Γιώργος Σαλβάνος: Ένας ακάματος εργάτης της μουσικής μοιράζεται ιστορικές μνήμες

Έζησε τον απόηχο των νεοκυματικών μπουάτ, συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους τραγουδιστές και ταξίδεψε στις πέντε ηπείρους. Ο λόγος σ' έναν απ' τους αφανείς ήρωες της ελληνικής μουσικής

001

Μεταφέρω αυτούσιο κάτι που γράφτηκε πρόσφατα στα social media για τον μουσικό Γιώργο Σαλβάνο: «Η μορφή των μπουάτ! Υπήρχε διάχυτο ένα φως όταν καθόταν στο πιάνο και ας ήταν σκοτεινή η μπουάτ». Εγώ πάλι θα χαρακτήριζα τον συγκεκριμένο μουσικό, αφανή ήρωα των μεγαλύτερων στιγμών του ελληνικού τραγουδιού στις μπουάτ, τα πάλκα και τις συναυλίες. Ένας ακάματος εργάτης που του έτυχε να δουλέψει κυριολεκτικά με τους πάντες, αλλά και να ταυτιστεί με το περιβόητο Νέο Κύμα, μολονότι το εν λόγω μουσικό κίνημα βρισκόταν στα τελειώματα του. Θεώρησα καλό να δοθεί βήμα σ’ έναν καλλιτέχνη που για μισό αιώνα ποτέ δεν βγήκε μπροστά, καθαρά από προσωπική επιλογή του και στάση ζωής. Με δέχτηκε ένα απόγευμα στο σπίτι του, τώρα που αναρρώνει από μία σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του, και με προθυμία άνοιξε το αρχείο του, κυρίως όμως ανέσυρε μνήμες και θυμήθηκε ιστορίες άγνωστες από τη συμπόρευση του με καλλιτέχνες – ιερά τέρατα του 20ου αι. στον τόπο μας.

Έχω την αίσθηση πως ενώ μετράτε πενήντα χρόνια και παραπάνω στα μουσικά πράγματα, είστε παρασκηνιακός τύπος, σαν να κρύβεστε.

Εντελώς! Κοιτάξτε, όπως θα ξέρετε η δουλειά του μουσικού είναι μες τη διαπλοκή. Διάφοροι χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους για να μπορέσουν να αναρριχηθούν ή να επιβιώσουν. Εμένα δεν μου πήγαινε ποτέ αυτή η κατάσταση και ότι έκανα στη ζωή μου, μάλλον το έκανα τυχαία. Απ’ το ’74, δηλαδή, που πήρα κάποιες καλές δουλειές, κανείς δεν με ήξερε ίσαμε τότε.

Και ο ένας σας πρότεινε στον άλλον.

Έτσι, ναι. Το ’74 μπήκα σ’ ένα σχήμα με τη συχωρεμένη Μαρία Δημητριάδη και την αδερφή της, την Αφροδίτη Μάνου, τον Κώστα Θωμαΐδη και τον Θόδωρο Δημήτριεφ. Πιάνο έπαιζε ο Θάνος Μικρούτσικος που θα αποχωρούσε για δικούς του λόγους, οπότε μέσω ενός φίλου, με ειδοποίησαν και τον αντικατέστησα.

Μιλήστε μου για τη ζωή σας, για τις σπουδές σας.

Ήρθα το 1964 στην Αθήνα από την Κέρκυρα σε ηλικία 14 ετών. Ήμουν γνώστης μουσικής, καθώς έπαιζα στη Φιλαρμονική της Κέρκυρας. Ήμουν τρομπετίστας. Πήγα κατευθείαν στο Ελληνικό Ωδείο, στη Φειδίου, με το ενδιαφέρον μου να εστιάζεται στα θεωρητικά. Και γι’ αυτά, όμως, έπρεπε να έχω κάποιες γνώσεις πιάνου. Το πιάνο, λοιπόν, ήρθε κι αυτό από σύμπτωση ή μάλλον από ανάγκη. Το ωδείο το παράτησα όταν πήγα φαντάρος, αλλά και γιατί δεν μου πήγαινε.

Έπρεπε κάπως να συντηρηθείτε.

Αυτός ήταν ο κύριος λόγος, μια και δεν προερχόμουν από ευκατάστατη οικογένεια. Έτσι αποφάσισα να βγω στο κουρμπέτι. Η πρώτη – πρώτη μου δουλειά, όσο κι αν σας φανεί περίεργο, ήταν μ’ έναν τραγουδιστή που τότε δεν τον ήξερε κανένας και που παίζαμε σ’ ένα μαγαζί στη γέφυρα του παλιού ανατολικού αεροδρομίου. Για τον Γιώργο Μαργαρίτη μιλάω. Λαϊκά τραγούδια έλεγε και το πράγμα πήγαινε ως τις εφτά το πρωί. Παρ’ όλη τη δουλειά που έχω ρίξει τόσα χρόνια, το μόνο πράγμα που δεν συμβιβάστηκα ποτέ, ήταν το ξενύχτι. Ποτέ δεν το ήθελα και η απόφαση μου να δουλέψω δεν εξαρτιόταν σε πρώτο βαθμό από το οικονομικό θέμα.

Όσο από το ωράριο;

Από το ωράριο και από το με ποιους θα δούλευα. Τον Μαργαρίτη, ας πούμε, δεν τον ήξερα, ιδέα δεν είχα, γιατί ήμουν και στραβός απ’ το ωδείο. Άντεξα γύρω στους δυόμισι μήνες και μετά έφυγα. Την ίδια περίοδο έγινε και η Μεταπολίτευση. Έτσι τον Δεκέμβρη του ’74 βρέθηκα με τη Δημητριάδη στη μπουάτ «Ορίζοντες».

Είστε χαρακτηρισμένος ωστόσο ως ακομπανιατέρ στο πιάνο των λεγόμενων «νεοκυματικών» καλλιτεχνών, της Αστεριάδη, της Κουμιώτη, του Λάκη Παππά.

Μ’ αυτούς έμπλεξα λίγο αργότερα. Πρώτα γνώρισα τον Λάκη Παππά στον «Τιπούκειτο» της Βαλτετσίου στα Εξάρχεια. Επιχειρηματίας ήταν ο Μπουκουβάλας, που άμα τον έβλεπες στο δρόμο, θα έβγαζες δεκάρικο να του δώσεις να φάει καμιά τυρόπιτα. Κι όμως υπήρξε φοβερός τύπος, απίστευτος κουλτουριάρης! Στον «Τιπούκειτο» έκατσα δυο χρόνια με τον Λάκη Παππά, τον μακαρίτη Αλέξη Γεωργίου και αργότερα προστέθηκε η Αρλέτα. Ο Λάκης και ο Αλέξης δούλευαν στο θέατρο και έρχονταν αργά, οπότε έπρεπε να καλυφτεί το πρόγραμμα, στο οποίο συμμετείχαν ακόμη η Κρίστη Στασινοπούλου και ο Ηλίας Λιούγκος. Χρειαζόταν, όμως, ένα ακόμη μεγάλο όνομα για εκείνη την εποχή και γι’ αυτό ήρθε η Αρλέτα. Ναι μεν έβγαινε μόνη της, αλλά σε δυο – τρία τραγούδια παίζαμε μαζί.

Ζήσατε με λίγα λόγια τον απόηχο του Νέου Κύματος.

Ισχύει εν μέρει, γιατί το Νέο Κύμα ανήκε στα βασικά ακούσματα μου ως έφηβος και στη συνέχεια μού έμελλε να συνδεθώ με τους εκπροσώπους του. Προηγουμένως, όμως, αμέσως μετά τους «Ορίζοντες» με τη Δημητριάδη και πάλι μέσω κοινού γνωστού, βρέθηκα να παίζω με τη Μαρίζα Κωχ. Ήταν άνοιξη του 1975 και κάναμε πρόβες για τη μεγάλη περιοδεία της Κωχ στην πρώην Σοβιετική Ένωση μαζί με τον Θανάση Γκαϊφύλλια, τη Λήδα Χαλκιαδάκη και το χορευτικό συγκρότημα Δοϊτσίδη. Θυμάμαι ότι φύγαμε με καράβι από τον Πειραιά: Πειραιάς – Οδησσός – Μόσχα – Μπακού – Τυφλίδα και μετά πάλι πίσω μέσω Μόσχας. Σύνολο: Εικοσιπέντε μέρες.

Αυτή ήταν η πρώτη σας μεγάλη δουλειά.

Σίγουρα ήταν η πρώτη δουλειά που βγήκα εκτός συνόρων.

Και ήσασταν απλά συνοδός των τραγουδιστών ή σας ενδιέφερε να πειράζετε και λίγο τα κομμάτια;

Όχι, αυτό που δεν μ’ άρεσε και δεν μου αρέσει είναι να πειράζω τα κομμάτια. Σέβομαι απόλυτα τον κάθε δημιουργό έτσι όπως τα έχει φτιάξει. Θα τα πείραζα μόνο σε περιπτώσεις σαν αυτή που συνέβη τελευταία: Κάναμε ένα γκρουπάκι, κλασική κιθάρα, τσέλο, μαντολίνο και πιάνο, όπου εκεί έπρεπε να προσαρμόσω κάπως τα κομμάτια. Ηχητικό ήταν, όμως, το θέμα, πάλι δεν τα άλλαξα επί της ουσίας. Το γκρουπ το ονομάσαμε Psycho και παίζουμε ελληνικά και ξένα all time classic κομμάτια.

Φαντάζομαι δεν θα σας αρέσει ιδιαιτέρως η τζαζ μουσική με τους αυτοσχεδιασμούς της.

Δεν είχα ποτέ έφεση στη τζαζ. Ακόμη και να ήθελα ν’ ακούσω κάποιον μεγάλο τζαζίστα, δεν θα ήταν στις προτεραιότητες μου. Θαυμάζω πιανίστες τζαζίστες, σαν τον Thelonius Monk, αλλά και πιο παλιούς, που έχουν τις ρίζες τους στα μπλουζ. Παραδέχομαι το παίξιμο τους, μην ξεχνάτε όμως πως εμένα οι συγκυρίες με οδήγησαν ν’ ασχοληθώ μ’ ένα πολύ πιο περιορισμένο ρεπερτόριο, αυτό του ελληνικού τραγουδιού. Επιλεγμένο κιόλας, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Σπανό, Πλέσσα, τέτοια πράγματα. Ξαναπάω πίσω για να σας πω ότι με την Κωχ κάναμε κι ένα μεγάλο ταξίδι – περιοδεία. Στην Κωχ υπήρχε η δυνατότητα του αυτοσχεδιασμού των μουσικών. Φύγαμε, θυμάμαι, στις 8 Μαΐου και γυρίσαμε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1980. Κάναμε κυριολεκτικά το γύρο του κόσμου, έχοντας κιόλας εγώ μεγάλο πρόβλημα με τα αεροπλάνα.

Τι να κάνεις, όμως, να έχανες τέτοια δουλειά;

Αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ, μ’ έπιασε το φιλότιμο. Πήγαμε πρώτα Παρίσι, μετά Καναδά, Ηνωμένες Πολιτείες, Ανατολική Ακτή και κατόπιν Λος Άντζελες, Βανκούβερ κι απ’ το Βανκούβερ στην Αυστραλία σε τέσσερις μεγάλες πόλεις. Από την Αυστραλία βρεθήκαμε στην Κίνα στο πλαίσιο πολιτιστικής ανταλλαγής. Δώσαμε δύο συναυλίες στο Πεκίνο κι άλλες δύο στην Καντόνα, στα σύνορα του Χονγκ Κονγκ. Ακολούθησε το Νέο Δελχί κι από κει γυρίσαμε πίσω. Το πακέτο όλο κράτησε τέσσερις μήνες.

Τι είναι ο φόβος για τα αεροπλάνα μπροστά στο γύρο του κόσμου;

Κι όμως, δεν το απόλαυσα όπως έπρεπε το τουρ αυτό, καθώς είχα πολύ μεγάλο φόβο με τις πτήσεις. Ένιωθα καλά όπου πηγαίναμε μόνο όταν η επόμενη πτήση θα ήταν μετά από είκοσι μέρες. Εν πάση περιπτώσει, όλα πήγαν καλά και δεν κινδυνεύσαμε.

Ξέρετε ότι μεγάλο φόβο για τα αεροπλάνα έχουν κι άλλοι πιανίστες; Ο Τάσος Καρακατσάνης, ας πούμε.

Το ξέρω, ναι, ο Τάσος, όπως και ο Σαράντης Κασσάρας. Το ίδιο πρόβλημα είχε και ο Κώστας Γανωσέλλης. Με τον Κώστα έχουμε ταξιδέψει μαζί, έχουμε πάει στην Κούβα. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα από την περιοδεία με την Κωχ, είχα αποφασίσει ότι δεν θα ξαναμπώ σ’ αεροπλάνο, έλεγα πως δεν θα το ξανακάνω. Ένα μεσημέρι, όμως, μου λέει η μάνα μου: «Σε ζήτησε η Μαρία Φαραντούρη». Σκέφτηκα «Από που κι ως που εμένα η Φαραντούρη;» Δεν την ήξερα, δεν είχαμε γνωριστεί κάπου. Τηλεφωνώ της Μαρίας και με ενημερώνει ότι συγκροτεί μια ορχήστρα για περιοδεία στην Ευρώπη. Με ζώσανε τα φίδια! Μου κλείνει ένα ραντεβού την επόμενη σ’ ένα στούντιο στα Πατήσια και η πρώτη μου κουβέντα, όταν πήγα, ήταν: «Πως ταξιδεύουμε;» Μου λέει η Μαρία πως θα φύγουμε αεροπορικώς για το Ανατολικό Βερολίνο κι από κει όλη η υπόλοιπη περιοδεία θα είναι οδικώς. Τελευταία συναυλία θα δίναμε στη Βιέννη, όπου από κει ο καθένας θα γύρναγε σπίτι του όπως γούσταρε. Εγώ, λοιπόν, έφυγα απ’ τη Βιέννη και πήγα στο Μόναχο, απ’ όπου πήρα το τραίνο για Ελλάδα.

Η συνεργασία με τη Φαραντούρη δεν περιορίστηκε στη συγκεκριμένη περιοδεία.

Γυρνώντας, κάναμε συναυλίες στην Ελλάδα το καλοκαίρι του ’81. Πήγαμε και στην Αλβανία για δύο εβδομάδες στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών με τη γειτονική χώρα. Και μετά ήρθε η Κούβα, αλλά για δουλειά του Μίκη Θεοδωράκη. Δεν είχε ορχήστρα τότε ο Θεοδωράκης και χρησιμοποίησε αυτήν της Μαρίας. Είχε έρθει και ο Γιώργος Νταλάρας μαζί ως γκεστ, αλλά βασικοί τραγουδιστές ήταν η Φαραντούρη και ο Πέτρος Πανδής. Το πρόγραμμα ήταν μοιρασμένο στο «Canto General» με την Ορχήστρα της Κούβας, που διηύθυνε ο Θεοδωράκης, και στα λαϊκά τραγούδια του.

Μεγάλη εμπειρία κι αυτή.

Πιστεύω πως το ότι γύρισα τον κόσμο όλο με τη δουλειά μου, είναι τεράστια υπόθεση. Και το κυριότερο: Γνώρισα έναν κόσμο, ο οποίος σήμερα δεν υπάρχει! Όταν ξαναπήγα στο Πεκίνο το 2009, πάλι με την Κωχ, ήταν μια πόλη άγνωστη, δεν είχε καμία σχέση με το Πεκίνο του 1980. Το ίδιο και η Σοβιετική Ένωση το ’75 επί Μπρέζνιεφ. Ένα καθεστώς σκληρό, που σήμερα δεν υφίσταται. Πιστεύω πως και η Κούβα, μετά τον Κάστρο που γνώρισα προσωπικά, δεν θα’ναι πια όπως την ήξερα. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο: Θεωρώ σημαντικό που απομυθοποίησα καλλιτέχνες, με τους οποίους μεγάλωσα και στη συνέχεια δούλεψα μαζί τους.

Λογικό δεν είναι αυτό, όμως;

Απολύτως, αλλά εγώ δε μιλάω απαραιτήτως για απομυθοποίηση με την κακή έννοια. Τον Λάκη Παππά, ας πούμε, τον είχα θεό στα φοιτητικά μου χρόνια και φτάσαμε στο σημείο να κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο και να ταξιδεύουμε παρέα. Γίναμε αδερφικοί φίλοι. Ερχόμενοι απ’ την Κούβα, που γνώρισα και τον Νταλάρα, μου τηλεφώνησε ο Γιώργος και με ζήτησε για την ορχήστρα του. Θα παίζαμε στο θέατρο «Σούπερ Σταρ» στην Αγίου Μελετίου σε μια σειρά παραστάσεων σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη. Το concept ήταν ένα αφιέρωμα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού από τη Σμύρνη μέχρι τη Μεταπολίτευση. Τραγουδούσαν Νταλάρας, Γλυκερία και Μαργαρίτα Ζορμπαλά και εκτός απ’ τις παραστάσεις στο θέατρο, περιοδεύσαμε σ’ όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, Βρυξέλλες και Στοκχόλμη.

Μ’ αρέσει που φοβόσασταν τα αεροπλάνα.

Τότε τον είχα ήδη ξεπεράσει το φόβο μου. Ύστερα ανακατεύτηκα με τους νεοκυματικούς καλλιτέχνες, πρώτα με τον Παππά, που δεν του άρεσε να τον λένε νεοκυματικό, γιατί ένιωθε ότι περιχαρακωνόταν. Ο Λάκης, άλλωστε, προηγήθηκε του νέου κύματος. Εγώ δούλεψα πολύ με τον Βιολάρη, την Χωματά, την Αστεριάδη και την Κουμιώτη, όπως και με τον Γιώργο Ζωγράφο – με όλους ανεξαιρέτως τους νεοκυματικούς, εκτός απ’ τον Πουλόπουλο, αν τον θεωρήσουμε κι αυτόν νεοκυματικό τραγουδιστή. Γνωρίστηκα με τον Γιάννη Σπανό, τον οποίο εκτιμούσα και εκτιμώ αφάνταστα. Είχαμε συμπράξει σε μερικές παραστάσεις.

Να γιατί ταυτιστήκατε, λοιπόν, με το Νέο Κύμα, ενώ ουσιαστικά δεν το είχατε ζήσει στην ακμή του.

Το ’64 – ’65 που πρωτοστατούσε το Νέο Κύμα, εγώ ήμουν έφηβος, αλλά το ζούσα δισκογραφικά. Το θέμα το ήξερα γιατί ήταν μέσα στα ακούσματα μου μαζί με την πιο κλασική μουσική. Έπειτα πέρασα ως θαμώνας απ’ όλες τις μπουάτ, που λίγο αργότερα δούλεψα ως μουσικός. Το ίδιο διάστημα γνώρισα ποιητές και στιχουργούς, σαν τον Άκο Δασκαλόπουλο και τον Δημήτρη Ιατρόπουλο. Με τους νεοκυματικούς τραγουδιστές πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, κάναμε πάρα πολλές δουλειές, έχοντας μάλιστα την ευθύνη της ορχήστρας τους. Έγραφα τις παρτιτούρες τους, ενορχήστρωνα, ήμουν κατά ένα τρόπο ο μαέστρος τους.

Απορώ πως και δεν σας βγήκε ποτέ να γράψετε δική σας μουσική.

Όχι, ποτέ, γιατί πολύ απλά δεν μου βγαίνει. Ούτε ποτέ προσπάθησα, γιατί δεν με ενδιέφερε.

Αν σας ζητούσα να ξεχωρίσετε μια δουλειά σας ως την καλύτερη;

Απ’ την άποψη του πρεστίζ, όταν μου ζήτησε ο Καλκάνης, ο μαέστρος του δήμου της Αθήνας, να οργανώσω δυο βραδιές με τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Μου διέθετε τη λαϊκή ορχήστρα του δήμου, αλλά επειδή τα τραγούδια είχαν ανάγκη κι άλλων οργάνων, θα μου έδινε από τη Λυρική ότι άλλο χρειαζόμουν. Ο Χατζιδάκις στο μεταξύ είχε φύγει από τη ζωή. Πρόλαβα και τον γνώρισα κι αυτόν σ’ ένα ξενοδοχείο έξω απ’ τη Νάουσα. Φευγαλέα, ένα «χαίρετε». Έτυχε να μένουμε στο ίδιο ξενοδοχείο, εκείνος με το σχήμα του κι εγώ με το σχήμα της Κωχ. Πηγαίναμε για δουλειά, θυμάμαι, και τον βλέπουμε να κάθεται στο φουαγέ με τον Τάσο Καρακατσάνη. Ο Τάσος, φίλος μου από το ’75, ευγενής όπως είναι μια ζωή, σηκώθηκε και με σύστησε στον Χατζιδάκι. Τι με εντυπωσίασε: Ο Χατζιδάκις σηκώθηκε από την καρέκλα του για να με χαιρετίσει. Έδειξε δηλαδή σεβασμό σ’ έναν πολύ νεότερο του μουσικό, που αμφιβάλλω αν είχε ακούσει ποτέ το όνομα μου.

Για τον Χατζιδάκι μου μιλάτε, για τον Θεοδωράκη δεν μου είπατε κάτι πριν.

Κοιτάξτε, έχω πει κάτι εδώ και πολλά χρόνια σε μερικούς – μερικούς που κατηγορούν τον μουσικό Θεοδωράκη: Αν υπάρχουν πέντε μουσικοί στην Ελλάδα που υπερασπίζονται τον συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, οι πέντε είμαι εγώ! Μιλάω για τον μουσικό, γιατί ο άνθρωπος Θεοδωράκης είναι μία άλλη ιστορία. Ως εδώ. Σε εκείνη τη χατζιδακική συναυλία, λοιπόν, ο Καλκάνης με άφησε ελεύθερο. Μου είπε να έπαιρνα όποιους τραγουδιστές ήθελα, αφού προφανώς υπήρχε μπάτζετ. Του πρότεινα να παίζαμε «Ματωμένο Γάμο» και «Παραμύθι χωρίς όνομα» με τον Λάκη Παππά συν κάποια άλλα τραγούδια με τον Βασίλη Λέκκα και τον συχωρεμένο Δημήτρη Ψαριανό. Παίξαμε και ολόκληρο τον «Σκληρό Απρίλη του ’45», τα ορχηστρικά. Τη συναυλία τελικά παρακολούθησαν δυόμισι χιλιάδες άτομα, αλλά ο Καλκάνης μου επέβαλε να διευθύνω και την ορχήστρα. Με ανάγκασε να κάνω τον μαέστρο κι ένιωσα ντροπή, γιατί εγώ δεν είχα καμιά δουλειά μ’ αυτό το πράγμα. Κάναμε και δύο ακόμη συναυλίες με τον «Καπετάν – Μιχάλη» του Χατζιδάκι στην Κρήτη, την πρώτη με τον Λέκκα και τη δεύτερη με τον Ψαριανό. Εκεί ξανάκανα αναγκαστικά τον μαέστρο, γιατί επρόκειτο για ένα στριφνό έργο που έπρεπε κάποιος να το κουμαντάρει. Πάντως, η καλύτερη για μένα δουλειά από πλευράς συνθηκών, ήταν οι συναυλίες με τη Φαραντούρη. Ξεκινούσαμε στις 6.30 το απόγευμα και τελειώναμε στις 8 το βράδυ. Στο εξωτερικό δεν κρατάνε πολλή ώρα οι συναυλίες. Θυμάμαι ότι έπαιζα στο πιάνο, που ήταν στην άκρη της σκηνής κι αν καμιά φορά ξεφεύγαμε λίγο, ερχόταν ο φροντιστής και μου έδειχνε το ρολόι του. Η παράσταση έπρεπε να’ναι μιάμιση ώρα ακριβώς και μιλάμε για Γερμανία, έτσι;

Με τους νεοκυματικούς ακόμη παίζετε, πάντως.

Σωστά, δούλευα και ακόμα δουλεύω, αν και τώρα με την κρίση του κορονοϊού, σταματήσαμε. Σταθερά δουλεύω με τον Μιχάλη Βιολάρη, ο οποίος, επειδή πρόσεχε και έκανε καλή ζωή, μπορώ να σας πω ότι φωνητικά είναι καλύτερος απ’ ότι στα νιάτα του. Τους έζησα όλους, πάντως, όπως σας είπα, τη χρυσή εποχή των μπουάτ, καθώς οι μπουάτ κράτησαν μέχρι και τα τέλη του 1970 σε κατάσταση ακμαία. Κατά καιρούς έπαιζα στην Πλάκα σε μικρά μαγαζάκια, εκτός από το «Θεμέλιο» που τη σαιζόν 1976 – 77 παίξαμε με τη Μαρίζα Κωχ και τον Μανώλη Μητσιά. Στο ίδιο σχήμα ήταν ακόμη η Τάνια Τσανακλίδου και ο Δημήτρης Πουλικάκος. Καλά τα πήγαμε μέχρι που, δεν ξέρω για ποιο λόγο, η Μαρίζα έφυγε στη μέση της σαιζόν. Πιθανώς να μην τα βρήκαν με τον επιχειρηματία στα οικονομικά – ο θεός να τον έκανε επιχειρηματία!

Γνωρίζω πως το χιούμορ σας είναι παροιμιώδες, αυτό κυκλοφορεί μεταξύ των μουσικών. Θα ήθελα να μου αφηγηθείτε μια αστεία ιστορία.

Πολλές αστείες ιστορίες, πράγματι. Θα σας πω μία με την Αλίκη Καγιαλόγλου. Στα μέσα του ’80 παίξαμε σ’ ένα φεστιβάλ στο Μεξικό ανάμεσα σε πολλές άλλες χώρες. Εκεί ήταν και ένα γκρουπ Αβορίγινων μουσικών, ντυμένοι όλοι τους με παραδοσιακά πετσιά και δέρματα. Ένας απ’ αυτούς ερωτεύθηκε την Καγιαλόγλου! Καθόμασταν ένα βράδυ έξω απ’ το ξενοδοχείο κι ο τύπος είχε βγει στο παράθυρο από πάνω μας κι έκανε σήματα στην Αλίκη. Λέει αυτή: «Τελικά εμπνέω μεγάλους έρωτες», οπότε γυρνάει και της κάνει ο Κώστας Γρηγορέας ο κιθαριστής: «Αλίκη μου, αυτός σε φαντάζεται μέσα σ’ ένα ταψί και μ’ ένα μήλο στο στόμα» (γέλια). Δουλέψαμε αρκετά με την Καγιαλόγλου, αλλά αραιά, όχι συνεχόμενα. Παίξαμε στη Νάπολη, θυμάμαι, αλλά και στο Τρεβίζο – οι δυο μας μόνο, πιάνο – φωνή. Γενικά, πάντως, το χιούμορ έπαιζε μεγάλο ρόλο στη σχέση μου με τους άλλους. Δεν έβγαινε αλλιώς, το καταλαβαίνετε. Ακόμα και τώρα που ήμουν στο νοσοκομείο, στον Ευαγγελισμό για ένα μήνα σχεδόν, δε μπορούσα να μην αστειεύομαι με τους γιατρούς και τις νοσοκόμες παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης μου.

Θέλετε να μου πείτε τι ακριβώς σας συμβαίνει, μια κι εσείς το αναφέρατε;

Για ένα διάστημα πριν πάω στο νοσοκομείο δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Κάποια στιγμή με έτρεξε ο κουμπάρος μου στο Γεννηματάς κι έκανα εξετάσεις αίματος, που ποτέ μου δεν είχα κάνει κι αυτή ήταν ίσως η μεγαλύτερη βλακεία. Την επόμενη πήρε τα αποτελέσματα ο κουμπάρος και τα έστειλε σ’ έναν αδερφικό μας φίλο, γιατρό, στην Κέρκυρα. Τα βλέπει αυτός, μου τηλεφωνεί και μου λέει: «Τσακίσου τώρα και πήγαινε για εισαγωγή σε νοσοκομείο». Μέτραγα μέρες, απ’ ότι μου είπαν…Κατά τα μεσάνυχτα, μου βάλανε κάτι σωληνάκια που φτάνουν στην καρδιά και μετά απ’ αυτή την επώδυνη διαδικασία με στείλανε κατευθείαν για αιμοκάθαρση. Με πήγαν σε δωμάτιο και την άλλη μέρα ξανά αιμοκάθαρση. Βγήκα απ’ το νοσοκομείο μόνο όταν έπρεπε να αδειάσει το κρεβάτι και μου βρήκαν μια κλινική κοντά μου, στα Ιλίσια, όπου συνεχίζω τις αιμοκαθάρσεις.

Σας βλέπω καλά τώρα, ευδιάθετο και δυνατό.

Πέρασε μεγάλο διάστημα, πάνω από μήνας, μέχρι να ανακτήσω τις δυνάμεις μου μετά το νοσοκομείο. Το μόνο που μ’ ενοχλεί είναι αυτός ο δεσμευτικός μπελάς, να πηγαίνω τρεις φορές τη βδομάδα για αιμοκάθαρση. Υπάρχει μια μικρή πιθανότητα, απ’ ότι μου λένε, οι αιμοκαθάρσεις να αραιώσουν ή και να σταματήσουν – αυτό θα’ναι και το ζητούμενο.

Σας φόβισε η περιπέτεια αυτή;

Παραδόξως, όχι. Ξέρετε με τι έπαθα σοκ μες το νοσοκομείο; Μ’ αυτά που έβλεπα που τραβούσαν οι άλλοι δίπλα μου, όχι δηλαδή με τη δική μου πάθηση. Κάποια στιγμή μου φέρανε γιατρό ψυχολόγο, γιατί τους δήλωσα πως δεν μπορώ να διαχειριστώ αυτή την τραγική κατάσταση.

Ισχύει αυτό που λένε ότι τα καλύτερα παιδιά είναι οι λαϊκοί έναντι των λόγιων – έντεχνων μουσικών;

Όντως έτσι λένε, αλλά εγώ δεν τους γνώρισα καλά τους λαϊκούς, γιατί δεν ήμουν ποτέ μέσα σ’ αυτό το χώρο. Από επιλογή μου, βέβαια, αφού η νύχτα δεν μ’ άρεσε. Θυμάμαι το ’87 περίπου όταν η Πόπη Αστεριάδη μας είχε φέρει τον Θανάση Βασιλά, τον μπουζουξή, που ήταν πιτσιρίκι, 16 – 17 χρονών παιδί. Έξυπνος και ταλαντούχος, έκανε καριέρα, αν και λίγο το σκύλεψε στην πορεία του. Περί ορέξεως, βέβαια…

Ποια είναι η σχέση σας με το πιάνο;

Μ’ αρέσει πάρα πολύ να βλέπω κάποιους να παίζουν κλασικό ρεπερτόριο, κυρίως ξένους πιανίστες. Τους θαυμάζω και τους ζηλεύω με την καλή έννοια. Μακάρι να έπαιζα το ένα εκατοστό απ’ το πιάνο που παίζει ο Κινέζος Λανγκ Λανγκ, ας πούμε. Παρόλα αυτά, δεν με χάλασε και μένα το πιάνο. Του χρωστάω. Δεν με έζησε μόνο οικονομικά, αλλά και ψυχολογικά. Γύρισα τον κόσμο με την τέχνη μου, άνοιξε το μάτι μου.

Πόσο μοναχικός άνθρωπος είστε;

Έκανα εργένικη ζωή. Μπορώ να είμαι μόνος μου, αν και λίγο τα χρειάστηκα όταν γύρισα από το νοσοκομείο. Φοβήθηκα μην μου τύχει καμιά ανωμαλία και τρέχα – γύρευε μετά. Μου είχε πει κάποτε ο Γιάννης Γλέζος το εξής: «Μου κάνει εντύπωση πως μπορείς και κάθεσαι σε μια πολυθρόνα για τέσσερις ώρες χωρίς να κάνεις τίποτα». Του απάντησα: «Μπορώ, γιατί τά’χω καλά με μένα και δεν έχω κανένα πρόβλημα». Δεν σημαίνει αυτό ότι είμαι αντικοινωνικός.

Σας ρώτησα γιατί έχω συναντήσει μουσικούς, αρκετά μεγαλύτερους σας ηλικιακά, που προσπαθούσαν να με πείσουν για το πόσο απέχουν απ’ τη μοναξιά, ενώ σαφώς ήταν βυθισμένοι μέσα σ’ αυτή.

Οι αναμνήσεις είναι κάτι καλό, που σε βοηθάνε σ’ αυτό το κομμάτι. Εγώ καμαρώνω για το γεγονός ότι έζησα, και επαγγελματικά, και κοινωνικά – δεν ήμουν ποτέ χωμένος σ’ ένα μαγγανοπήγαδο. Έζησα και απολάμβανα την καθημερινότητα με τους φίλους, τις γυναίκες, τις δουλειές.

Υπάρχει κάτι που δεν είπαμε και θα θέλατε να το πείτε;

Α, θα σας πω μια ιστορία που μου τη θύμισε η Μαρίζα, η οποία ήρθε εδώ τις προάλλες και μου έφερε φαγητά, νά’ναι καλά! Ξέρετε, καμιά φορά η Μαρίζα λέει με τη Νένα Βενετσάνου για μένα: «Αυτός εδώ έτσι κι ανοίξει το στόμα του, δεν μας ξεπλένει κανείς» (γέλια)

 

Δεν μου είπατε και τίποτα συνταρακτικό, μην ανησυχείτε.

Φυσικά, τα προσωπικά του καθενός δεν αφορούν κανέναν. Ακούστε την ιστορία: Είμαστε στο Κουβέιτ και παίζουμε σ’ ένα ξενοδοχείο με σφραγίδα ενός απ’ τα καλύτερα ξενοδοχεία στον κόσμο. Αν και είχαμε επίσημη πρόσκληση από την κυβέρνηση, εκεί είχαν ένα θέμα με τις γυναίκες που τραγουδούν. Καθυστερήσαμε πολύ στο αεροδρόμιο, θυμάμαι, μέχρι να την αφήσουν τη Μαρίζα να φύγει. Στο ξενοδοχείο έρχεται και μας βρίσκει ένας Έλληνας ναυτικός με καταγωγή απ’ τα Τρίκαλα. Αυτός είχε κάποτε μια ψαρόβαρκα στον Περσικό Κόλπο και ψάρευε. Σε κάποια φουρτούνα είχε κινδυνεύσει μια θαλαμηγός ζάπλουτων σεΐχηδων από το Κουβέιτ. Έμπειρος ναυτικός αυτός, τους έσωσε. Η θαλαμηγός βούλιαξε, αλλά οι άνθρωποι γλίτωσαν. Δεδομένου ότι σ’ αυτά τα μέρη, η μαγική λέξη είναι μία, «Γιουνάν», «Έλληνας» δηλαδή, συν του ότι τους έσωσε τη ζωή, του έδωσαν την εποπτεία ολόκληρου του εμπορίου ψαριών στο Κουβέιτ! Έκτοτε αυτός ζούσε δυο μήνες στο Κουβέιτ, δυο μήνες στο Σαν Φρανσίσκο, δυο μήνες στην Ελβετία, δυο μήνες στο χωριό του κ.ο.κ. Αυτός, λοιπόν, μας είχε κανονίσει τα τραπέζια εκεί που θα παίζαμε και είχε βάλει τύπους με σαρίκια να μας εξυπηρετούν. Θεώρησε ως Έλληνας ότι σε μία ελληνική βραδιά εκεί πρέπει να διασκεδάσουν όπως διασκεδάζουμε στην Ελλάδα. Βγήκε στην αγορά το μεσημέρι και αγόρασε όσα πιάτα υπήρχαν για να τα φέρουν στο ξενοδοχείο και να τα σπάσουν οι πελάτες το βράδυ. Έλα, όμως, που τα πιάτα ήταν κινέζικη πορσελάνη! Τι άλλο θα μπορούσαν να έχουν στο Κουβέιτ εκτός από πανάκριβα πιάτα; Έπαιζε ο Γλέζος στο πιάνο την «Κόρντοβα» κι έφευγε το πιάτο! Κάποια πιάτα σπάγανε, κάποια όχι. Είχα τη Μαρίζα πίσω απ’ το παραβάν να φωνάζει: «Ότι δεν σπάει, φέρνε το μέσα» (γέλια)

Πόσο καιρό έχετε να δουλέψετε;

Κανονικά έχω να δουλέψω γύρω στους 18 μήνες. Ποτέ δεν κάνω σχέδια, όμως, είμαι λίγο έως πολύ αναβλητικός τύπος. Κι αν η κατάσταση της υγείας μου δεν εγκυμονεί κινδύνους άμεσα, δεν παύει νά’ναι ένα πρόβλημα. Μην ξεχνάμε ότι είμαι 71 ετών, κλεισμένα, οπότε από δω και πέρα αρχίζει η σοβαρή φθορά. Δεν είμαι σίγουρος, επίσης, αν ο καλλιτεχνικός κόσμος, με τον οποίο συνεργάζομαι, με εμπιστεύεται πια. Δεν ξέρουν αν μπορώ να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της δουλειάς. Μπορώ και ξέρω ότι μπορώ, ειδικά τώρα που νιώθω καλά σε σχέση με το πως ήμουν πριν. Για το τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω κάποιους ανθρώπους που μου στάθηκαν και μου στέκονται: Τον κλαρινίστα Θωμά Δρόσο, ο οποίος έρχεται κάθε μεσημέρι και με παίρνει απ’ την κλινική για να με γυρίσει σπίτι. Τη Μαρίζα Κωχ που με συντρέχει στο βαθμό που μπορεί κι αυτή, γιατί έτυχαν όλα μες το καλοκαίρι. Τη Μαργαρίτα Πικιώνη, εγγονή του μεγάλου Πικιώνη, που έχω ενορχηστρώσει δύο δουλειές της και κάθε μέρα, κάθε πρωί, είναι από κάτω για να με πάει για την αιμοκάθαρση. Την Κοκό, την ιδιοκτήτρια του «Ενθύμιου», που επίσης μου φέρνει ένα πιάτο φαΐ εκεί που εγώ δεν είμαι σε θέση να μαγειρέψω. Δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο από την ανθρώπινη αλληλεγγύη.

Εύχομαι η υγεία σας να βελτιωθεί κι άλλο και να σας δούμε σύντομα στη θέση σας στο πιάνο.

Πολύ σας ευχαριστώ. Πρέπει να είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω στα πενήντα χρόνια πορείας μου στο χώρο.

* Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Γιώργου Σαλβάνου

Καλαμάτα: Κιτρίνισε τα πάντα η αφρικανική σκόνη – Απίστευτες εικόνες από την περιοχή (video)

2

Καλαμάτα: Κιτρίνισε τα πάντα η αφρικανική σκόνη – Απίστευτες εικόνες από την περιοχή (video)

Σε ταινία παραπέμπει το σκηνικό στην Καλαμάτα μετά την επέλαση της αφρικανικής σκόνης