Οι συγκεκριμένη Ένωση εμφανίζει μια ιδιαίτερη ευαισθησία όταν για παράδειγμα βλέπουν το φως της δημοσιότητας στοιχεία για παραλείψεις δικαστών ή εισαγγελέων σε σημαντικές ποινικές υποθέσεις. Ακόμη κι όταν οι καταγγελίες προέρχονται από συναδέλφους τους, όπως στην περίπτωση της Ελένης Ράικου την οποία ανακρίτρια κατήγγειλε για απόκρυψη στοιχείων στην υπόθεση Παπαντωνίου-Λιακουνάκου, η Ένωση θίγετα και βάλλει κατά των δημοσιογράφων που απλώς κάνοντας τη δουλειά τους της έφεραν στην επιφάνεια.
Όταν για παράδειγμα το Documento αποκάλυψε τις καταγγελίες της ανακρίτριας κατά της τ. εισαγγελέως Διαφθοράς, η Ένωση εξανέστησε και σε ανακοινώσεις της έκανε λόγο για στοχοποίηση των δικαστών, ζητώντας «να αφεθούν οι δικαστές και οι εισαγγελείς να ασκήσουν το έργο τους απρόσκοπτα και σύμφωνα με το Σύνταγμα, τον νόμο και τη συνείδησή τους» και κάνοντας λόγο για «καθημερινό φαινόμενο απόπειρας αναχαίτισης του έργου των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών με τη δημόσια στοχοποίησή τους».
Στην περίπτωση του Μιχάλη Σάλλα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο πρώην πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς διώκεται, όπως επίσης έχει αποκαλύψει το Documento, για σειρά κακουργηματικών πράξεων, των οποίων προηγήθηκαν ενδελεχείς έρευνες εισαγγελέων οι οποίοι έκαναν όπως έπρεπε τη δουλειά τους. Ο Σάλλας εξέδωσε ανακοινώσεις στις οποίες μιλάει για στοχοποίησή του, όχι από τον Τύπο αλλά από τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης που τον διώκουν. Ο Μιχάλης Σάλλας αναφέρει επί λέξει: «δεν θεωρώ τυχαίο το χρόνο άσκησης της δίωξης αφού συμπίπτει με την ανακοίνωση των νέων επενδυτικών μου σχεδίων. Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για μία προσπάθεια στοχοποίησής μου, η οποία είμαι βέβαιος πως δεν θα τελεσφορήσει λόγω της έλλειψης ζημίας της Τράπεζας».
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, δεν αισθάνεται αυτή τη φορά την ανάγκη να αντιδράσει. Ένας ισχυρός παράγοντας της οικονομικής ζωής του τόπου ο οποίος έχει μπει στο μικροσκόπιο των δικαστικών Αρχών, έχει ερευνηθεί και τελικά διώκεται, εμφανίζεται με θράσος να καταγγέλλει συγκεκριμένους λειτουργούς της Δικαιοσύνης ότι τον στοχοποιούν, αλλά η συνδικαλιστική Ένωση των δικαστών και εισαγγελέων τα βρίσκει όλα λογικά. Δεν θίγεται, ούτε ενοχλείται.
Σ’ αυτή την περίπτωση μάλιστα δεν την ενοχλεί ούτε ο «κακός» Τύπος που υιοθετεί, προφανώς για ιδιοτελείς λόγους, τους ισχυρισμούς Σάλλα και βάλλει εν χορώ κατά των εισαγγελέων που άσκησαν τις διώξεις. Για την Ένωση των δικαστών και των εισαγγελέων τα λεγόμενα Σάλλα είναι προφανώς κάτι σαν Ευαγγέλιο επομένως δεν υπάρχει λόγος να εκδώσει κάποια ανακοίνωση. Ούτε φυσικά να υπερασπιστεί τους συναδέλφους που έκαναν τη δουλειά τους όπως απαιτεί το λειτούργημα που υπηρετεί.
Φαίνεται πως για τη δικαστική συνδικαλιστική Ένωση, που κατά τ’ άλλα κόπτεται για τους συναδέλφους της και τα δικαιώματά τους, οι επικριτές τους χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σ’ αυτούς που δεν τους αρέσουν και άρα βγάζουν ανακοινώσεις εναντίον τους γιατί δήθεν κάνουν κακό στον χώρο και σ’ αυτούς που συμπαθούν και επομένως όσο κι αν τους βρίζουν, τους λοιδορούν ή απλώς τους κριτικάρουν ως κλάδο, τους συγχωρούν. Ο Μιχάλης Σάλλας ανήκει δίχως αμφιβολία στη δεύτερη κατηγορία. Το ερώτημα είναι βέβαια πώς οι ίδιοι οι δικαστές ανέχονται την εξόφθαλμη επιλεκτικότητα της Ένωσης τους που τους στηρίζει μόνο όταν βολεύονται.