Newsroom

Newsroom

Γιάννης Ρίτσος: Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους

Ανήμερα της επετείου της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερο «αντίλαλο»

AP 081210017422

Ο Γιάννης Ρίτσος ανήκει στους ποιητές εκείνους που έχουν εκφράσει μια σπάνια ευαισθησία απέναντι στα παιδιά, μέσω των έργων τους. 

Η συλλογή πολύστιχων ποιημάτων Υδρία, κυκλοφόρησε το 1957 και ήταν αφιερωμένη στη Φωτεινούλα Φιλιακού, τη βαφτησιμιά του που έφυγε από τη ζωή όταν ήταν μόλις 2 χρονών. Ο θάνατός της, συγκλόνισε τον ποιητή. 

Σήμερα, ανήμερα της επετείου της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, οι πολύ δυνατοί στίχοι του Ρίτσου δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερο «αντίλαλο».

Το παρακάτω είναι απόσπασμα από το ποίημα που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος, «Σχήμα της απουσίας» 

Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,

τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους

την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει

σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή

καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.

 

Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι

κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο

και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο

που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση

μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,

είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

 

Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα

χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,

εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα

κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή

και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα

σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα

μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα 

να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα

ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο

φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά

κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.