Η ηθοποιός Μαρία Κωνσταντάρου δίνει αποκλειστικά στο koutipandoras.gr τη συνέντευξη της ζωής της

Η Μαρία Κωνσταντάρου είναι η χαρά του δημοσιογράφου! Επικοινωνιακή, εξομολογητική, ''ανοιχτή'', όλο ευφράδεια και χιούμορ, θέλει να μοιράζεται ιστορίες από μία θεατρική πορεία 60 χρόνων, στην οποία είχε την τύχη να συμπορευτεί με Ιερά Τέρατα της τέχνης του 20ου αι. στην Ελλάδα. Από το Θέατρο Τέχνης του Κουν στις ''Τρωάδες'' του Τσαρούχη κι από τους αριστουργηματικούς ''Βοσκούς της συμφοράς'' του Παπατάκη στο ''Αχ, αυτή η γυναίκα μου'' με Βουγιουκλάκη - Παπαμιχαήλ. Η αλήθεια είναι πως το πλατύ κοινό ακόμη τη θυμάται ως την Ασημίνα - Λαμέ στην κωμωδία του Σκαλενάκη, ρόλος που έβλαψε την καριέρα της και της στέρησε το πάτημα στη θυμέλη ενός αρχαίου θεάτρου. Τη συνάντησα ένα μεσημέρι έξω από το θέατρο OLVIO στο Γκάζι, εκεί που σε λίγες μέρες θα κάνει πρεμιέρα το εμβληματικό ''Tango'' του Σλάβομιρ Μρόζεκ με την ίδια μεταξύ του καστ. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο - ως συνθήκη - comeback της επί σκηνής, εφόσον η Κωνσταντάρου είχε συμμετάσχει στην καλοκαιρινή τουρνέ κατά το πρώτο ανέβασμα του έργου στη χώρα μας, στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

215854g 14956061 10211005585759356 6936451216437776849 n 2 1 1

Μέχρι να μας ανοίξουν την πόρτα του OLVIO, καθώς αμφότεροι είχαμε φτάσει νωρίτερα στο ραντεβού μας, χρειάστηκε να της πω τουλάχιστον τρεις φορές το εξής: ”Θα μου τα πείτε μέσα καλύτερα” – τόσο ομιλητική ήτανε! Με τη σκέψη, λοιπόν, ”ωραία θα περάσουμε σ’ αυτή τη συνέντευξη”, κάτσαμε στο αίθριο καφέ του OLVIO και, πραγματικά, ωραία τα περάσαμε. Ελπίζω το ίδιο και για όλους εσάς που θα διαβάσετε ευθύς αμέσως την ιστορία της πλούσιας ζωής μίας από τις σημαντικότερες – και ”αθόρυβες” – ηθοποιούς που αξιώθηκε ο κινηματογράφος και, κυρίως, το θέατρο.

Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη 

 

Ενώ, κυρία Κωνσταντάρου, έχετε κάνει ένα σωρό πράγματα στο θέατρο κυρίως, αλλά και στον κινηματογράφο, ο πολύς κόσμος σας γνωρίζει από την κωμωδία ”Αχ, αυτή η γυναίκα μου”. Σχεδόν λυπηρό κατά τη γνώμη μου.

Μόνο δύο ταινίες έχω γυρίσει στην Ελλάδα, το ”Αχ, αυτή η γυναίκα μου” και τη ”Μαρία της σιωπής”, και οι δύο με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Είναι και μιαν άλλη ακόμη ταινία, του Γρηγορίου, που υποδυόμουν τη γυναίκα του Κούρκουλου, για την οποία όμως δεν θυμάμαι τίποτα. 

Ναι, αλλά έχετε παίξει και σε μία αριστουργηματική ταινία διεθνούς εμβέλειας, τους ”Βοσκούς της συμφοράς” του Νίκου Παπατάκη. 

Ε και; Σε τι με ωφέλησε εμένα αυτό; Μου είχαν πει ότι με ”ετοίμαζαν” για το βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Λίγο τό’χετε αυτό;

Αγάπη μου, μία ματαίωση εισέπραξα. Χέστηκα κιόλας, με το συμπάθιο. 

Μιλάτε σαν να μην έχει γίνει ποτέ η ταινία αυτή.

Ναι, σαν να μην έχει γίνει. Ούτε με προχώρησε, ούτε μου πρόσφερε τίποτα. Πριν μερικά χρόνια έκανα και μία αμερικανική ταινία, το ”Sisterhood of the traveling pants”, που διαδραματιζόταν στη Σαντορίνη κι απέκτησε κι ένα sequel. Με έπαιρναν φίλοι από την Αμερική, που βρήκαν το τηλέφωνο μου, για να μου πουν: ”Που να φανταστούμε ότι θα βλέπαμε εσένα σ’ αυτό το φιλμ”. Εντάξει, μια μέτρια ταινία ήτανε, αλλά με καλό σκηνοθέτη, ο οποίος στο παρελθόν είχε δουλέψει με τον Κλούνεϊ.

Πως σας είχε επιλέξει για την ταινία του ο Παπατάκης;

Ιδέα δεν έχω, δεν το ξέρω. Θυμάμαι ότι παραθέριζα στη Λήμνο όταν με ζήτησε και με φέρανε πίσω. Το πώς τώρα έφτασε να με ζητήσει, ποτέ δεν το έψαξα. Αποκλείεται να με είχε δει στο σινεμά, γιατί δεν είχα κάνει ταινίες ακόμη, μα ούτε και στο θέατρο. 

Τι θυμάστε από τον Παπατάκη;

Τον πρωτοσυνάντησα στην Αθήνα. Αντιπαθέστατος άνθρωπος, μες την ξινίλα.

Ήξερε όμως τι να πάρει από τους ηθοποιούς του.

Νομίζω ναι! Δεν είναι τυχαίο που ο Γιώργος Χειμωνάς μού είχε πει πως η σκηνή της κατατονίας ήτανε ιατρικώς σωστή. Με τον Χειμωνά συνδεθήκαμε μέσω της Λούλας Αναγνωστάκη, όταν ακόμη ήταν παντρεμένη με τον Μηνά. Έκανα κι εγώ μια Λούλα στην ταινία, μια γυναίκα σε κρίση που τρώει ένα χαστούκι και μετά πέφτει σ’ αυτή την κατάσταση της κατατονίας. Η ταινία, όπως σας είπα, πέρασε στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βενετίας. Μου τηλεφώνησε ένας Βέμπερ, ο παραγωγός της ταινίας, από το Παρίσι για να μου πει ότι ο Καλλέργκι, που προέδρευε του Φεστιβάλ Βενετίας, είχε χαρακτηρίσει ”extraordinaire” την ερμηνεία μου. Με πληροφόρησε ακόμη πως σε μία προβολή στη Cinematheque, είδαν την ταινία ο Σαρτρ με τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ και του είπαν πως η κοπέλα που παίζει το ρόλο της Λούλας είναι καταπληκτική ηθοποιός!  Μου είπε να πάω στο Παρίσι για ν’ αγοράσουμε ένα φουστάνι για τη βραδιά της απονομής. Η χούντα, όμως, δεν μου επέτρεψε να βγω από την Ελλάδα! Δεν υπήρχαν πολιτικοί λόγοι, δεν ήμουν σταμπαρισμένη αριστερή – ούτε κόκκινο φανάρι δεν περνάω, για να καταλάβετε – απλώς ο άντρας μου ήταν στρατιωτικός, αλλά δημοκρατικός, όχι δικός τους, γι’ αυτό και τον είχαν αποστρατεύσει. Ως γνωστόν, όποιος δεν ήταν με τη χούντα, ήταν εχθρός τους! Εγώ πάλι, χωρίς να είμαι πολιτικοποιημένη, πήγαινα πάντα προς τα αριστερά, του Εσωτερικού όμως. Εννοείται πως μέχρι σήμερα έχω απέχθεια για τους φασίστες. Άμα έχεις ζήσει πράγματα…

Να, λοιπόν, που για άλλους λόγους δεν εξαργυρώσατε τη συμμετοχή στην ταινία αυτή.

Ποτέ και τίποτα, καμία μου επιτυχία δεν έχω εξαργυρώσει εγώ. Μα τω Θεώ!

Λόγω του χαρακτήρα σας, πιστεύετε;

Α, δεν το ξέρω αυτό. Μπορεί να οφείλεται στο ότι είμαι μία ηθοποιός με άποψη και όταν ακούω βλακείες απ’ τους τάχα μου σκηνοθέτες, αντιστέκομαι και γίνομαι αντιπαθητική. Έχω ακούσει, ας πούμε, χωρίς ν’ αναφέρω ονόματα, να μου λένε ”Όπου βρεθείς, θα σε καταστρέψω”. Και γιατί; Για την άποψη που είχα, την οποία δεν την περνούσα μανιάτικα, ούσα Μανιάτισσα στην καταγωγή, αλλά με ευγένεια και με επιχειρήματα. 

Ξέρετε, οι σκηνοθέτες ως αυτόνομες προσωπικότητες…

(σ.σ. Με κόβει) Οι δήθεν! Μας έχουνε φάει οι δήθεν σκηνοθέτες, οι δήθεν διανοούμενοι, οι δήθεν ηθοποιοί, οι δήθεν τραγουδιστές! Ξέρετε τι είχε πει ο Τσαρούχης; ”Μας κυβερνάει η Διεθνής των Αταλάντων”!

Ήθελα να πω ότι ορισμένοι σκηνοθέτες ίσως να θεωρούν ότι κάνουν σωστά τη δουλειά τους.

Πολλές φορές μπορεί να μη μιλάω, αλλά αυτό διαβάζεται στα μάτια μου. Τα μάτια μου είναι σαν μόνιτορ.

Δεν έχετε άδικο.

Όλα τα δείχνουν τα μάτια μου, τον ενθουσιασμό, την αποδοκιμασία, την άρνηση. 

Να γιατί παίξατε τόσο καλά την κατατονική. Υπήρξατε συνεσταλμένη ως νεαρό κορίτσι;

Όχι, δεν θα τό’λεγα. Ήμουν από μία αστική οικογένεια. Οι αδερφές του πατέρα μου ήταν από τις μεγαλύτερες μοδίστρες στην Αθήνα, του ”Οίκου Κωνσταντοπούλου”, αν ξέρατε. Έραβαν κοντέσσες, τη Δούκισσα του Κεντ, μιλάω για τα μεγάλα σαλόνια. Ο πατέρας μου ήταν δικαστικός και δεν αγαπούσε την τέχνη, ”άμα πας στο θέατρο θα σε σφάξω” μου είχε πει. Μανιάτης κιόλας, σκέψου! Εγώ πήγαινα κρυφά στη σχολή του Κουν και με κρύβανε ο θείες μου, αυτές που με μεγάλωσαν. 

Η μάνα σας τι θέση έπαιρνε;

Ακούστε να δείτε, ο πατέρας μου ήτανε Ειρηνοδίκης και για ένα διάστημα βρέθηκε στη Σκιάθο. Ήταν ετών 52, απ’ ότι είδα μετά στα έγγραφα. Η μητέρα μου ήταν Σκιαθίτισσα, ετών 18. Την παντρεύτηκε ο πατέρας μου, μετατέθηκε μετά στα Καϊλάρια της Κοζάνης, εκεί που γεννήθηκα. Δεν έχω καμία σχέση με την Πτολεμαΐδα, που λένε, έτυχε απλά να γεννηθώ εκεί. Χωρίζει ο πατέρας μου – τι άλλο θά’κανε; – και 40 ημερών μωρό με φέρνει στην οδό Μητροπόλεως, κοντά στις αδερφές του. Αμέσως, χωρίς να το καταλάβω, υιοθέτησα μία απ’ αυτές, τη Βαρβάρα, που έγινε η μαμά μου. Μεγαλώνοντας δεν ένιωσα την έλλειψη της μάνας κι όταν ρώταγα που είναι ο μπαμπάς, μου λέγανε ”Στο Παρίσι”, ενώ αυτός γύρναγε. Παρεμπιπτόντως, είχε πάει και στο Παρίσι. 

Και η βιολογική μάνα δεν προσπάθησε να σας βρει;

Ας πω ότι δεν ήταν από μία φύση αγαθή. Δεν είχα ποτέ σχέσεις μαζί της. 

Καταλαβαίνω. Το σαράκι της τέχνης πότε άρχισε να σας τρώει;

Οι αδερφές του πατέρα μου δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένες, ήταν όμως καλλιεργημένες. 

Έχει διαφορά, ε;

Έχει μεγάλη διαφορά! Υπήρχαν δύο τεράστιοι πάγκοι, πάνω στους οποίους έραβαν τα ρούχα. Κατά καιρούς τους διάβαζα το ”Ταπεινοί και καταφρονεμένοι” του Ντοστογιέφσκι. Από μικρή μ’ άρεσε το διάβασμα. Άνοιγα τις βιβλιοθήκες του πατέρα μου και τράβαγα. Σχολείο πήγαινα στη Χιλλ, αλλά επειδή δεν είχε ογδόη, έφυγε όλη η τάξη και πήγαμε στην Αηδονοπούλου. Στη Χιλλ, που κάναμε τον ”Ερρίκο τον 8ο” στο μάθημα της Ιστορίας, ως ένα πολύ καλό αγγλικό σχολείο, κάθομαι εγώ και γράφω ένα θεατρικό έργο. Ήμουν 14 ετών. Μου ράβουν κοστούμια και πάνω σε καφετιές σκληρές κόλλες χαρτί ζωγράφισα τα τούβλα του πύργου, έφτιαξα δηλαδή σκηνικά. Κάναμε πρόβες με τις συμμαθήτριες μου και τη μέρα της πρεμιέρας δεν πήγα σχολείο, ήρθαν όμως σύσσωμοι οι καθηγητές. Πρέπει να πέρασαν όλοι καλά, γιατί θυμάμαι τα γέλια τους. Ενώ έλεγα ότι είμαστε από καλή οικογένεια, ήμουν τόσο μέσα σ’ αυτό που μου φεύγανε κουβέντες που δεν είχαν καμία σχέση με το κείμενο. ”Γι’ αυτό πεθάνανε στην ψάθα” έλεγα, άρες μάρες κουκουνάρες δηλαδή (γέλια). Στην Αηδονοπούλου μετά είχα δασκάλα την Κακριδή, τη γυναίκα του Γιάννη, μια σπουδαία γυναίκα που μας πήγε στο Εθνικό να δούμε Πιραντέλο, το ”Ερρίκος ο Δ΄”. Εκεί είδα τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και τρελάθηκα! Τότε είπα ”Θα γίνω ηθοποιός”!

Σας εντυπωσίασε το έργο καθ’αυτό ή ο Διαμαντόπουλος;

Ο Διαμαντόπουλος! Να σκεφτείτε ότι στα πεντάλεπτα διαλείμματα των μαθημάτων, όλες είχαμε αποστηθίσει φράσεις και ειδικά μία του Διαμαντόπουλου: ”Κι όμως, Πάτερ, η ζωή κυλάει σαν φίδι μέσα απ’ τα μανίκια σας”. 

Να που σας έμελλε να συνεργαστείτε μαζί του.

Ήταν βασικά δάσκαλος μου. Συνεργαστήκαμε λίγο στα ”Δέντρα πεθαίνουν όρθια” του Αλεχάντρο Κασόνα. Δασκάλους είχα τον Διαμαντόπουλο, τον Κουν και τον Βολανάκη στα θεωρητικά.

Όταν έχεις δουλέψει μ’ αυτά τα Ιερά Τέρατα, πως να μη σου φαίνονται δήθεν οι επόμενοι;

Τι φταίω εγώ; Δε φταίω ούτε για το ταλέντο που διαθέτω, ούτε για τη μόρφωση που έχω πάρει…

Απ’ την άλλη, οι άνθρωποι φεύγουν και η ζωή εξελίσσεται. Δεν θα υπάρχει κάποιος καλός σκηνοθέτης που απλά εσείς δεν συνεργαστήκατε μαζί του;

Πολύ πιθανό. Εκείνο που παρακαλούσα πάντα δεν ήταν να μου τύχει ο σκηνοθέτης ο εμπνευσμένος, αλλά να μην με εμποδίζει. 

Πρώτη φορά τ’ ακούω αυτό από ηθοποιό.

Μάλιστα! Να μη μου λέει ”Κάτσε”, εκεί που πρέπει να σηκωθώ και ”Σήκω”, εκεί που πρέπει να κάτσω. Να μη λέω ”Παναγία μου, να μη μου βάλει φραγμούς, περιορισμούς”!

Μήπως θέλατε να είστε σκηνοθέτις στην πραγματικότητα;

Μα είμαι σκηνοθέτις! 

Που δεν κάνατε καριέρα…

Δεν μ’ άφησαν οι άλλοι! 

Του κυκλώματος, εννοείτε;

Επειδή ακριβώς δεν ήμουν σε κανένα κύκλωμα, με γράψανε στα παλαιότερα των υποδημάτων τους! Είχα σκηνοθετήσει στο ”Μουσούρη” κάποια μονόπρακτα της Κωστούλας Μητροπούλου με τη Ρουσσέα, τον Γαλανό, τον Ξενίδη κ.α. Εκεί έγραψε κάποιος ”Πρώτη φορά βλέπω τη Ρουσσέα τόσο καλή ηθοποιό”, δεν σας λέω τίποτα άλλο! Σκηνοθέτησα επίσης στο Θέατρο Αιγαίου τη ”Φωτεινή Σάντρη” του Ξενόπουλου, που είχε πενήντα χρόνια ν’ ανέβει. Για καλή μου τύχη, μου είχαν δώσει μία αγροικία για να γινόταν η παράσταση λίγο έξω από την πόλη. Εκμεταλλεύτηκα τα πάντα, τον κήπο, τις λεμονιές. Πήρα την Αφροδίτη Κουτσουδάκη, εξαιρετική σκηνογράφο, που πρόσθεσε κάποιες μικρές αρχιτεκτονικές πινελιές. Είχα μεταφέρει το έργο τη δεκαετία του 1920. Έπαιζαν η Λαδικού – καλή ηθοποιός ήταν αυτή – και ο Μπούρας. Να σας πω ένα πράγμα: Εγώ κάνω ποίηση. Στο τέλος της παράστασης, που υποτίθεται ότι η Φωτεινή πάει για ν’ αυτοκτονήσει, ένας μικρός κύκλος φωτός πάνω στο τελάρο του κεντήματος της υποδήλωνε την τραγικότητα της. Τελειώνει, λοιπόν, το έργο και είναι όλοι μούγκα! Λέω ”Τι να μην τους άρεσε;”, μετά όμως από μια – δυο ανάσες έπεσε το θέατρο από το χειροκρότημα. 

Σας αρέσει και ο μινιμαλισμός, βλέπω.

Πάντα! Με την αφαίρεση δουλεύω. Προσπαθώ συχνά να μη βγάζω κακία, να μη γίνομαι επικριτική γιατί δεν έγινε εκείνο ή το άλλο ή γιατί μου κάνανε αυτό…Δεν είναι ωραία πράγματα. Θέλω να σας πω για να καταλάβετε ότι μετά απ’ αυτό ανέβηκε ένα άλλο έργο σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μάριου. Δεν βλεπότανε! Τραγικό, τραγικό! Κι αντί το θέατρο να πήγαινε στο Λυκαβηττό τη ”Φωτεινή Σάντρη”, πήγε αυτό που δεν βλεπότανε! 

Ίσως στο πλαίσιο μιας γενικότερης έκπτωσης αισθητικής, λέω εγώ τώρα…

Όχι, δεν ήταν αυτό. Ήτανε το ”Να φανώ εγώ”, ο Κωνσταντίνος Μάριος, που ήταν διευθυντής. Δεν ήταν δηλαδή εις βάρος μου. Ήταν υπέρ του! 

Πως ήταν τα χρόνια στον Κουν;

Υπέροχα!

Αποφοιτήσατε μαζί με τη Βέρα Ζαβιτσιάνου, την Τασσώ Καββαδία, τον Πέτρο Φυσσούν.

Και με τον Χρηστίδη, ασχέτως αν δεν είχαμε όλοι ίδια ηλικία. Ήτανε μία μαγεία! Έμπαιναν μέσα ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, ο Τσαρούχης, ο Ελύτης κι έλεγες ”Είναι δυνατόν τώρα αυτός που κάθομαι δίπλα του να είναι ο Ελύτης;” Επειδή ήμουν και λίγο αγοροκόριτσο και μου άρεσαν τα αθλήματα, είχα διαβάσει ότι στο Εθνικό κάνουν και ξιφασκία, άρα εκεί θέλησα να πάω. Έδωσα εξετάσεις με ένα μονόλογο από την ”Ηλέκτρα” και με τα ”Κεριά” του Καβάφη. Δεν πέρασα! Θυμάμαι όταν δεν είδα το όνομα μου στους επιτυχόντες. Μονολογώ, λέω ”Δεν πέρασα;” κι ένας εκεί, σαν θυρωρός, μου κάνει ”Όχι, δεν πέρασες”. Χρησιμοποίησα τότε καθαρεύουσα και του λέω: ”Ελλείψει ταλέντου ή ελλείψει μέσου;” Δίπλα μου ήταν ένα παλικάρι και με ενημερώνει ότι μέχρι τις 2 έχει εισαγωγικές ο Κουν στο Τέχνης. ”Δεν πάμε;” Και πήγαμε! Μπαίνουμε μέσα, ήταν ο Κουν, ο Διαμαντόπουλος και ο Βολανάκης. 

Κι όποιος έμπαινε μέσα, έδινε εξετάσεις με ότι ήθελε;

Ναι, ναι! Δίνω με τα ”Κεριά” του Καβάφη και την ”Ηλέκτρα”, ότι είχα ετοιμάσει. Κάποια στιγμή τους ακούω να γελάνε, αλλά όχι άσχημα, καταλάβαινα ότι ήταν ωραίο γέλιο! Χρόνια αργότερα ρωτάω τον Βολανάκη: ”Βρε Μίνωα, γιατί γελάσατε τότε;” ”Ήσουν εξαιρετική” μου απαντάει, ”αλλά πως να μη γελάσουμε; Στην ατάκα Ρώτα την Άρτεμη την Κυνηγήτρα, έκανες κινήσεις με τα χέρια σαν να μας έλεγες να πάμε να βρούμε την πρώτη σου ξαδέρφη” (γέλια). Ε τελικά με πέρασαν, εφόσον ήθελαν να δουν αν έχω ή δεν έχω υλικό, όχι αν είμαι καλή. Αμέσως ο Διαμαντόπουλος μου δίνει άσκηση: ”Έχεις ένα φανταστικό κουβά με φανταστικό νερό μέσα και ένα φανταστικό σφουγγαρόπανο στα χέρια σου. Σφουγγάρισε, άντε!” Έκανα ότι έλεγε η λογική. Την ώρα, όμως, που πήγα να στύψω, υποτίθεται, το σφουγγαρόπανο, λειτούργησε το ένστικτο μου: Έκανα μια κίνηση σαν να χύθηκε σταγόνα νερού μες το μανίκι μου. Πετάγεται ο Διαμαντόπουλος: ”Μπράβοοο”! 

Κι έτσι το 1957 παίξατε στο πρώτο ιστορικό ανέβασμα της ”Αυλής των θαυμάτων” του Καμπανέλλη. Ήσασταν 20 ετών;

Προσέξτε, κάπου μες το internet λένε ότι γεννήθηκα το 1931. Δεν ισχύει! Η ταυτότητα μου γράφει ότι γεννήθηκα το ’33, η αλήθεια είναι όμως πως είμαι του ’35. 

Προς τι αυτό το μπέρδεμα;

Θα σας εξηγήσω. Η αδερφή του πατέρα μου, η κυρία Αντιγόνη, ήτανε δασκάλα στην Κηφισιά. Επειδή ήμουν προχωρημένη στα γράμματα, αν και δέκα ετών, μου λέει για πλάκα: ”Δεν πας να δώσεις εξετάσεις να μπεις κατευθείαν στο Γυμνάσιο;” Και περνάω πρώτη! Μου αλλάζουν την ηλικία στο ληξιαρχείο και μου προσθέτουν δύο χρόνια. Στην ”Αυλή των θαυμάτων”, λοιπόν, ήμουν 22 ετών. Φυσιογνωμία μεγάλη ο Καμπανέλλης! Εάν δεν ήταν τόσο μεγάλος συγγραφέας, θα γινόταν φοβερός σκηνοθέτης! Θυμάμαι που διαβάζαμε το κείμενο και μας λέει ο Κουν: ”Μην το σνομπάρετε επειδή είναι ελληνικό. Θα το παίξουμε σαν να είναι Τσέχοφ”! Από κει και πέρα, έπαιξα ”Βυσσινόκηπο”, ”Δωδέκατη νύχτα” και πολλά άλλα.

Πόσο ισχυρό ήταν το στοιχείο της φιλοδοξίας;

Δεν το είχα αυτό, ούτε και το να έμπαινε το όνομα μου στις μαρκίζες. Εκείνο που ήθελα μόνο ήταν να έχω ωραίους ρόλους.

Νωρίς – νωρίς επίσης κάνατε κι ένα γάμο, κυρία Κωνσταντάρου.

Τον έκανα νωρίς – νωρίς, γιατί ο πατέρας μου θα μ’ έσφαζε. Ήταν τρίτος ξάδερφος μου ο άντρας μου και ερωτευμένος μαζί μου. Εγώ πάλι δεν ήμουν. ”Μαρία, θα σε παντρευτώ εγώ” μου είπε, ”για να ζήσεις τ’ όνειρο σου, να ακολουθήσεις το θέατρο”. Τη δέχτηκα τη συνθήκη αυτή, προκειμένου να βγω στο θέατρο. Εννοείται πως τον αγαπούσα πάρα πολύ, απλώς ερωτευμένη δεν ήμουν. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσες παρά να τον λατρεύεις.

Δηλαδή ο πατέρας δεν είχε αποδεχθεί τις επιλογές σας ακόμη και μετά την ενηλικίωση σας.

Όχι. Κι όταν κάποια στιγμή το κατάλαβε, έκανε πως δεν άκουγε, δεν ήξερε. Ήταν αυταρχικός χωρίς νά’ναι κακός άνθρωπος. Δεν ήταν καλλιεργημένος, ενώ είχε μόρφωση. Θυμάμαι ότι έπρεπε κάθε μεσημέρι να πηγαίνω στο γραφείο του για να μου κάνει αρχαία ελληνικά. Έτσι, νομίζω, αγάπησα τόσο την αρχαιοελληνική γραμματεία και γι’ αυτό έχω τέτοιο λεξιλόγιο! Στον πατέρα αυτό οφείλεται! Αυτή τη στιγμή μπορώ να σας διαβάσω Θουκυδίδη, το καταλαβαίνετε;

Τον θεωρούσατε υποδεέστερο τον κινηματογράφο;

Εντελώς. Δεν τον αγάπησα ποτέ. Το ίδιο και την τηλεόραση, ασχέτως αν έκανα για βιοποριστικούς λόγους. Θυμάμαι τη Σαπφώ Νοταρά όταν γυρίζαμε το ”Αχ, αυτή η γυναίκα μου”. Ήταν έξυπνη γυναίκα αυτή. ”Μαρία μου, μη δείχνεις πόσο βαριέσαι” γυρνάει και μου λέει.

Τη νοσταλγείτε καθόλου τη Σαπφώ Νοταρά;

Όχι. Ήτανε περίεργος άνθρωπος. Την πήγαινα, ας πούμε, στο Παγκράτι που έμενε, ενώ εγώ έμενα στο Ψυχικό, και σ’ όλη τη διαδρομή μ’ έβριζε (γέλια). Ήταν σπουδαία ηθοποιός, όμως! Δε μιλάω για τις σαχλαμάρες που έκανε, αλλά για τις ”Τρωάδες” του Τσαρούχη, που έπαιζε την πρώτη χορωδό.

Πείτε μου τώρα εκείνη τη φοβερή ιστορία που παραλίγο να χαθείτε στα σύνορα.

Καλά, αυτό ήταν όντως φοβερό! Κάναμε τουρνέ στη Θεσσαλονίκη με το ”Αχ, αυτή η γυναίκα μου”. Είπαμε να κάνουμε μια εκδρομούλα η Νοταρά, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου κι εγώ. Είχα ένα Morris 1.100 τότε. Ήτανε βράδυ και χαθήκαμε. Καταλήγουμε σ’ ένα μυστηριώδες καφενείο για να ρωτήσουμε πως μπορούμε να πάμε προς τα κει. Αρχίζουν αυτοί να μας λένε διάφορα, αρματωμένοι με τουφέκια. ”Δηλαδή τα σύνορα είναι μακριά από δω;” ρωτάει η Στυλιανοπούλου. Η Νοταρά ήταν χεσμένη πάνω της ως αριστερή – ήμασταν και μέσα στη χούντα – και με εθνοφρουρούς γύρω μας. Πετάγεται και της λέει: ”Τώρα, μωρή,  θα μάθεις γεωγραφία;” (γέλια)

Φαντάζομαι δεν θα σνομπάρατε γενικώς τον κινηματογράφο.

Όχι, έβλεπα, μου άρεσαν οι ξένες ταινίες. Σε ελληνικές ταινίες δεν ήθελα να παίζω. Δεν με κάλυπταν, δεν με ενδιέφεραν.

Κάθε άλλο παρά κακοί ήταν όμως οι λίγοι σκηνοθέτες που δουλέψατε: Γρηγορίου, Δαλιανίδης, Σκαλενάκης.

Ο Δαλιανίδης ήξερε, ήταν καλός! Και ο Σκαλενάκης που είχε έρθει απ’ την Πράγα. Τον Γρηγορίου τον θυμάμαι από κάτι πολύ ωραίες τηλεοπτικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων αργότερα στην ΥΕΝΕΔ.

Η γνωριμία και η φιλία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη πως προέκυψε;

Θα μπορούσαμε να είμαστε φίλες με την Αλίκη. Είχαμε αλληλοεκτίμηση. Η συνεργασία μας ήταν άψογη! Σεβόταν τον συμπαίκτη της, πώς να σας το πω, ήθος επί σκηνής – πράγμα που δεν είχε ο Παπαμιχαήλ! Μου λέει κάποια στιγμή: ”Βρε Μαρία, γιατί εμείς δεν είμαστε φίλες;” Της απαντάω: ”Αλίκη μου, επειδή δεν έχεις χρόνο”. Τα ωράρια της ήταν δύσκολα, που νά’χε χρόνο να μού’λεγε: ”Έλα, βρε Μαρία, να πιούμε έναν καφέ”;

Την αποζητούσε όμως τη φιλία των άλλων.

Α, ναι, ναι. Ήταν ωραίος άνθρωπος η Αλίκη! Στο θέατρο που την έζησα εγώ, δεν την είδα ποτέ να μιλάει άσχημα σε κανέναν και ξέρω ότι βοηθούσε πολλούς ανθρώπους όταν είχαν θέματα υγείας.

Ο ρόλος της Λαμέ στο ”Αχ, αυτή η γυναίκα μου” σας ανέδειξε και σε κωμική ηθοποιό, έτσι δεν είναι;

Αυτό φοβόμουν! Ο ρόλος της Λαμέ μού στέρησε τη δυνατότητα να παίξω σοβαρά πράγματα στο θέατρο…Μού’κανε ζημιά η ταινία αυτή! Πιστεύω ότι έχω μέσα μου το μέγεθος να παίξω τραγωδία: Δεν έπαιξα ποτέ, ούτε στην Επίδαυρο, ούτε στο Ηρώδειο!

Το λέτε με εμφανή την πικρία σας.

Μεγάλη πικρία! Έχει παίξει κι η κουτσή Μαρία εκεί. Επειδή, λοιπόν, ήταν και καλή ταινία αυτή, η τηλεόραση την έδειχνε συνέχεια, συνέχεια! Ο κοσμάκης νομίζει ότι έχω κάνει πολύ σινεμά, φανταστείτε! Θυμάμαι στις πρόβες στο ”REX” για το θεατρικό την Αλίκη να μου λέει: ”Μαρία, πήρες πάνω σου την παράσταση”. Γι’ αυτό σας λέω, ήτανε γενναιόδωρη! Αντιθέτως ο Παπαμιχαήλ ζήλευε, είχε ανασφάλειες, έπινε…

Ποιους ζήλευε; Την Αλίκη ή τους συμπρωταγωνιστές του;

Όλους τους ζήλευε! Είχαμε τσακωθεί σοβαρότατα! Μου λέει η Αλίκη: ”Μαρία, όταν θα μείνω έγκυος, θα ανεβάσουμε τον Θείο Βάνια και θα παίξεις τη Σόνια”. Γίνεται όντως αυτό, παίρνω την εφημερίδα και βλέπω ότι στη διανομή θα κάνω μία γριά. Του τηλεφωνώ: ”Δημήτρη μου, αν δεν υπήρχε άλλος ρόλος για μένα, ευχαρίστως να έπαιζα. Όταν όμως ο ρόλος μου είναι η Σόνια, δεν μπορώ να κάνω τη γριά. Λυπάμαι, δε θα το κάνω”…Πέρασαν δύο εβδομάδες και άλλες δέκα Σόνιες από κει, πήγαιναν και φεύγανε. Ένα βράδυ με παίρνει η Αλίκη: ”Έλα, βρε Μαρία, θες να παίξεις τη Σόνια;” ”Βεβαίως και θέλω” της λέω. Πάω στην πρόβα και τότε γράφεται στο ΕΘΝΟΣ: ”Επιτέλους! Σόνια η Μαρία Κωνσταντάρου”. Οι άλλοι είχαν προχωρήσει, εγώ είπα να μην πάω στην επόμενη πρόβα για να μάθω τα λόγια μου. Το ίδιο βράδυ τηλέφωνο από τον Παπαμιχαήλ: ”Ξέρεις, δεν θα είσαι η Σόνια, γιατί δεν σου πάει ο ρόλος”. Θυμάμαι ότι καθόταν ο άντρας μου απέναντι μου και μετά μου είπε ότι είδε πρώτη φορά να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής μου! Τον είπα ”τεντιμπόι”, ”αλήτη” και διάφορα άλλα και του τό’κλεισα! Μετά απ’ αυτό κάναμε κάτι στο ραδιόφωνο. Μακριά, μακριά! Δεν λέμε για τον Τσαρούχη καλύτερα;

Να πούμε, βέβαια. Τον αγαπούσατε πολύ τον Τσαρούχη.

Και μ’ αγαπούσε! Ο Τσαρούχης έχει κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια στη ”Δωδέκατη Νύχτα”. Μου ζητάει να μη χτενιστώ για να με χτενίσει αυτός. Εγώ τότε είχα κοντά μαλλιά, πήρα όμως μία κοτσίδα ποστίς και την φόρεσα πλαγίως του προσώπου. Με βλέπει και μου κάνει: ”Είσαι το πρώτο κοριτσάκι που δεν μου κρέμασε μπούκλες”. Τέλος πάντων, έχουν περάσει τα χρόνια και μαθαίνω ότι θ’ ανεβάσει ”Τρωάδες”. Λάλησα! Του τηλεφωνώ: ”Κύριε Τσαρούχη, δεν ξέρω αν με θυμάστε, είμαι η τάδε…” Μου λέει: ”Σε θυμάμαι, εσύ που δεν μου κρέμασες μπούκλες”…Συνεχίζει: ”Άργησες, ο μόνος ρόλος που έχει μείνει τώρα είναι της Αθηνάς”. Ποια Αθηνά, μου λες, κι ένα κοντάρι να μ’ έβαζε να παίξω, θα πήγαινα! Πάω για πρόβα στο σπίτι του αδερφού του, στη Μαυρομματαίων, στην αυλή. Την Ωραία Ελένη ήταν να παίξει η Καίτη Πάνου, την ώρα όμως που πήγα, τηλεφωνεί και λέει ότι δεν θα το κάνει επειδή της φαινόταν μικρός ρόλος. Επί τόπου κάνει ο Τσαρούχης: ”Μαρία, διάβαζε Ωραία Ελένη”! Θέλετε να προχωρήσω, να πω πράγματα που δεν πρέπει για συναδέλφους;

Από σας εξαρτάται.

Το τι τράβηξα! Από μία συγκεκριμένη! Για τη Σμάρω Στεφανίδου λέω! Πάει προς τα έξω: ”Γιάννη μου, πρέπει να κάνω ένα τηλέφωνο”. Πανέξυπνος ο Τσαρούχης, της κάνει: ”Έχει και μέσα τηλέφωνο”. ”Όχι” λέει αυτή, ”θέλω και τσιγάρα”. Αμέσως παίρνει τηλέφωνο την Καίτη Πάνου που ήταν κολλητές. Σε μισή ώρα έρχεται η Πάνου! ”Ξέρετε” της λέει ο Τσαρούχης, ”η Ωραία Ελένη δόθηκε και θα παιχτεί και υπέροχα. Εσείς μ’ αυτή την εξαιρετική κατατομή σώματος που έχετε θα είστε τέλεια Αθηνά”. Και η Πάνου, φυσικά, έφυγε! Από τη μέρα εκείνη που μεταφερθήκαμε στο σπίτι του Τσαρούχη στο Μαρούσι για τρίμηνες πρόβες, η Στεφανίδου μέρα παρά μέρα ερχόταν με μία καινούργια ηθοποιό και έλεγε: ”Γιάννη μου, να δεις μία Ωραία Ελένη που σου έφερα”, ενώ εγώ έκανα πρόβες το ρόλο! Μπροστά μου!

Καλά, δεν της λέγατε κουβέντα;

Συνέχεια γινόταν αυτό. Μη σου πω ποιες κουβάλησε! Ο Τσαρούχης είχε γίνει πυρ και μανία! Α, μου λέει μια μέρα η Στεφανίδου (σ.σ. Μιμείται τη φωνή της): ”Μαράκι μου, ξέρεις πόσο σε εκτιμώ σαν ηθοποιό, αλλά νομίζω πως δεν σου πάει ο ρόλος της Ελένης”. ”Σμάρω μου” της απαντάω, ”κι εγώ πιστεύω ότι δεν σου πάει ο ρόλος της Εκάβης, αλλά δε φώναξα εδώ ούτε την Παΐζη, ούτε την Αλκαίου”, τις φίλες μου δηλαδή. Στο τέλος ο Τσαρούχης που ήταν πολύ ήπιος άνθρωπος, αλλά είχε βγει απ’ τα ρούχα του, την πιάνει: ”Άκουσε να σου πω! Ο ρόλος παίζεται εξαιρετικά κι εδώ δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα να μου φέρνεις τις φιλενάδες σου”. Κι αυτή – άκου θράσος – να επιμένει: ”Μα δεν είναι όμορφη”. Με πρόσβαλλε κιόλας, αλλά ο Τσαρούχης την έβαλε στη θέση της: ”Η Ωραία Ελένη είναι ο Μύθος. Όσο όμορφη και νά’ναι μια γυναίκα, δεν θα φτάσει ποτέ στο επίπεδο του Μύθου. Έπειτα, έχε υπ’ όψιν, η Μαρία επιβάλλεται με τον σκελετό της”.

Ωραία ατάκα ήταν αυτή.

Όταν μετά από μερικά χρόνια ο Τσαρούχης θέλησε να ξανανεβάσει τις ”Τρωάδες”, αλλά δεν είχε τις δυνάμεις, μου ζήτησε να αναλάβω τη σκηνοθεσία, μια και ήξερα καλά το έργο. Κάθε τόσο, λοιπόν, η Στεφανίδου κουβαλούσε στο σπίτι του κι από έναν άλλο σκηνοθέτη! Τα έχαναν αυτοί, λέγανε ”Τι να κάνουμε εμείς εδώ τώρα;”…Κανονικός πόλεμος, όχι αστεία!

Συγχωρείτε τους ανθρώπους ή το κρατάτε Μανιάτικο;

Δεν έχω εκδικητικότητα, ούτε εύχομαι να συμβεί κάτι στον άλλο. Δεν μπορώ απλά να το ξεχάσω! Δεν μπορώ να ξεχάσω οτιδήποτε με έχει πληγώσει. Θυμάμαι όταν πρωτοβγήκα στη σκηνή με ένα πολύ ωραίο κουστούμι που μού’χε φτιάξει ο Τσαρούχης και μια καπελαδούρα, έγινε χαμός από το χειροκρότημα. Μου λέει στο καμαρίνι η Σμάρω: ”Είδες, Μαράκι μου, πως χειροκρότησαν το φόρεμα του Τσαρούχη;” Της απαντάω: ”Το είδα, αγάπη μου! Αν το φορούσες εσύ, θα χειροκροτούσαν;” (σ.σ. Στο σημείο αυτό, ένα γατάκι άρχισε να νιαουρίζει επίμονα. Η Μαρία Κωνσταντάρου σηκώθηκε προς αναζήτηση του. ”Το πουλάκι μου…” την άκουσα να μονολογεί).

Είστε φιλόζωη, βλέπω.

Πάρα πολύ! Από παιδί. Πάντα είχα ζώα, σκυλιά!

Πως και δεν κάνατε παιδί;

Έκανα καισαρική στους εννέα μήνες και πνίγηκε από τον ομφάλιο λώρο. Μετά είχα το ένα, μετά τ’ άλλο, δεν το ξαναπροσπάθησα. Με τον άντρα μου είχαμε χωρίσει πολύ φιλικά. Έφυγε από τη ζωή πριν τέσσερα χρόνια…

Όλες αυτές οι αναποδιές που μου περιγράψατε, δεν σας πτόησαν όμως.

Το κακό με τους ηθοποιούς είναι ότι πρέπει να τους διαλέξουν, πρέπει να σε φωνάξουν για νά’χεις δουλειά. Ειδάλλως, τι, μόνος σου θα παίζεις μονολόγους; Πάντα με καλούσαν. Μόνο δύο φορές ζήτησα δουλειά: Με τον Τσαρούχη και με τον Μουσούρη, που του είχα στείλει ένα γράμμα.

Η τηλεόραση είναι ευτελές μέσο;

Όχι. Δε φταίει το μέσο, το τι βάζεις μέσα είναι το θέμα. Να σας πω τι παρακολουθώ σήμερα; ”Chicago Fire”, μία καθημερινή σειρά, πέντε με εφτά το απόγευμα. Ωραιότατα γυρίσματα, εξαιρετικοί ηθοποιοί και υπέροχες μικρές ανθρώπινες ιστορίες!

Δεν σας άρεσε ούτε ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος; Νομίζω παίξατε και σε μία ταινία του Παντελή Βούλγαρη.

Κοιτάξτε, με τον Αγγελόπουλο δεν θα συνεργαζόμουν ποτέ γιατί αυτός έβλεπε τους ηθοποιούς απ’ την ανάποδη, δηλαδή έπρεπε να κρατάς ανάποδα τα κυάλια για να καταλάβαινες ποιοι παίζανε στις ταινίες του. Τους φοβόταν τους ηθοποιούς ο Αγγελόπουλος, είναι γνωστό αυτό. Στον ”Ελευθέριο Βενιζέλο” του Βούλγαρη είχα δυο πολύ ωραίες σκηνές: Στη μία έκανα μία γυναίκα που καθάριζε τη Βουλή κι είχα ένα αγοράκι μαζί μου. Στην άλλη, εμφανιζόμουν μετά την πτώση του Βενιζέλου. Όταν έγινε εκείνο το γύρισμα, μου λέει ο Βούλγαρης: ”Μαράκι μου, αυτό που έκανες είναι πέρα απ’ την υποκριτική”. ”Ευχαριστώ πολύ” απάντησα. Έρχεται η μέρα της πρεμιέρας και ο Βούλγαρης με περιμένει στα σκαλιά του ”Παλλάς”. ”Θέλω να σου πω κάτι” μου κάνει, ”κόπηκαν οι σκηνές σου γιατί θα έβγαινε μεγάλο το έργο”. ”Εμένα βρήκες να κόψεις” του λέω, ”που έκανα την εκπρόσωπο των συναισθημάτων του λαού απέναντι στη μορφή του Βενιζέλου; Γιατί δεν έκοβες την Καλουτά, να της έβαζες ένα νούμερο και όχι δύο;” Βγαίνουν οι κριτικές και γράφει κάποιος: ”Η Μαρία Κωνσταντάρου δεν απέδωσε στο ρόλο”, ενώ εγώ δεν είχα καμία σκηνή (γέλια).

Απ’ την άλλη, μιλώντας εκ των έσω, συνηθίζεται καμιά φορά να κόβονται ολόκληρες σκηνές στον κινηματογράφο.

Ακούστε, μπορώ να κάθομαι να σας μιλάω όχι για δυο ώρες που είμαστε εδώ, αλλά για μέρες ολόκληρες! Όλα όσα με έχουν πληγώσει δεν τα προσπερνάω και τα περνάω μέσα από ένα προσωπικό φίλτρο. Με έχουν σφραγίσει αυτά κατά ένα τρόπο.

Αν σας ζητούσα να μου πείτε τώρα πως σας έκαναν σαν άνθρωπο τα βιώματα αυτά, τι θα μου λέγατε;

Εξακολουθώ να είμαι αγαθή φύση. Θα έχω κι εγώ ελαττώματα. Μπορώ να σας πω τι δεν είμαι: Δεν φθονώ, δεν είμαι μικροπρεπής και μου αρέσει να δίνω! Δίνω, δίνω, δίνω, δίνω! Από αντικείμενα μέχρι την ψυχή μου και φυσικά έχω εισπράξει μεγάλη αχαριστία.

Είστε αυστηρή με τους νέους ηθοποιούς;

Δεν χωράει αυστηρότητα στο θέατρο. Η ψυχή του ηθοποιού είναι σαν το πουλάκι. Άμα την τρομάξεις, πέταξε…Μετά έχεις ένα ανδρείκελο και του φοράς ότι θες. Έχω διδάξει σε σχολές και έχω κάνει κατ’ ιδίαν μαθήματα. Πρέπει να έχεις με το χάδι τους ηθοποιούς.

Είπατε πριν ότι κάνετε ποίηση. Πόσους ποιητές συναναστραφήκατε άραγε;

Δεν είχα γνωρίσει ποιητές. Δεν είχα την τύχη. Τον Ελύτη κι άλλους, τους έβλεπα σαν θεούς. Πέρασα μια μεγάλη ιστορία, προσωπική, συναισθηματική, ερωτικό θέμα. Θυμάμαι ότι για να μην πέσω από το παράθυρο, έλεγα από μέσα μου την προπαίδεια μόνο για εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου που ήταν επικίνδυνο για τη ζωή μου. Σ’ αυτή τη διαδρομή του πόνου, τέσσερα πνεύματα με βοήθησαν: Ο Chopin, ο Mozart, η Δημουλά και ο Ελύτης. Είπα ”Έχει περάσει κι άλλος από κει που είσαι εσύ τώρα, δεν είσαι pioneer”…

Η ερωτική απώλεια υπερβαίνει αυτήν του θανάτου;

Εγώ δεν τον φοβάμαι το θάνατο. Καθόλου. Έχει σημασία τι εννοεί ο καθένας με τη λέξη ”έρωτας”. Εγώ μια ζωή ανήκα στα μεγέθη που ανήκει και το ”Μονόγραμμα” του Ελύτη.

Και όχι, ας πούμε, ”Η σονάτα του σεληνόφωτος” του Ρίτσου;

Όχι, καθόλου. Δεν ήμουν εκεί. Έφτασα στις θερμοκρασίες του συγκεκριμένου έργου του Ελύτη (σ.σ. Απαγγέλλει τους τελευταίους στίχους από το ”Μονόγραμμα”). Μιλάμε για τέτοιο επίπεδο ερωτικού πόνου, που δεν συγκρίνεται καν με τη βιολογική απώλεια του συντρόφου σου ή την εγκατάλειψη.

Αναφέρατε Δημουλά και Ελύτη, δύο αστούς ποιητές. Όχι τον Καρυωτάκη ή και την Κατερίνα Γώγου.

Δεν έχω σχέση μ’ αυτά, δεν έχω καμία συγγένεια. Ποτέ δεν είχα! Με τη Γώγου είχαμε παίξει και μαζί σ’ ένα έργο, αλλά δεν την είχα γνωρίσει καλά. Δεν μπορώ να πω τίποτα για τη Γώγου.

Πείτε μου μερικούς ηθοποιούς εκείνων των χρόνων που θεωρούσατε ”δικούς” σας.

Τη Βέρα Ζαβιτσιάνου, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, την Αλέκα Παΐζη. Κι από σημερινούς εκτιμώ πολύ τον Ηλία Λογοθέτη. Ούτε αυτός έχει επίγνωση του ταλέντου του. Τον θυμάμαι στον ”Φον Δημητράκη” με τον Καρακατσάνη, είχε δώσει συγκλονιστική ερμηνεία, άλλαξε τον ρόλο. Σημαντικό θεωρώ και τον μακαρίτη Σοφοκλή Πέππα! Ένα κρεμμύδι ήταν: Τον ξεφλούδιζες κι από μέσα είχε κι άλλο, κι άλλο…Μεγάλος!

Α, ο Πέππας, η φωνή του μπαρμπα – Στρουμφ. Κι εσείς δίπλα του η φωνή της Στρουμφίτας!

Περάσαμε πολύ ωραία στα ”Στρουμφάκια”. Μα, ξέρετε τι καστ είχανε; Σοφοκλής Πέππας, Μπέττυ Αρβανίτη, Λιγνάδης, δεν ήταν δηλαδή ”Πάμε να τα πούμε να τελειώνουμε”. Κάναμε πέντε με έξι ώρες για να γράψουμε είκοσι λεπτά το επεισόδιο. Ο Πρωτόπαπας, που ήξερε καλά γαλλικά, έκανε τη μετάφραση και έβαζε στο στόμα μας λέξεις που να ταιριάζουν στο άνοιγμα των χειλιών. Μπορεί να ήταν καρτούν, αλλά άμα άνοιγε το στόμα, έπρεπε να συγχρονιστείς. Δεν είχα αλλάξει καθόλου τη φωνή μου ως Στρουμφίτα. Το μόνο που είχα κάνει ήταν να βάζω στα λόγια της μία διαρκή απορία: ”Είναι μακριά ακόμα, μπαρμπα – Στρουμφ;”

Ήταν καλή παιδική σειρά αυτή και με τεράστια επιτυχία.

Δεν είχε ίχνος βίας πρώτα απ’ όλα και περνούσε στα παιδιά την έννοια της διαφορετικότητας με έναν πολύ ωραίο τρόπο. Είχαν ήθος τα Στρουμφάκια σαν χαρακτήρες.

Ο Έλληνας είναι ανεκτικός στη διαφορετικότητα;

Νομίζω πως είναι πια, νομίζω πως είναι…

Την ιστορία με το παιδί που έχασε τη ζωή του έξω από το κοσμηματοπωλείο θα την παρακολουθήσατε, υποθέτω.

Να σας πω κάτι; Αν έμπαινε κάποιος στο σπίτι μου για να κλέψει και είχα περίστροφο, θα τού’ριχνα. Στα πόδια, όμως! Εδώ τώρα, αν επρόκειτο για ομοφοβική επίθεση, πρόκειται για κάτι τραγικό, απάνθρωπο ασυζητητί. Δεν δικαιολογούνται πλέον οι ρατσιστικοί φόνοι, από Έλληνα σε Έλληνα κιόλας. Οι άνθρωποι αυτοί, καταρχάς, πρέπει να είναι άνοες! Πριν από την κακοήθεια τους, δεν έχουν μυαλό, είναι ηλίθιοι. Να τιμωρηθούν χίλιες φορές άμα αποδειχτούν τα βίντεο που βγήκαν στη φόρα.

Πως περνάει ο χρόνος σας, κυρία Κωνσταντάρου;

Λύνω κρυπτόλεξα, όχι σταυρόλεξα! Διαβάζω πολύ. Ξέρω όλους τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι με τα μικρά τους ονόματα. Είναι απρόβλεπτοι οι ήρωες και το ρεπερτόριο του Ντοστογιέφσκι πραγματικά δεν εξαντλείται ποτέ. Πριν απ’ τον Στανισλάφσκι και τον Φρόυντ, υπήρξε ο Ντοστογιέφσκι! Ο μόνος συγγραφέας που οι ήρωες του τον υπερέβαιναν, γι’ αυτό και ο ίδιος αναρωτιόταν για τη μοίρα τους. 

Πως καταφέρνετε και μοιάζετε τουλάχιστον μια δεκαετία νεότερη;

Δεν ξέρω, μάλλον θέμα γονιδίων είναι. Ο πατέρας μου πέθανε πολύ μεγάλος, η μάνα μου πάλι με έκανε στα 18 της και, νομίζω, πως μία εγκυμοσύνη στα 18 δίνει καλά γονίδια στο παιδί. Ποτέ στη ζωή μου δεν έκανα τίποτα ιδιαίτερο για την υγεία μου, εκτός από υγιεινή διατροφή. Πρόσφατα οι εξετάσεις μου ήταν άριστες, μόνο λίγο βιταμίνη D μου λείπει (σ.σ. Κάνει τον σταυρό της)

Είστε και θρησκευόμενη.

Δεν μπορώ να το πω αυτό, άλλοτε πιστεύω και άλλοτε όχι. Ήταν μηχανική η κίνηση μου αυτή τώρα. Κάποιες στιγμές λέω ”Υπάρχει Θεός”. Για θάνατο σας είπα, ούτε τον σκέφτομαι, ούτε τον φοβάμαι. Εντάξει, όταν έχεις περάσει τα 80, τον σκέφτεσαι. Δεν τον φοβάμαι, όμως, αφού όταν θα συμβεί, εγώ δεν θά’μαι εκεί.

Η ανυπαρξία, έστω, δεν σας τρομάζει;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ανυπαρξία. Το σώμα πεθαίνει, η ψυχή όμως ζει και μετά, το πιστεύω ακράδαντα. Θα σας πω μία εμπειρία επ’ αυτού: Εμένα δεν με άφηναν να κάνω δουλειές στο σπίτι σαν παιδούλα. Μία απ’ τις θείες μου, η Ελπινίκη, τα έκανε όλα αυτή και δεν με άφηνε να κάνω τίποτα οικιακό. Έχω μετακομίσει στο Ψυχικό, λοιπόν, κι έπαιζα και στο θέατρο. Εγώ δεν μπορώ το πιατομάνι, δεν έχω χειρότερο! Μπαίνω ένα βράδυ στο σπίτι, κουρασμένη απ’ το θέατρο, και βλέπω να μην υπάρχει τηγάνι, κατσαρόλα και πιάτο που να μην είναι άπλυτο μες το νεροχύτη. Με πιάνει απελπισία και λέω ”Α ρε Ελπινίκη, αν ζούσες θα μου τά’χες πλύνει”. Πέφτω να κοιμηθώ. Την άλλη μέρα σηκώνομαι κι είναι πλυμένα όλα!

Έλα, ρε, τώρα…

Αυτό που σου λέω! Ρώτησα τον Χειμωνά αν υπήρχε περίπτωση να το έκανα εγώ σε υπνοβασία και μου εξήγησε πως ήταν πάρα πολύς όγκος δουλειάς σε διάρκεια ώστε να μην το θυμάμαι μετά. Ιατρικώς δεν στέκει, μου είπε. Ο υπνοβάτης δεν μπορεί να κάνει πρακτικές δουλειές. Τρόμαξα…Είπα: ”Ελπινίκη, αν τό’κανες εσύ, σε παρακαλώ μην το ξανακάνεις, γιατί τρομάζω”! Και δεν το ξανάκανε!

Αφορμή της συνάντησης μας και της μαραθώνιας αυτής συνέντευξης είναι η συμμετοχή σας σε ένα σύγχρονο, κλασικό ήδη, έργο. Ανταποκριθήκατε άμεσα στην πρόταση;

Αμέσως! Μου τηλεφώνησε ο Παύλος από το OLVIO και μου είπε ότι κάποια, που δεν την ήξερα, του πρότεινε εμένα για το ρόλο της γιαγιάς. Δεν το γνώριζα καθόλου το OLVIO σαν χώρο. Πήγα και το είδα και αν δεν είχε όλη αυτή την καλαισθησία και τον πολιτισμό που το διέπει, δεν ξέρω αν θα έπαιζα. Μου έχει τύχει να πάω να δω συναδέλφους σε θέατρα – χαμαιτυπεία και να απορώ με το θράσος αυτών που τα δικοικούν να καλούν κόσμο και ηθοποιούς να παίζουν. Είναι υπέροχο θέατρο το OLVIO!

Το έργο του Μρόζεκ το γνωρίζατε;

Ναι, γιατί στις αρχές του ’70 τό’χε ανεβάσει ο Κούρκουλος σε σκηνοθεσία του Ευαγγελάτου. Έπαιζαν ο Φιλιππίδης, η Βαλάση, ο Κωνσταντόπουλος. Θέλανε να το πάνε τουρνέ κι εγώ μόλις είχα γυρίσει από την Κύπρο, έχοντας ζήσει και το πραξικόπημα. Μου ζήτησαν να παίξω την Ελεονώρα. Δηλαδή, έχω ξαναπαίξει στο ίδιο έργο, αλλά στην τουρνέ, όχι όταν ανέβηκε στην Αθήνα.

Υπάρχει συγκίνηση για την τωρινή επιστροφή στο ίδιο έργο;

Όχι, γιατί δεν κάναμε πάνω από 10 – 15 παραστάσεις και δεν μου είχε ”καθίσει” μέσα μου. Το μόνο που θυμάμαι από τότε, μάλιστα, ήταν ότι φόραγα ένα κομπινεζόν.

Τι πιστεύετε ότι έχει να προτείνει η παράσταση σήμερα;

Το έργο καυτηριάζει την αστική τάξη και τους δήθεν προοδευτικούς που νομίζουν πως σπάνε το κατεστημένο και τον κομφορμισμό, αλλά στην πραγματικότητα είναι απλώς γελοίοι.

Κυρία Κωνσταντάρου, νομίζω τα είπαμε όλα.

Τίποτα δεν είπαμε (γέλια). 

 

* Το έργο ”Tango” του Σλάβομιρ Μρόζεκ κάνει πρεμιέρα στο θέατρο OLVIO τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 Σκηνοθεσία: Νίκος Χατζηπαπάς – Μετάφραση: Παύλος Μάτεσις – Παίζουν: Δημήτρης Γκουτζαμάνης – Μαρία Κωνσταντάρου – Δημήτρης Μαύρος – Γιάννης Καλατζόπουλος – Ειρήνη Γρέκα – Νέλη Αλκάδη – Αβραάμ Παπαδόπουλος

 

 

 

Μελέτη: Μήπως τα ακραία σχόλια εναντίον της έρχονται από τη ΝΔ; – Οι αναρτήσεις της Λίνας Κλείτου

InCollage 20240419 160043944

Μελέτη: Μήπως τα ακραία σχόλια εναντίον της έρχονται από τη ΝΔ; – Οι αναρτήσεις της Λίνας Κλείτου

«Mε την όψιμη μεταγραφή με τις άλλοτε βαρύνουσες πολιτικές δηλώσεις για το πώς τρώει φαλλούς…

Σάμος: Τρόμος στο νησί καθώς έσπασε ρήγμα που δεν είχε σπάσει το 2020 – Σύσταση να αποφεύγονται κτίρια με βλάβες (Video)

image 1 1

Σάμος: Τρόμος στο νησί καθώς έσπασε ρήγμα που δεν είχε σπάσει το 2020 – Σύσταση να αποφεύγονται κτίρια με βλάβες (Video)

Σύμφωνα με την ΕΡΤ δεν έχει αναφερθεί καμία ζημιά σε κτίρια του νησιού, ενώ, όπως…