”! Απείλησε ”Θα του δείξω εγώ το πρωί”, ως δια μαγείας όμως το μικρόφωνο το άλλο βράδυ λειτούργησε μια χαρά και δεν ξανάκλεισε ποτέ.

Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει τελικά. Πάμε τώρα στη δισκογραφία σας;

Το ’78 τραγουδάω στο ”Καν – Καν” με τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο που μόλις είχε βγάλει το ”Παντρεμένοι κι οι δυο” και γινόταν χαλασμός! Μετά αυτός με πήρε μαζί του σε ένα μαγαζί που είχε στην Εθνική Οδό μαζί με τον Γιώργο Κόρο, το ”Δώδεκα”. Στη σειρά ήταν όλα, τα ”Ξημερώματα”, το ”Ένατο” και το ”Δώδεκα”. Απέναντι μας τραγουδούσε ο Ζακυνθινάκης που έκανε τον Καζαντζίδη. Εκεί, λοιπόν, με συμπάθησε πάρα πολύ η Κατερίνα Κόρου, η κόρη του Γιώργου, που θα ήταν 18 ετών τότε.

Η Κόρου δεν είχε γράψει το ”Χαμένο κορμί με φωνάζουν κι αλήτη”;

Α, γεια σου! Δικό της ήταν και το ”Είμαι μόνος” που έκανε φίρμα τον Πασχάλη Τερζή. Μου την πέφτει, λοιπόν, ”θα σου γράψω εγώ τραγούδια”. Είχα ήδη δεθεί με την οικογένεια. Μου γράφει ωραία ερωτικά τραγούδια, τα περισσότερα στον πρώτο μου δίσκο, κάνοντας μου και σιγόντα. Της λέω στην αρχή: ”Δε μπορώ εγώ να πω Παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας”, 20 τόσο ετών παιδί. Πιτσιρικάς ήμουν, που νά’χα παράνομο δεσμό; Με έψησε, το είπα και έγινε ο χαμός με την πρώτη δισκογραφική μου εμφάνιση!

Είχε πουλήσει πάνω από 400.000 ο πρώτος δίσκος, έτσι;

Ναι, αλλά για να γίνει αυτό, ποιος το έτρεξε πάλι; Εγώ! Πήρα την κασέτα με το ντέμο και πήγα στην Panivar, στον Βαρδουλάκη. Έκανα καμιά ώρα να πάω με τα πόδια από το Αιγάλεω. Θυμάμαι ότι είχα πάρει για το δρόμο μια μπουγάτσα Θεσσαλονίκης, που μ’ άρεσε, και μπαίνω στο γραφείο του εξουθενωμένος. ”Άσ’ τη την κασέτα” μου κάνει, ”και θα σε ειδοποιήσω, αν μ’ αρέσει, να κάνουμε συμβόλαιο”. Κάνω άλλη μια ώρα να γυρίσω πίσω, είχα λιώσει στο δρόμο και μόλις φτάνω, μου κάνει η μάνα μου: ”Ξαναπήγαινε πίσω, με πήρε αυτός απ’ την εταιρεία να πας να υπογράψεις”! Άντε πάλι πίσω άλλη μια ώρα δρόμο με τα πόδια…Είχε ακούσει αυτός τα τραγούδια μέχρι να γυρίσω σπίτι κι έπαθε πλάκα! Υπογράφω και γίνεται το μπαμ στην Ελλάδα! Να σου πω όμως και τι άλλο έκανα για να γίνει ο δίσκος;

Είμαι όλος αυτιά!

Πάω στην Ομόνοια, βρίσκω έναν ταξιτζή, τον ρωτάω: ”Ποιος ειν’ εδώ ο γενικός ο δερβέναγας ο δικός σας;” Μου δείχνει έναν, πάω σ’ αυτόν αμέσως μετά: ”Πόσα ταξί υπάρχουν;” Μου απαντάει: ”Δέκα χιλιάδες”. ”Θα σου δώσω τζάμπα δέκα χιλιάδες κασέτες να δώσεις από μία στον καθένα ταξιτζή. Κόσμο παίρνουν αυτοί, ας την παίζουν την κασέτα αφού σας τη χαρίζω κιόλας”!

Έχω μείνει ενεός, κύριε Πανταζή.

Έτσι, λοιπόν, κάθε μέρα, όλη μέρα, η Αθήνα άκουγε στα ταξί τον Λευτέρη Πανταζή (γέλια). Επίσης, θυμάσαι τη διαφήμιση ”Οικόπεδα στο Λαγονήσι, φως, νερό, τηλέφωνο” κ.λπ.;

Ναι, θυμάμαι.

Ε, πλήρωσα διαφήμιση και μετά ακουγόταν στο καπάκι η φράση ”Παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας”! Το ίδιο και στη διαφήμιση 777 κ.λπ. των κλειδαράδων: ”Κλειδωθήκατε απ’ έξω;” κι έπεφτε ”Μια εμπειρία ακόμη λοιπόν”…

Πιο φιλόδοξο άνθρωπο δεν έχω συναντήσει!

Α, έκανα κι άλλα! Είχα βγάλει πορτ – κλε που κούμπωνε με το ”Λε – Πα” κι απάνω είχε τη φωτογραφία μου: ”Με αγάπη, Λευτέρης Πανταζής”! Ήθελα πάση θυσία να φτάσει η φάτσα μου σε όλο τον κόσμο!

Ναι, αλλά με τι λεφτά όλα αυτά;

‘Οτι έβγαζα, εκεί τα έδινα για να βοηθήσω τον πρώτο μου μεγάλο δίσκο. Ακόμα και σπίρτα με το όνομα μου είχα βγάλει και τα μοίραζα τζάμπα!

Στην ουσία ήσασταν ο καλύτερος promoter του εαυτού σας.

Σας είπα, έπρεπε πάση θυσία να μάθουν το όνομα μου, που το είχα κάνει ”Πάντα Ζεις” και ήθελα να μάθουν τι πρόσωπο είχα! Έπρεπε να καθιερωνόμουν στη συνείδηση του μεγάλου κοινού.

Μάνατζερ δεν είχατε ποτέ;

Γιατί, ποιος είχε ποτέ μάνατζερ στην Ελλάδα; Οι εταιρείες απλά έκλειναν συμφωνίες. Η εταιρεία άμα ήθελε σ’ έβγαζε, άμα δεν ήθελε, σ’ έθαβε – βλέπε Καζαντζίδης.

Λοιπόν, έχει σημασία μεγάλη αυτό, κύριε Πανταζή και ίσως εμμένει για πρώτη φορά κάποιος: Μιλάω για το ότι ένας αυτοδιαχειριζόμενος τραγουδιστής, ανεξάρτητος, πως να το πω, έγινε φίρμα εν μία νυκτί.

Ακριβώς, μια ζωή αυτοδιαχειριζόμενος υπήρξα εγώ. Μετά με τσίμπησε ο Καρατζάς στη CBS. Εκεί είχα ερωτικά τραγούδια, αλλά βγήκε κι ένα σουξέ. Στον τρίτο όμως δίσκο, πάλι στη CBS, έγινε ακόμα μεγαλύτερος χαμός: ”Να πεθάνουν οι γυναίκες, να πεθάνουν”…Βρισκόμαστε στα 1982.

Εποχή ΠΑΣΟΚ στα ντουζένια του δηλαδή.

Τότε που είχε πει ο Γιαννόπουλος μες τη Βουλή (σ.σ. Μιμείται φωναχτά τη φωνή του Γιαννόπουλου): ”Δεν σας αρέσει ο Πανταζής και η Φούλη Δημητρίου;” Αργότερα, στο ”Lido”, τον είχα πελάτη τον Γιαννόπουλο. Και στο ”Διογένης” είχε έρθει και ο Παπανδρέου, όπως και ο Τσοβόλας. Κολλητός μου, φίλος μου ο Τσοβόλας. Με παρατηρούσαν που κατέβαινα μες τον κόσμο και τραγουδούσα με ένα μικρόφωνο χωρίς καλώδιο που είχα φέρει από την Αμερική.

Βιώσατε ανταγωνισμό τότε που μεσουρανούσατε;

Όταν γεμίζεις εφτά μαγαζιά την ημέρα, όπως ακριβώς σ’το λέω, ήταν δυνατό να μην το βιώσω; Θυμάμαι που με σχολίαζαν μια χρονιά ο Μπουλάς, ο Ζουγανέλης και ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ, του στυλ ”Τι λέει αυτός; Εφτά μαγαζιά;” Μέχρι που τους πήρα να δουλέψουν εκεί και τους έφυγαν τα πόδια (γέλια). Το ”Διογένης” τότε ήταν πολλά μαγαζιά σε ένα, το πάνω, το κάτω και το δίπλα. Εγώ τραγουδούσα σε όλα, έκανα πρωινά, απογευματινά, τσάγια, μέχρι το βράδυ και τα χαράματα.

Βιολογικά δεν σας κούραζε;

Δεν ξέρω πως, αλλά δεν κουραζόμουν. Έκανα ότι αγαπούσα, τίποτα περισσότερο.

Έρρεε πολύ το χρήμα τότε, έτσι;

Ναι, υπήρχε πολύ χρήμα. Υπήρχαν δουλειές. Ήξερα φίλο που έκανε δυο δουλειές και το βράδυ ερχόταν σε μένα, κάθε βράδυ. Κονόμαγε τη μέρα, τα χάλαγε τη νύχτα. Άσε που τότε παίζαμε εφτά μέρες τη βδομάδα και χωρίς ρεπό, όχι δύο!

Κάποιοι μέσα σ’ όλη αυτή τη φούσκα, όπως αποδείχτηκε, είχατε την προνοητικότητα να κρατήσετε χρήματα στην άκρη.

Ξέρετε, εμένα με βοήθησε πολύ η μάνα μου. Μου έλεγε: ”Όταν βγάζεις πέντε χιλιάρικα, θα κρατάς τα τρία και θα μου δίνεις τα δύο”. Όταν κάποτε τα χρειάστηκα, εκείνη τά’χε στην άκρη, γιατί κανείς άλλος δεν μου έδωσε. Πρέπει να μην περιμένεις από κανέναν, να πατάς πάντα στα πόδια σου! Και, σίγουρα, δε σε βοηθάει τότε το μυαλό σου: Ως νέος και πετυχημένος, πιστεύεις ότι δε θα γεράσεις ποτέ. Ίσως εγώ δεν ξέχασα ποτέ εκείνο το κασελάκι, απ’ το οποίο ξεκίνησα, το καράβι το ”Latvia” ή και τα σκυλάδικα, όπως τα λέτε εσείς, που εγώ όμως τα λέω χώρους μαζικής διασκέδασης.

Εγώ πάντως δε δίνω αρνητική σημασία στη λέξη ”σκυλάδικο”.

Η Ελλάδα, αγόρι μου, όπου θέλει πάει. Έχει πάρα πολλές προτάσεις και πάρα πολλούς μουσικούς χώρους! Εγώ, ας πούμε, ακόμα ακούω Ζακ Μπρελ και Φρανκ Σινάτρα, δεν ακούω αυτά που τραγουδάω. Μπορείτε να το φανταστείτε;

Μπορώ. Και ο Μητροπάνος αμερικανικά μπλουζ άκουγε μετά μανίας.

Μας αρέσει απλά η μουσική και η τέχνη του τραγουδιού. Η μουσική…Και κάτι ακόμα: Όταν δούλευα στο ”Διογένης”, ερχόντουσαν πολλοί φίλοι των παλιών τραγουδιστών που πέθαιναν φτωχοί και μόνοι στα νοσοκομεία. Άλλοι είχαν ήδη πεθάνει και δεν είχαν χρήματα να τους κηδέψουν. Έδινα λεφτά, πολλά λεφτά, αλλά ήταν κάτι που με τρομοκρατούσε…Έτσι θα πάω κι εγώ, έλεγα, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι; Έτσι ξεκίνησα να αποταμιεύω! Έπαιρνα δέκα, έβαζα στην άκρη τα τρία και τα ξέχναγα, σαν να μην υπάρχουν. Και να σου πω την αλήθεια; Δεν τα έτρωγα τα άλλα, βοήθαγα κόσμο που δεν είχε. Παιδικούς φίλους, ανθρώπους της γειτονιάς…Πρώτη φορά τα λέω αυτά σε σένα δημόσια, δεν ήθελα να τα λέω…Ας τα λέει ο κόσμος, δε θέλω εγώ, δεν είναι σωστό…Ήμουνα τυχερός, δούλευα σαν το σκυλί, έβγαζα πάρα πολλά λεφτά και επέλεγα να βοηθάω πολύ κόσμο…

Μια και τα λέτε όλα τώρα, με το χέρι στην καρδιά: Ποια, πιστεύετε, ότι είναι η μεγαλύτερη αγαθοεργία που έχετε κάνει;

Επί σειρά ετών πλήρωνα τα ενοίκια δύο ιδρυμάτων. Έρχονταν οι γονείς τους μαζί μ’ αυτά τα παιδιά και μου λέγανε: ”Είσαι ο δεύτερος μπαμπάς μας” (σ.σ. Δακρύζει) Κάποτε, επίσης, ήμουν σε ένα νοσοκομείο, ας μην πω σε ποιο. Είδα ότι τα σπαστικά παιδιά δεν είχαν την ελευθερία κινήσεων να πάνε στο δωμάτιο που υπήρχε η τηλεόραση. Την επόμενη μέρα κιόλας παράγγειλα πάνω από 300 τηλεοράσεις για να τοποθετηθούν σε κάθε γωνιά των θαλάμων τους…

Μα κι εγώ συγκινούμαι που σας ακούω…

Είχα και μπορούσες να μου τα πάρεις εύκολα. Δε μπορώ να πω όχι σε έναν που ζητάει τη βοήθεια μου. Να έχω, όμως! Άμα δεν έχω; Καμιά φορά ξεμένω κιόλας και ντρέπομαι να ζητήσω κι απ’ τους άλλους, έχοντας συνηθίσει αλλιώς. Και τι έγινε; Κάποια στιγμή θα φύγουμε όλοι μόνοι, όπως μόνοι ερχόμαστε στον κόσμο. Ότι κάνουμε στη διαδρομή μας έχει σημασία, αγόρι μου. Ο καθένας γράφει την ιστορία του, άλλος μεγάλη, άλλος πιο μικρή, άλλος ελάχιστη, άλλος καθόλου…Το μετερίζι της ζωής μετράει μόνο.

Ας ευθυμήσουμε λίγο και ας πάμε στο ”Από δω η γυναίκα μου, από δω το αίσθημα μου”.

Είναι τέλη του ’80 αυτό και συνέπεσε με το αίσθημα του Ανδρέα για τη Δήμητρα. Έσκασε το κομμάτι και μετά από λίγο είδαμε τη σκηνή με τον Ανδρέα και τη Λιάνη στο αεροπλάνο. Τότε βγήκε ο Πρωθυπουργός της χώρας και είπε: ”Σας διαψεύδω όλους, ο Πανταζής έχει δίκιο. Μου συνέβη και μένα!” Όλα τα θέατρα το είχαν νούμερο σε επιθεώρηση, ο Ψάλτης, ο Μουστάκας, ο Χάρρυ Κλυνν.

Θυμάστε τι είχε πει ο Χάρρυ Κλυνν; ”Από δω η γυναίκα μου, από δω το αίσθημα μου…Και από δω τα τρία μου”.

(σ.σ. Ξεκαρδίζεται) Και μετά έσκασε το ”Τό’πε τό’πε ο παπαγάλος” όπου έγινε ακόμα μεγαλύτερος χαλασμός! Δέκα σουξέ είχε μέσα αυτός ο δίσκος!

Τότε, ωστόσο, οι πιο ”κουλτουριάρηδες” σας κατηγόρησαν για ευτελισμό του λαϊκού τραγουδιού, για τραγουδάκια – σλόγκαν.

Θα σου πω πώς τους ξεγλίστρισα, γιατί τώρα, μετά από 35 χρόνια, μπορώ να το πω: Άκουσα ότι έγινε ένα συμβούλιο των μεγάλων εντεχνολαϊκών τραγουδιστών με θέμα ”Μ’ αυτόν δεν πρέπει να δουλέψει κανείς, γιατί θα μας κλείσει όλους”. Γέμιζα εφτά μαγαζιά, όπως σου είπα, κι αυτοί δε γέμιζαν ούτε ένα! Μόνο ο Κραουνάκης ερχόταν στη CBS, την κατοπινή SONY, και φώναζε: ”Ευτυχώς, ρε Πανταζή, που πουλάς εσύ 10.000 CD την ημέρα και μας κρατάνε κι εμάς εδώ, που δεν πουλάμε τίποτα μπροστά σου” (γέλια). Ανέκαθεν τον αγαπούσα τον Σταμάτη, ακομπλεξάριστος άνθρωπος!

Συγγνώμη, έκαναν meetings οι εταιρείες εναντίον σας;

Ναι, αλλά εγώ τι έκανα όμως; Σημείωνα ποια ονόματα πήγαιναν στα meetings, τους τηλεφωνούσα και δούλευαν κοντά μου. Σε πληροφορώ, όλοι ερχόντουσαν!

Κάνεις τον εχθρό φίλο και ησυχάζεις, λοιπόν.

Μα δεν θα σταμάταγαν όλοι αυτοί αλλιώς. Κάποια στιγμή δήλωσε το εξής σε μία συνέντευξη του ο Μπιθικώτσης ο συχωρεμένος: ”Εγώ είμαι οι ΗΠΑ του τραγουδιού, ο Καζαντζίδης είναι η Σοβιετική Ένωση και ο Πανταζής είναι το απορρυπαντικό”…Βγαίνω κι εγώ και απαντάω σαφέστατα: ”Από μωρό παιδί κι ακόμη και τώρα, σ’ όλα τα μαγαζιά που δουλεύω, τραγουδάω και Καζαντζίδη και Μπιθικώτση. Κύριε Μπιθικώτση, όμως, για να γεμίζω εφτά μαγαζιά την ημέρα, ο κόσμος μάλλον προτιμάει τα απορρυπαντικά”!

Σας είχε κοστίσει αυτή η επίθεση, ε;

Μα ναι, έλεγα γιατί να ξηγηθούν έτσι;

Δεν είχατε όμως την επίγνωση τι σχέση μπορεί νά’χε το ”Τό’πε τό’πε ο παπαγάλος” με τα τραγούδια του Μπιθικώτση, του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, ας πούμε;

Δηλαδή, αυτό το τραγούδι δεν την έχει την κουλτούρα του; Είναι κάτι που μου είχε πει ο Πλέσσας: ”Μη στενοχωριέσαι, αυτό το κομμάτι το τραγουδάνε χιλιάδες άνθρωποι στο δρόμο. Έχεις κάνει τη δική σου ποπ κουλτούρα”! Όταν το ”Τό’πε τό’πε ο παπαγάλος” πουλάει 100.000 δίσκους και το τραγουδάνε όλοι, έχει κι αυτό την κουλτούρα του. Ξέρετε που κατέληξα τελικά; Να βγω και να πω: ”Εγώ είμαι διασκεδαστής”! Δεν με ξανάγγιξε κανείς, ηρέμησαν όλοι και δεν με ενοχλούσαν.

Να ρωτήσω κάτι άλλο: Σε μία περίοδο που λέμε σήμερα ”αυτός γαμούσε κι έδερνε τότε”, που δίνατε εσείς δουλειά σε κορυφαίους συναδέλφους σας του παρελθόντος, πως και δεν την ψωνίσατε για τα καλά;

Να σας πω γιατί: Καθόμουν μπροστά στον καθρέφτη μου, κοίταγα τον εαυτό μου και έλεγα: ”Έχεις μια μυτόγκα, ρε, έχεις και ψιλοκαράφλα, έχεις και κοιλιά, ποιος νομίζεις ότι είσαι; Νομίζεις ότι θα κρατήσει αυτό για πάντα; Για πρόσεχε λίγο” Εκανα συζητήσεις με τον εαυτό μου, αν με καταλαβαίνετε. Μου ασκούσα κριτική, έλεγα ότι αυτό δεν μπορεί να είναι αληθινό για να κρατήσει για πάντα. Προτιμώ τόσα χρόνια νά’μαι κάτω απ’ την κορυφή. Η κορυφή έχει κρύο και μοναξιά. Κι αν φτάσεις, ποιο είναι το επόμενο βήμα; Ο γκρεμός! Προτιμώ να κρατιέμαι ένα σκαλί πιο κάτω, να ανάβω μια φωτιά εκεί και να ζεσταίνω τα χεράκια μου    

Ψυχανάλυση εσείς δε θα τη χρειαστήκατε ποτέ μάλλον.

Είμαι ένα είδος γιατρού ψυχών εγώ από μόνος μου. Έχω ζήσει τόσα, έχουν δει τόσα τα μάτια μου, που αν τα πω, μπορεί να χωρίσει η μισή Ελλάδα.

Τι εννοείτε μ’ αυτό;

Ξέρετε πόσοι χωρισμένοι έρχονταν κάθε βράδυ στο μαγαζί; Ξέρετε πόσοι έρχονταν μόνοι, την επόμενη με τις γυναίκες τους και τη μεθεπόμενη με τις γκόμενες τους; Αυτά έβλεπα κάθε βράδυ. Προσπαθούσα εγώ να βρω το φάρμακο, όλους αυτούς κάθε μέρα να τους γαληνεύω και κάθε φορά που τους έβλεπα να λέω: ”Καλώς τον! Που ήσουν εσύ;”, ενώ αυτός ήταν εκεί χθες με τη γκόμενα και τώρα τον έβλεπα με τη γυναίκα του.

Απ’ την άλλη, όμως, η ζωή δεν είναι σύζυγος – γκόμενα, έχουν κι άλλα προβλήματα οι άνθρωποι.

Κι εμείς εκεί τι τους δίναμε; Τρέλα! Ουίσκι, κρασί, βότκες και όλα τα άλλα που υπήρχαν συνήθως σ’ αυτούς τους χώρους, όπως και έξω απ’ τα σχολεία.

Ναρκωτικά, εννοείτε;

Κι αυτά μέσα, όλα δεν παίζουνε; Κάνεις το σταυρό σου, σαν γονιός πλέον, και εύχεσαι η νέα γενιά που έρχεται τουλάχιστον να μην πέσει εκεί.

Τι να σας πω, εμείς ως παιδιά πίναμε κάνα τσιγάρο με Led Zeppelin και Pink Floyd, όχι με ελληνικά λαϊκά άσματα.

Να είστε τυχερός που ανήκετε στο 10% των παιδιών της νύχτας που δεν έπεσαν στα ναρκωτικά, διότι δυστυχώς το 90% εκεί είναι πια…Είδαν πολλά τα μάτια μου και θεωρώ πως με ένα ”Ευχαριστώ πολύ, αλλά δε θα πάρω”, μπορείς να τα αποφύγεις όλα. Θέλει ψυχή αυτό, όμως! Να σε κεράσουν και να μην το πάρεις απλά! Εμένα, ας πούμε, μου αρέσουν οι γυναίκες, το τραγούδι και το ποδόσφαιρο, τα ταξίδια και οι φίλοι. Δεν μου αρέσουν τα άλλα, αν και τα δοκίμασα. Τα δοκίμασα δηλαδή για να ξέρω! Δεν τα κατηγορώ φυσικά, δεν τα κατακρίνω και πιστεύω ότι κι εδώ ισχύει το περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

Τι βλέπετε σήμερα, κύριε Πανταζή; Άρχισε πάλι να ρέει χρήμα στη νύχτα; Κάτι τέτοιο ακούγεται.

Ακούστε, όταν ανθίζει η παραοικονομία, βοηθιέται και η οικονομία. Είναι παγκόσμιο φαινόμενο αυτό, όχι ελληνικό. Μακάρι αυτό που λέτε να ισχύει, γιατί το ένα θα βοηθήσει τ’ άλλο!

Δε θεωρείτε ότι ο Έλληνας παραξόδεψε το χρήμα για την καλοπέραση ως καθαρόαιμος μικροαστός;

Εγώ έζησα τη χρυσή εικοσαετία από το 1980 μέχρι το 2000 και το γνωρίζετε καλά εσείς αυτό. Ήμουν τυχερός και δεν ξέρω αν ποτέ θα ξανάρθει τέτοια περίοδος. Τι είναι ο μικροαστός και πως τον εννοείτε; Να σας πω εγώ: Ονειρεύεσαι ένα ποδήλατο. Το αποκτάς. Θες κι αυτοκίνητο. Το αποκτάς. Θες σπίτι. Το αποκτάς. Θες κότερο; Θες εξοχικό; Απόκτησε τα κι αυτά. Που είναι το κακό άμα τα δουλεύεις; Μην ξεχνάς όμως πως το υπέρτατο αγαθό είναι η σωματική και ψυχική σου υγεία! Βγάλε αυτό και όλα τα άλλα αυτομάτως εκμηδενίζονται. Τίποτα δεν είμαστε, τίποτα, μια μηχανή που θέλει μονίμως λάδωμα είμαστε. Εγώ, ας πούμε, αν έγινα πατέρας, το έκανα για ένα και μόνο λόγο: Για να μοιραστώ με έναν άνθρωπο, τον πιο δικό μου, όλο αυτό το όνειρο που έζησα και ζω! Τραγούδησα ρώσικα μπροστά στον Γιέλτσιν και στον Γκορμπατσόφ, πού’χε έρθει εδώ στο γάμο του Αποστολόπουλου. Τραγούδησα ακόμη μπροστά στον Πούτιν σε μία γιορτή ελληνορωσικής φιλίας. Σε εφτά Προέδρους της Δημοκρατίας τραγούδησα εδώ και, προσέξτε, εκείνοι με κάλεσαν, δεν πήγα ποτέ παρακαλώντας. Αποδεκτός απ’ τους πάντες! Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για εκείνο το μικρό Ρωσοποντιάκι;

Που οφείλονται όλα αυτά, κύριε Πανταζή, τό’ χετε σκεφτεί;

Σε εκείνο το κασελάκι που υπάρχει πίσω σου σε ένα ράφι.

Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη – ποταμό.

Νομίζω πως μαζί με μία άλλη συνέντευξη μου κάποτε στη Λιάνα Κανέλλη, είναι οι δύο καλύτερες μου συνεντεύξεις.

* Ο Λευτέρης Πανταζής (Ελλάδα) και ο Hayko (Αρμενία) συμπράττουν για μία και μοναδική συναυλία στον Ελληνικό Κόσμο σήμερα, Πέμπτη 4 Οκτωβρίου, στις 21.30

 

 

Συγκλονίζει η σύζυγος Καλλιάνου: «Δεν είναι καλά ψυχολογικά, έχουν στερέψει τα δάκρυα» (Video)

kallianos copy 4

Συγκλονίζει η σύζυγος Καλλιάνου: «Δεν είναι καλά ψυχολογικά, έχουν στερέψει τα δάκρυα» (Video)

«Είναι στο αυτοκίνητο, κάνει βόλτες, δε μπορεί να ηρεμήσει, δεν τον χωράει ο τόπος. Δεν…

Πλακιάς για Φλέσσα: «Εγώ τα παιδιά μου φοιτήτριες τα έστειλα – Δεν φταίω και δεν σκότωσα κανέναν»

InCollage 20240425 140114310

Πλακιάς για Φλέσσα: «Εγώ τα παιδιά μου φοιτήτριες τα έστειλα – Δεν φταίω και δεν σκότωσα κανέναν»

«Θα ήθελα να μην αναφέρετε πάλι το όνομα ΤΕΜΠΗ ,δεν γνωρίζετε μην μιλάτε», τόνισε ο…

Δίκη Ιάσονα: «Φτου σου, ψεύτη» – Χαμός στην αίθουσα μετά την κατάθεση του συνοδηγού αστυνομικού

604e6647825e631a983d9b22 1

Δίκη Ιάσονα: «Φτου σου, ψεύτη» – Χαμός στην αίθουσα μετά την κατάθεση του συνοδηγού αστυνομικού

Ούτε λίγο ούτε πολύ κατέθεσε πως δεν έφταιγε το όχημα για το τροχαίο που στέρησε…

Καλλιάνος: ΕΔΕ για τον θάνατο του πατέρα του – Ο Κούγιας την νομική εκπροσώπηση της οικογένειας

Καλλιάνος

Καλλιάνος: ΕΔΕ για τον θάνατο του πατέρα του – Ο Κούγιας την νομική εκπροσώπηση της οικογένειας

Ο Γιάννης Καλλιάνος είχε εκφράσει μέσω βίντεο τα παράπονα του για τις συνθήκες νοσηλείας του…

Χρήστης του Reddit για το «ΖΑΡΙ» της Σάττι: «Δεν είναι ερωτοτράγουδο – Μιλάει για τον υπερτουρισμό και την κακομοιριά μας»

maxresdefault

Χρήστης του Reddit για το «ΖΑΡΙ» της Σάττι: «Δεν είναι ερωτοτράγουδο – Μιλάει για τον υπερτουρισμό και την κακομοιριά μας»

Αίσθηση προκάλεσε η ερμηνεία για το περιεχόμενο των στίχων από έναν χρήστη του Reddit, σύμφωνα…