Newsroom

Newsroom

Η εποχή του «δούκα» της μεγάλης ορχήστρας

Προδημοσίευση από την αναθεωρημένη και διορθωμένη μορφή της μετάφρασης της «Σκηνής της τζαζ» του Ερικ Χόμπσμπαουμ, που κυκλοφόρησε το 1988 και το 1993. Την αναθεώρησή της καθώς και την επιμέλεια της έκδοσης για λογαριασμό του Εξάντα ανέλαβε ο ποιητής Γιάννης Λειβαδάς.

τζαζ1

Ενας μύθος της ιστοριογραφίας συναντά έναν μύθο της τζαζ…

Από τις πρώτες μεγάλες ορχήστρες μόνο μία κατάφερε να ξεχωρίσει ιδιαίτερα: η ορχήστρα του Ντιουκ Ελινγκτον από το 1926. Ο Ελινγκτον έχει την ίδια περίπου σχέση με τις υπόλοιπες σύγχρονές του ορχήστρες που έχει –toutes proportions gardées– ο Σέξπιρ με τους άλλους ελισαβετιανούς δραματουργούς και γι’ αυτό δεν κατατάσσεται εύκολα σε καμιά σχολή, ούτε μπορεί να αξιολογηθεί με τα μέτρα των άλλων.

Ανανεώνοντας τη φόρμα της παραδοσιακής τζαζ 

Ο Ελινγκτον –ασφαλώς το σημαντικότερο μουσικό ταλέντο που εμφανίστηκε στην τζαζ μέχρι σήμερα– έλυσε ταυτόχρονα και θριαμβευτικά τα τρία προβλήματα της μεγάλης ορχήστρας: τη συγκρότηση του ρεπερτορίου, τη διαμόρφωση της κατάλληλης ενορχήστρωσης και, χάρη στη σοφή επιλογή μουσικών, τη διαμόρφωση και του κατάλληλου στιλ στα όργανα.

Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά τα πέτυχε με έναν τελείως προσωπικό τρόπο, που ξεπερνούσε τις δυνατότητες των άλλων οι οποίοι δεν είχαν ούτε το πολύπλευρο ταλέντο του ούτε το απαράμιλλο μουσικό εργαλείο του: μια μόνιμη μεγάλη ορχήστρα. Αν και όλα τα επιτεύγματά του είναι ιδιαίτερα εκλεπτυσμένα, έχουν σχεδόν πάντα την πηγή τους στη γνήσια λαϊκή, αυθόρμητη, αυτοσχεδιαστική τζαζ. 

Ο Ελινγκτον παίζει συνήθως δικές του συνθέσεις (προϊόντα σχεδόν πάντα συνεργασίας με τους μουσικούς του), αλλά έχει επίσης προσαρμόσει λαμπρά τις καθιερωμένες φόρμες στους δικούς του σκοπούς. Εδωσε ορχηστρική μορφή στο μπλουζ διατηρώντας τις αρμονίες του, αναπτύσσοντας τη μελωδία και μεταφέροντας το αντιφωνικό στιλ του στις συνθήκες της ορχήστρας. Ο αυτοσχεδιάζων μουσικός διατηρεί την παλιά του ελευθερία, τώρα όμως στο πλαίσιο μιας «δομημένης» τζαζ. Και η δομή των συνθέσεων του Ελινγκτον και οι μελωδικές γραμμές που γράφει για τους σολίστ ή αφήνει στη φαντασία τους βασίζονται στο αντιφωνικό στιλ του μπλουζ, έτσι ώστε τα «έργα» του να παίρνουν συχνά τη μορφή ντουέτων ή μικρών κοντσέρτων και τα σόλο των μουσικών να πλησιάζουν περισσότερο στους σύντομους απαντητικούς αυτοσχεδιασμούς των συνοδευτικών οργάνων στο μπλουζ παρά στα καθιερωμένα ατέρμονα σόλο. Στις μπαλάντες ο Ελινγκτον «εγκαταλείπει την αρχική μελωδία, που συνήθως δεν ήταν και πολύ σπουδαία, και αναπτύσσει τις διατονικές χρωματικές της αρμονίες», κάτι καινούργιο και πολύ ενδιαφέρον στην παράδοση της τζαζ. 

Η μουσική σαν διαδικασία συνεχούς ανακάλυψης

Μολονότι ο Ελινγκτον έτεινε, με αφετηρία την παλιά τζαζ, προς ένα είδος έντεχνης μουσικής, δεν πειραματίστηκε ποτέ με αρχιτεκτονικές μορφές της σοβαρής μουσικής, όπως έκαναν αργότερα μερικοί συνθέτες της μοντέρνας τζαζ. Τον απασχόλησε κυρίως η ανάμειξη των ορχηστρικών ηχοχρωμάτων και η έκφραση ψυχικών διαθέσεων, στα οποία προσφερόταν και η παλιά τζαζ.

Από τη σοβαρή μουσική τον επηρέασαν, όπως ήταν επόμενο, συνθέτες σαν τον Ντεμπισί, τον Ντίλιας ή τον Ραβέλ, αν και, καθώς φαίνεται, μάλλον έμμεσα και όχι από πρώτο χέρι. Οι συνθέσεις του Ελινγκτον έχουν στην ουσία μάλλον ρομαντικό ύφος παρά κλασικό, για να χρησιμοποιήσουμε τη φορμαλιστική ορολογία. Πρόκειται συνήθως για μικρές ιμπρεσιονιστικές εικόνες που καμιά φορά αναπτύσσονται σε μικρές σουίτες («Creole rhapsody», «Black, brown and beige» κ.ά.). Τελικά, για να πούμε την αλήθεια, το καλλιτεχνικό επίτευγμα του Ελινγκτον υπήρξε πιθανότατα λιγότερο σημαντικό από το επίτευγμά του ως ανακαινιστή (μέχρι ποιο σημείο αυτό οφείλεται στις τρομερές δυσκολίες που αντιμετωπίζει όποιος θέλει να δημιουργήσει έντεχνη μουσική μέσα στο περιβάλλον της εμπορικής ψυχαγωγίας και ξεκινώντας ουσιαστικά μόνος και από το μηδέν, είναι μια άλλη ιστορία). Πάντως κανένας συνθέτης και καμιά ορχήστρα της τζαζ δεν κατόρθωσε να διατηρήσει σταθερά τόσο υψηλό επίπεδο δημιουργίας και μουσικής ικανότητας όσο ο Ελινγκτον.

Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι μολονότι οι κορυφές της σταδιοδρομίας του (1929-33, 1939-41) φτάνουν πολύ ψηλά, ελάχιστοι δίσκοι του θα κατακτήσουν την αθανασία που έχουν εξασφαλίσει ορισμένα αριστουργήματα της Μπέσι Σμιθ ή του Λούις Αρμστρονγκ. Οσοι το κατορθώσουν θα το χρωστούν τόσο στην προσχεδιασμένη λαμπρότητα των σόλο όσο και στη συνολική σύλληψη και σύνθεση, όπως, λόγου χάρη, στο περίφημο «Concerto for Cootie» στο οποίο ο Αντρέ Οντέρ αφιέρωσε είκοσι μία σελίδες μουσικής ανάλυσης. Η μουσική του Ελινγκτον αποτελεί αδιάκοπη διαδικασία ανακαλύψεων και όχι παράθεση επιτευγμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ξανάπιασε και ξαναδούλεψε, αναπτύσσοντας και βελτιώνοντας, παλιότερες συνθέσεις του, έτσι ώστε κομμάτια όπως το πρωτοποριακό «East Saint Louis doodle-oo» (1926) ή το «Black and tan fantasy» (1927) να τα συναντάμε σε πολλές διαδοχικές εκδοχές. 

INF0

Η «Σκηνή της τζαζ» θα κυκλοφορήσει σύντομα πλήρως ανανεωμένη από τις Εκδόσεις Εξάντας