ΘΓ

Θανάσης Γιαλκέτσης

Η δημοκρατία σε κίνδυνο

Γεννημένος στο Μόναχο το 1982, ο Γιάσα Μουνκ διδάσκει σήμερα Πολιτική Θεωρία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Popolo vs democrazia» (Feltrinelli 2018), ο Μουνκ έδωσε στο ιταλικό ηλεκτρονικό περιοδικό Reset τη συνέντευξη που ακολουθεί.

γιάσα μουνκ

Η θέση σας για τον εκφυλισμό των φιλελεύθερων δημοκρατιών βασίζεται σε μιαν εννοιολογική και μεθοδολογική διάκριση: τη διάκριση ανάμεσα στους δύο πόλους που συνθέτουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Γιατί θεωρείτε ότι δημοκρατία και φιλελευθερισμός θα πρέπει να διαχωρίζονται;

Με μιαν ορισμένη έννοια δεν διαχωρίζονται. Ζούμε πράγματι σε ένα πολιτικό σύστημα που αντλεί τη νομιμοποίησή του από την ικανοποίηση δύο αξιών: της ατομικής ελευθερίας, που αντιπροσωπεύει θα λέγαμε το φιλελεύθερο σκέλος, και του συλλογικού αυτοκαθορισμού, που ενσαρκώνει το δημοκρατικό σκέλος. Για να κατανοήσουμε όμως αυτό που συμβαίνει στον κόσμο, είναι σημαντικό να σκεφτόμαστε ως διακριτά αυτά τα δύο σκέλη.

Αν ορίζουμε τη δημοκρατία με τέτοιον τρόπο ώστε να συμπεριλαμβάνει όλα όσα μας φαίνονται επιθυμητά, γίνεται αδύνατο να κατανοήσουμε, για παράδειγμα, αυτό που έγινε στην Ελβετία, όπου η πλειοψηφία των πολιτών ψήφισε να απαγορευτεί η κατασκευή ενός τζαμιού. Μια ψήφος που είναι ταυτόχρονα δημοκρατική, επειδή εξέφρασε σαφώς τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών μέσα από ένα δημοψήφισμα, αλλά και μη φιλελεύθερη.

Η διάκριση επομένως μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα την ανάδυση δύο νέων πολιτικών συστημάτων, που είναι υπό διαμόρφωση.

Από τη μια μεριά, εδώ και πολλά χρόνια ζούμε σε συστήματα που αποτελούν έκφραση ενός ανεπαρκώς δημοκρατικού φιλελευθερισμού, στα οποία τα δικαιώματα ατομικής ελευθερίας γίνονται λίγο ώς πολύ σεβαστά, αλλά οι άνθρωποι μένουν με την εντύπωση ότι δεν διαθέτουν πλέον τη δύναμη για να παίρνουν αληθινά σημαντικές αποφάσεις.

Από την άλλη μεριά, επικρατούν οι μη φιλελεύθερες δημοκρατίες, εκείνα δηλαδή τα συστήματα στα οποία ορισμένοι ηγέτες, συχνά δημοφιλείς, όπως ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, αρχίζουν να παραβιάζουν τα ατομικά δικαιώματα, να αρνούνται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, να υπονομεύουν την ανεξαρτησία των θεσμών και των κρατικών οργανισμών, όπως συμβαίνει στην Ιταλία με τη δημόσια τηλεόραση.

Για να το πούμε διαφορετικά, ο μη δημοκρατικός φιλελευθερισμός αντιστοιχεί στην ολιγαρχική τεχνοκρατία, ενώ η μη φιλελεύθερη δημοκρατία αντιστοιχεί στον αυταρχικό λαϊκισμό. Ποιοι είναι οι κίνδυνοι του λαϊκισμού αυτής της μορφής;

Πρόκειται για έναν διπλό κίνδυνο. Σε μια πρώτη φάση, ο αυταρχικός λαϊκισμός στρέφεται εναντίον των μειονοτήτων, αποδυναμώνει τους θεσμούς, αρνείται το κράτος δικαίου, ασκώντας μια βία εναντίον της πρώτης από τις αξίες μας, της ατομικής ελευθερίας.

Από τη στιγμή όμως που οι μη φιλελεύθεροι πολιτικοί έχουν αποδυναμώσει τους ανεξάρτητους θεσμούς, έχουν αλλάξει τον χαρακτήρα των συνταγματικών ισορροπιών, έχουν εξασφαλίσει την εκλογή των δικών τους ανθρώπων στις εκλογικές επιτροπές, γίνεται αδύνατο να απομακρυνθούν από την κυβέρνηση με δημοκρατικά μέσα.

Εδώ βρίσκεται ο διπλός κίνδυνος. Φοβάμαι ότι η μη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα πολιτικό καθεστώς όχι μόνο διαφορετικό από τα άλλα, αλλά και μεταβατικό: θα μπορούσε να οδηγήσει σε αληθινές δικτατορίες, όπως συμβαίνει στην Ουγγαρία.

Στο βιβλίο μου υποστηρίζω ότι ο λαϊκισμός έχει βαθιές αιτίες διαφορετικού χαρακτήρα, οικονομικές, πολιτισμικές, τεχνολογικές. Και ισχυρίζομαι ότι η πολιτική τάξη πρέπει να δράσει επειγόντως, για να επιλύσει τα προβλήματα που γεννούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι η ενίσχυση του αυταρχικού λαϊκισμού θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο αυτά τα προβλήματα και θα μπορούσε να οδηγήσει ώς τα πρόθυρα της δικτατορίας.

Αναφερθήκατε στις τρεις κυριότερες αιτίες της ανόδου των μη φιλελεύθερων δυνάμεων, τις οποίες αναλύετε διεξοδικά στο βιβλίο σας: την οικονομική, την πολιτισμική και την τεχνολογική. Πώς εντοπίσατε αυτές τις τρεις αιτίες και γιατί τις θεωρείτε πρωταρχικές;

Κάθε φορά που ταξιδεύω σε διάφορες χώρες, οι άνθρωποι μου αφηγούνται ιστορίες αρκετά «τοπικές» προκειμένου να εξηγήσουν την ανάπτυξη των λαϊκιστικών κινημάτων στις κοινωνίες τους.

Στη Γερμανία, συχνά μου λένε ότι ο λαϊκισμός ενισχύθηκε επειδή η Μέρκελ υιοθέτησε μια μετριοπαθή, κεντρώα πολιτική και έτσι άνοιξε χώρους στα δεξιά του πολιτικού φάσματος.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μου λένε ότι η αιτία της εκλογής του Τραμπ είναι το ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έγινε όλο και πιο ακροδεξιό και αυτό διευκόλυνε τον Τραμπ. Βρίσκω παράδοξο το ότι δύο τόσο διαφορετικές ερμηνείες μπορεί να οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα.

Ως πολιτειολόγος, μπροστά σε ένα φαινόμενο αρκετά όμοιο σε πολλές διαφορετικές χώρες, αναζητώ τις αιτίες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις παρ’ όλη τη διαφορετικότητά τους.

Η πρώτη αιτία είναι η στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου, ιδιαίτερα προφανής στην Ιταλία, μια χώρα όπου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το επίπεδο ευημερίας ενός μέσου Ιταλού ή των λαϊκών τάξεων αυξήθηκε γρήγορα, ενώ δεν άλλαξε ή και μειώθηκε στις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό αλλάζει εντελώς την άποψη που οι Ιταλοί πολίτες έχουν για το πολιτικό σύστημα στο οποίο ζουν.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι η μετάβαση από μια κοινωνία λιγότερο ή περισσότερο μονοεθνική ή μονοπολιτισμική σε μια πολυεθνική κοινωνία. Μια διαδικασία σημαντικού μετασχηματισμού που γεννάει φόβους και αντιστάσεις.

Ο τρίτος παράγοντας έγκειται στο γεγονός ότι σήμερα οι πολίτες που είναι δυσαρεστημένοι ή οργισμένοι με τους πολιτικούς μπορούν να οργανωθούν και μπορούν να συντονίσουν τις φωνές τους πιο εύκολα σε σχέση με το παρελθόν, χάρη στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η συζήτηση για τις αιτίες του λαϊκισμού επικεντρώνεται συνήθως γύρω από το ερώτημα: Οι λόγοι είναι πολιτισμικού ή οικονομικού χαρακτήρα; Εγώ βρίσκω άτοπο αυτό το ερώτημα, επειδή οι δύο παράγοντες διαπλέκονται και ενισχύουν ο ένας τον άλλο.

Ενα πρόσωπο που νομίζει ότι έχει βελτιώσει τη θέση του στη ζωή, που πιστεύει ότι όλα πάνε καλά και θα πάνε ακόμη καλύτερα για τα παιδιά του, θα φοβάται ίσως λιγότερο έναν νέο μετανάστη της διπλανής πόρτας. Αν αυτός ο μετανάστης κατορθώσει μια κάποια οικονομική επιτυχία, το πρόσωπο αυτό δεν θα τον αντιλαμβάνεται ως απειλή, ακόμη κι αν ο μετανάστης προέρχεται από έναν ξένο πολιτισμό.

Αντίθετα, ένα πρόσωπο που νομίζει ότι δεν έχει μπροστά του ευκαιρίες ή που παραπονιέται για τη μείωση των δημόσιων υπηρεσιών και του κοινωνικού κράτους, θα τείνει να αναρωτιέται γιατί θα πρέπει να ανέχεται έναν μετανάστη, και μάλιστα από διαφορετικό πολιτισμό, αφού ήδη «δεν υπάρχουν αρκετά για μένα».

Οι πολιτισμικοί και οι οικονομικοί παράγοντες μπορεί να αλληλοτροφοδοτούνται. Ταυτόχρονα, έχει θεμελιώδη σημασία να παίρνουμε στα σοβαρά τις πολιτισμικές αιτίες.

Ας δούμε τη Σουηδία, μιαν αρκετά πλούσια κοινωνία, στην οποία το κοινωνικό κράτος είναι ακόμη ισχυρό, όπου οι πολίτες στα τελευταία είκοσι χρόνια γνώρισαν μια βελτίωση των συνθηκών ζωής τους πολύ ανώτερη, για παράδειγμα, από εκείνη των Ιταλών. Και ωστόσο στη Σουηδία οι δεξιοί λαϊκιστές δεν έχουν βέβαια την ίδια δύναμη που έχουν στην Ιταλία, αλλά έχουν και εκεί μια σημαντική παρουσία.

Αυτό καταδεικνύει ότι, αν αναλύσουμε μόνο την οικονομική αιτία, καταλήγουμε να παραγνωρίζουμε ορισμένα σημαντικά φαινόμενα. […]

 

Πηγή: efsyn.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr

Μέλπω Λεκατσά: Μια ιστορική μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ (Video)

λεκατσα

Μέλπω Λεκατσά: Μια ιστορική μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ (Video)

Ως φοιτήτρια στη Φαρμακευτική τότε, η Μέλπω Λεκατσά, έστησε μαζί με άλλους φοιτητές ένα πρόχειρο…