«Φτάσαμε στο σημείο σήμερα να λες καλλιτέχνης και να γελάς, αν δεν ντρέπεσαι»!

Μία προ δεκαετίας συνέντευξη της Σωτηρίας Λεονάρδου δημοσιεύεται αυτούσια, χωρίς περικοπές, αποκλειστικά στο koutipandoras.gr 

Σωτηρία Λεονάρδου e1573326488343

Η συνέντευξη με τη Σωτηρία Λεονάρδου πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2009. Μόλις είχαμε συνεργαστεί στο θεατρικό μονόπρακτο του Γιώργου Χρονά, «Το βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα», ενώ είχαν κυκλοφορήσει σχεδόν ταυτόχρονα δύο δίσκοι της με τους συνθέτες Βαγγέλη Φάμπα και Πάνο Φορτούνα. Ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία, λοιπόν, για να μου έδινε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη για το περιοδικό «Δίφωνο», στη συντακτική ομάδα του οποίου ανήκα. Συναντηθήκαμε, θυμάμαι, στο καφέ του «Vox» στα Εξάρχεια. Ήταν όμορφη, βαμμένη, περιποιημένη, με έναν μπερέ που της πήγαινε πολύ. Δεν τις γούσταρε τις συνεντεύξεις, αν και αναγνώριζε τη χρησιμότητα τους όταν κάνεις μία δουλειά και θες να την επικοινωνήσεις. Οι δυο μας, άλλωστε, γνωριζόμασταν, επομένως ένιωθε «ασφάλεια». Σαν να βρίσκονταν δυο φίλοι για να πιουν ένα καφέ και να τα πουν με ένα κασετοφωνάκι ανάμεσα τους. Έτσι νιώθαμε αμφότεροι και αυτό συνέβη στην πραγματικότητα. 

Διαβάστε τη, έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Καλλιτέχνιδες σαν τη Σωτηρία Λεονάρδου ήταν από τις «λίγες αυθεντικές κι αντιστεκόμενες στο πορνείο του star system», όπως εύστοχα σχολίασε η μουσικολόγος και ποιήτρια Μιράντα Τερζοπούλου. Σφίγγει η καρδιά μου σαν τη διαβάζω κι εγώ ξανά και αναπολώ μία από τις πολλές συζητήσεις μας, η οποία έτυχε να καταγραφεί και να δημοσιοποιηθεί. Έτσι, στη μνήμη της, γιατί αυτό το αερικό μπορεί τελικά να έπεσε «πολύ» και «βαρύ» για τούτο τον κόσμο των ανθρώπων…

Γιατί είχατε τόσον καιρό να κάνετε προσωπικό δίσκο, παρ’ όλο που συμμετείχατε σε αρκετές άλλες δουλειές;

Έψαχνα να βρω το κατάλληλο υλικό, δηλαδή ή θα μου πήγαινε η μουσική και όχι ο στίχος ή το ανάποδο. Εγώ δυστυχώς δε μπορώ να γράψω στίχους και γι’ αυτό περίμενα. Εξάλλου δεν είμαι βιαστική, εμφανίζομαι μόνο όταν έχω κάτι να πω κι επίσης δεν είχα υποχρεώσεις με εταιρείες.

Πως λέει μια καλλιτέχνιδα ότι δε γράφει στίχους, τη στιγμή που έχει ήδη εκδώσει ένα μυθιστόρημα και έχει γράψει το σενάριο μιας κλασικής ελληνικής ταινίας;

Δε μπορώ να κάνω τόσο περιεκτικές τις ιδέες ώστε να γίνουν στίχοι. Ενώ σ’ ένα σενάριο ή σ’ ένα βιβλίο μου αρέσει που ο λόγος γίνεται εικόνες. Αυτός ο δίσκος πάντως περιέχει βαθιά φιλοσοφικά νοήματα εκ μέρους του στιχουργού.

Και πάλι ο κινηματογράφος δεν ήταν η αφορμή γι’ αυτό το σμίξιμο με τον Φάμπα και τον Ελευθερίου;

Με τον σκηνοθέτη Βασίλη Ελευθερίου έχουμε φιλία χρόνων και γνώριζα τη δουλειά του στο στίχο. Ο Βαγγέλης Φάμπας με ήξερε από το «Ρεμπέτικο». Μάλιστα, είχε ένα μαγαζί στη Νέα Υόρκη, όπου τζαμάριζαν πολλοί μουσικοί και διοργάνωνε προβολές του «Ρεμπέτικου». Εδώ και 25 χρόνια λοιπόν ο Φάμπας επιθυμούσε να συνεργαστούμε κι ήρθε η στιγμή το 2001 στην ταινία «Η κοιλιά της μέλισσας» του Ελευθερίου.

Γιατί όμως τα τραγούδια περίμεναν μιαν ολόκληρη εφταετία τη δισκογράφηση τους;

Γίνονταν σταδιακά, το υλικό δουλευόταν και ο Φάμπας φρόντιζε πάρα πολύ τις ενορχηστρώσεις. Εγώ δεν έχω ξανακούσει ειλικρινά τέτοια ενορχήστρωση σε ελληνικό δίσκο! Εκτός απ’ τις δουλειές του Ξαρχάκου!

Τι σχέση μπορεί να έχει ο Ξαρχάκος με τον Φάμπα;

Είναι πολύ καλός ενορχηστρωτής ο Ξαρχάκος! Και ο τρόπος που ο Φάμπας έδεσε τους ήχους και τις αρμονίες μεταξύ τους, μου θύμισε τις πολύ ποιοτικές εργασίες του Ξαρχάκου σ’ αυτόν τον τομέα.
 

Ο Μίκης Θεοδωράκης σας ήθελε για το remake του κύκλου «Ραντάρ», που είχε πρωτοτραγουδήσει ο Νταλάρας κι εσείς αρνηθήκατε. Στο πλαίσιο στήριξης νεότερων συνθετών, σαν τον Πάνο Φορτούνα και τον Βαγγέλη Φάμπα, να υποθέσω;
 

Δεν με ενδιέφερε να μπω σε μία γραμμή πλεύσης ανώδυνη με ένα σίγουρο έργο! Ο καλλιτέχνης δεν είναι για τον ανώδυνο δρόμο, πρέπει να συμμετέχει στη ζωή, στον πόνο, στην αγωνία της και την ελπίδα της, ψάχνοντας καινούργια δρομάκια. Βέβαια, πάντα υπάρχει σεβασμός, αναφορά και σύνδεση με το παλιό, αλλά ας μην κολλάμε σε πράγματα, ετικέτες, ονόματα και καταστάσεις.

Σας είδαμε πρόσφατα σε ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα στην τριάδα των Εξαρχείων, Άσιμο – Γώγου – Σιδηρόπουλο. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε επίσης σε ένα καφέ των Εξαρχείων. Πως ήταν τότε και πως είναι σήμερα;

Δεν έζησα τα Εξάρχεια με την έννοια ότι έκοβα βόλτες στα Εξάρχεια. Απλώς γνώρισα ανθρώπους, οι οποίοι έτυχε να έχουν επαφές εδώ πέρα. Δε θα έλεγα ότι κυκλοφορούσα συχνά εδώ.

Παρ’ όλα αυτά ηχογραφήσατε τραγούδια του Νικόλα Άσιμου στην περίφημη κασέτα με το ωριμότερο υλικό του. Όπως τον «Μπαγάσα» με τη φωνή σας.

Όχι, δεν έχω πει τον «Μπαγάσα», το «Γιουσουρούμ» τραγούδησα.

Μα, ναι, σας λέω, πρώτη εκτέλεση του «Μπαγάσα» είναι με τη φωνή σας ντουέτο με του Άσιμου. Δεν την έχετε, αλήθεια, την κασέτα αυτή;

Φαντάσου, δεν την έχω εγώ την κασέτα αυτή! Δεν κρατάω γενικά κανένα αρχείο!

Ούτε καν ένα DVD του «Ρεμπέτικου» δεν έχετε σπίτι σας;

Όχι, τίποτα! Δε θέλω να είμαι προσκολλημένη σε ότι έχω κάνει, αλλά να κοιτάζω σ’ αυτά που θα έρθουν. Εξάλλου η συνεργασία μου με τον Νικόλα, ήτανε προσφορά δική μου, εγώ ήθελα να τον τραγουδήσω! Ήμασταν πολύ φίλοι με τον Νικόλα, δεν υπήρξαμε ποτέ εραστές, το λέω και το τονίζω αυτό, αφού μια ζωή με μπερδεύουν με διάφορες freak τύπισσες των Εξαρχείων που κατά καιρούς βρίσκονταν δίπλα του! Πάντοτε ήμασταν πολύ υψηλού επιπέδου φίλοι, ακόμα και στη διαμάχη μας!

Είχατε και διαμάχη με τον Άσιμο;

Και με τους τρεις είχα διαμάχη! Και με τη Γώγου και με τον Σιδηρόπουλο ακόμη! Υπάρχει ένα σήριαλ, η «Οικογένεια Ζαρντή» του Φέρρη, όπου ο Πουλικάκος με δίδασκε την ερμηνεία του «Summertime» και ο Σιδηρόπουλος με συνόδευε στην κιθάρα!

Μιλήστε μου ποιες ήταν οι παρέες σας τότε.

Ο Φέρρης, η Βίκυ Βανίτα, ο Νίκος Καρβέλας που ήταν εκείνος να γράψει αρχικά τη μουσική του «Ρεμπέτικου». Διάφοροι άνθρωποι ενταγμένοι στον ελευθεριακό χώρο, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, μουσικοί. Ξέρετε πως ήταν εκείνα τα χρόνια, οι καλλιτέχνες χωρίζονταν στους πιο πολιτικοποιημένους, στους πιο ευαίσθητους κοινωνικά, και στους άλλους που κοίταγαν μόνο την καριέρα τους και τίποτα άλλο. Εγώ το τελευταίο δεν το έκανα ποτέ, δεν με ένοιαξε η καριέρα, γι’ αυτό και ταυτίστηκα με τα λόγια της Γιώτας Γιάννα, όταν πολλοί ήθελαν να την «πιάσουν» κι εκείνη σαν να τους άνοιγε χώρο, να έκανε έτσι για να περάσουν, αλλά στην πραγματικότητα ήθελε η ίδια να τους προσπεράσει. 

Υπήρξατε πρωταγωνίστρια στο «Ρεμπέτικο», αλλά πολλοί παραβλέπουν ότι εσείς γράψατε το σενάριο κιόλας! Σας ενοχλεί όταν ακούγεται από παντού «Το ”Ρεμπέτικο” του Φέρρη»;

Μια ταινία ανήκει στον σκηνοθέτη βασικά, είναι γεγονός! Απ’ αυτό το σημείο όμως μέχρι ο άλλος να το πουλάει από δω κι από κει, γίνεται αμάρτημα! Δεν κρατώ κακία στον Φέρρη. Αυτό να γράψετε…

Πρόσφατα σας συνάντησα σ’ ένα ραδιοφωνικό θάλαμο και όταν συστηθήκατε με κάποιον, σας είπε «Α, η Λεονάρδου που τραγουδάει λαϊκά και ρεμπέτικα»! Ένιωσα ότι σας πείραξε εκείνη η στιγμή.

Η ταύτιση μου με λαϊκή τραγουδίστρια έγινε από την ταινία, εγώ ρεμπέτικα και λαϊκά δεν έλεγα ποτέ! Εντάξει, θα πω τρία – τέσσερα στο ρεπερτόριο μου σαν αναφορά, επειδή μου αρέσει πραγματικά το ρεμπέτικο τραγούδι. Δεν μου αρέσει όμως η μιζέρια που βγάζουν κάποιοι όταν το τραγουδάνε. Είναι δική μου άποψη αυτή! Σας λέω, επειδή ήμουν πολύ πειστική στην ταινία και συγκίνησα κόσμο, νόμιζαν ότι κι η δική μου ζωή ήταν έτσι, ένα ρεμπέτικο δράμα!

Ρεμπέτικο δράμα μπορεί να μην ήταν, αλλά ροκ σίγουρα! Δεν έχω γνωρίσει πολλούς καλλιτέχνες που πάνω στο πικ τους, με ένα βραβείο στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου, να τα παρατάνε όλα και να την κάνουν κατά Ζιμπάμπουε μεριά!

Ούτε ροκ, ούτε κροκ, που έλεγε κι ο Νικόλας! Είναι η δική μου προσωπική πορεία! Καλό θα ήταν οι προσωπικές πορείες του καθενός να μη μπαίνουν σε ταμπελίτσες, διότι είναι ο δρόμος του και στο δρόμο του αντιμετωπίζει τα πάντα ο κάθε άνθρωπος. Μόνον έτσι μαθαίνει τι είναι δρόμος τελικά και πώς να συμμετέχει στη ζωή, να μην είναι ένα άτομο αφημένο στις καταστάσεις της μοίρας του. Μαθαίνει να γίνεται ένας υπεύθυνος άνθρωπος, ο οποίος παίρνει το ρίσκο του!

Εσείς παίρνετε τα δικά σας ρίσκα;

Η ζωή η ίδια είναι ένα ρίσκο! Το ότι μιλάμε αυτή τη στιγμή οι δυο μας είναι ένα ρίσκο!

Το ρίσκο προϋποθέτει έναν κίνδυνο. Σε τι θα φοβόσασταν εμένα;

Υπάρχει ο κίνδυνος του να χάσεις το κέντρο σου και δεν είναι ασήμαντος κίνδυνος! Άμα αποκεντρωθείς κι αρχίσεις τον πετροπόλεμο στο δρόμο με ότι σε ενοχλεί, εντέλει είναι καθυστέρηση και χάσιμο της πορείας σου. Μπορεί κάποτε να τη βρεις, μπορεί και όχι. Κι εγώ από μικρή, όταν άκουσα τον αρχαιοελληνικό μύθο με τον Ηρακλή μπροστά στην Αρετή και την Κακία, επέλεξα το δρόμο της Αρετής. Η ελληνική παιδεία ολόκληρη στηρίζεται στην Αρετή και ουδέποτε την αρνήθηκα!

Καμία άλλη δεν τραγούδησε και ούτε θα τραγουδήσει το «Καίγομαι – καίγομαι» σαν αυτή! Η θρυλική ερμηνεία της Σωτηρίας Λεονάρδου στο τραγούδι των Σταύρου Ξαρχάκου – Νίκου Γκάτσου από το κινηματογραφικό «Ρεμπέτικο» (1983) του Κώστα Φέρρη

Τελικά, θα μου πείτε τι ήταν αυτό που σας έστειλε στην Αφρική για μεγάλο χρονικό διάστημα;

Αν δεν τα βροντούσα χάμω να φύγω στη Ζιμπάμπουε, ίσως κι εγώ να είχα αυτοκτονήσει! Ήταν μια εποχή πολύ ζόρικη για ανθρώπους με ευαισθησίες και οραματισμούς. Δε βλέπαμε να έρχεται ένα ωραίο μέλλον, αλλά μία κατάσταση σαν κι αυτήν ακριβώς που ζούμε τώρα. Τρομοκρατία οικονομικής φύσης συνεχώς! Εκεί εγκαθίσταται η τρομοκρατία, στη σχέση μας με το χρήμα. Όλη η ζωή έχει γίνει μόνο το πώς θα βγάλουμε χαρτί για να πληρώσουμε άλλα χαρτιά. Απίστευτο, διότι χάσαμε την ανθρωπιά και τα ιδανικά, τις ιδιότητες που οφείλει να έχει κάθε ζωντανός άνθρωπος, μεταβαλλόμενοι οι ίδιοι σε ανθρώπους – σκιές!

Θα μπορούσατε να μπλέξετε με τα βουντού, την αφρικανική μαγεία; Η Maya Deren το είχε κάνει…

Είδαν πολλά τα μάτια μου στη Ζιμπάμπουε. Καταστάσεις που βίωσα και που σίγουρα ανήκουν στη σφαίρα του μεταφυσικού. Δεν νομίζω ότι σε μία συζήτηση σε μουσικό περιοδικό χωράνε αυτά. Δεν ξέρω…Δεν είναι έτσι;

Μπορεί, αλλά απέναντι μου δεν έχω μία καλλιτέχνιδα που θέλει απλά promotion. Τέλος πάντων, πήγατε να αποφύγετε μία κατάσταση, την οποία λέτε ότι περνάτε και τώρα. Το ταξίδι αυτό αισθάνεστε ότι σας έκανε πλέον λίγο άτρωτη;

Βεβαίως, γιατί είδα το χειρότερο! Είδα την τέλεια απελπισία, η οποία όμως γεννάει μουσική και ανθρώπους που χαμογελούν στο δρόμο, παρ’ ότι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. 

Πόσο μείνατε και γιατί επιστρέψατε;

Έμεινα τέσσερα χρόνια και γύρισα γιατί μού τελείωσαν τα λεφτά μου!

Ήσασταν καψοκαλυβού, μου φαίνεται! 

Ξέρω, σαν τους μοναχούς που έκαιγαν τα καλύβια τους για να αποκοπούν απ’ όλα τα υλικά αγαθά. 

Όσο ήσασταν εκεί, είχατε επαφές με τον καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδας;

Καμία! Μόνο με τον παλιό μου παραγωγό, τον Γιώργο Ζερβουλάκο, προσπαθούσα να κάνουμε ταινία το μετέπειτα μυθιστόρημα μου. Θέλαμε κι οι δύο να αφήσουμε πίσω το «Ρεμπέτικο» στην ουσία. 

Σας ρωτάω τόση ώρα για την Αφρική, μια και στο τελευταίο cd, ακούει κανείς τη φωνή σας και θα έκοβε το κεφάλι του ότι έχετε περπατήσει όλους αυτούς τους τόπους, για τους οποίους μιλάτε.

Συνήθως ότι ερμηνεύω, μόνο εγώ μπορώ να το ερμηνεύσω! Σας κάλυψα;

Απόλυτα! Πείτε μου τι βρίσκετε στον Φάμπα ως συνθέτη. 

Ότι του έδωσα! Ευαισθησία, γνώση της μουσικής, δύναμη και κέφι!

«Του Ανέμου οι λέξεις» θα χαρακτηρίζονταν ethnic. Σας εκφράζει ο όρος;

Δεν είναι ethnic, είναι μουσική του κόσμου!

Ποια η διαφορά του ethnic με τη world music;

Ας πούμε ότι είναι το ίδιο, απλά όταν βγήκε το ethnic πατούσε γερά στις λαϊκές ρίζες του κάθε τόπου. Η world music είναι μια παγκόσμια γλώσσα, που σεβόμενη την παράδοση, ανοίγεται σ’ αυτά που ονομάζουμε latin, jazz, rock, reggae, ρεμπέτικο κλπ.

Εξ ου και στο δίσκο υπάρχουν και ζεϊμπέκικα, λοιπόν.

Ξέρετε, υπάρχει παντού ο ήχος του ζεϊμπέκικου, μέχρι και στον Tom Waits!

Τι μου λέτε, έχει γράψει ζεϊμπέκικο ο Tom Waits;

Όχι ακριβώς ζεϊμπέκικο, αλλά παρεμφερές του, με υπόγειο τρόπο! Εξάλλου είχα γνωρίσει και Τζαμαϊκανούς μουσικούς, οι οποίοι ήξεραν πολύ καλά τον Τσιτσάνη και τον αποκαλούσαν στα μέρη τους «Dr. Tsitsanis»!

Εσείς τον είχατε γνωρίσει τον Τσιτσάνη;

Μια – δυο φορές είχα πάει ως θαμώνας στο μαγαζί που έπαιζε, δεν είχαμε γνωριστεί.

Θέλω να μου αναφέρετε μία συνεργασία που θελήσατε και δεν ευοδώθηκε.

Κάποτε επρόκειτο να συνεργαστώ με τον Σταύρο Ξαρχάκο. Θα ήμασταν η Ελένη Βιτάλη κι εγώ σε τραγούδια του Ξαρχάκου και ρεμπέτικα. Το σχήμα ήταν έτοιμο, αλλά…(σταματάει)

Αλλά, τι;

Νομίζω πως δεν θα ταιριάζαμε τελικά με την Ελένη Βιτάλη. Είμαστε δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Εγώ ήθελα να λέω και τραγούδια του Άσιμου, εκείνη πάλι όχι. 

Μιλήσαμε στην αρχή για τις συμμετοχές σας. Θα έλεγε κανείς πως νιώθατε καλυμμένη απ’ αυτές και γι’ αυτό δεν προχωρούσατε σε μια νέα ολοκληρωμένη δουλειά. Συμφωνείτε;

Προσέχω πολύ τι λέω, όπως και το στίγμα που δίνω κάθε φορά. Θα μου πεις τι στίγμα να δώσεις σ’ ένα κόσμο χαοτικό, αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται. Εγώ όμως δίνω στίγμα και δε με νοιάζει τίποτα άλλο. Ακόμα και ο πόλεμος που μου γίνεται, ούτε κι αυτός με αγγίζει.

Πιστεύετε ότι σας πολεμούν;

Πιστεύω ότι έχω δεχτεί μεγάλο πόλεμο. Όταν η εταιρεία απόσυρε το άλμπουμ «ΜΙΣ» από τον πρώτο μήνα κυκλοφορίας, δεν είναι πόλεμος; Όταν δεν σε παίζουν τα ραδιόφωνα, δεν είναι πόλεμος; Τι είναι; Δεν κατάλαβα! Όταν κάνω φοβερές θεατρικές παραστάσεις, γράφονται καλά πράγματα και κανείς δεν τις γνωρίζει, δεν είναι πόλεμος; Όταν έχω τέτοια πορεία κι ο άλλος σου λέει «Α, αυτή που τραγουδάει ρεμπέτικα», δεν είναι πόλεμος; Αυτά δεν έχουν ξεκινήσει από μένα! Τέλος πάντων, εγώ είμαι πολεμιστής και τον γουστάρω τον πόλεμο! Οι άκαπνοι και οι άμαχοι να δω τι θα κάνουν!

Η δική σας αντίδραση ποια είναι σε όλα αυτά που περιγράφετε;

Εγώ δεν αντιδρώ, εγώ είμαι! Έχει τεράστια διαφορά!

Φαίνεστε πράγματι δυνατή! Μήπως οφείλεται και στο ότι κοιμάστε καθημερινά στις εννιά το βράδυ και ξυπνάτε τα χαράματα;

Κοιμάμαι στις οκτώμισι το βράδυ, αν δεν εργάζομαι και ξυπνάω στις τέσσερις και μισή το πρωί! Ταΐζω τις αδέσποτες γάτες, γυμνάζομαι, κάνω κουνγκ – φου και μόλις ανοίγει ο καιρός, στις πέντε τα χαράματα ρίχνω και μια βουτιά στο Φάληρο, στο Φλοίσβο! Ακολουθώ τη ρήση των αρχαίων μας προγόνων, αυτό που μετράει είναι να είσαι «καλός καγαθός»!

Τι σημαίνει για σας η λέξη καλλιτέχνης;

Η αξιοπρέπεια, την οποία πρέπει να φυλάει πάντα ένας καλλιτέχνης. Δυστυχώς, ο καλλιτέχνης που ήταν πρωτοπόρος της ζωής, έχει γίνει δημόσιος υπάλληλος κι ακόμη χειρότερα. Από τις συνθήκες, στις οποίες ο ίδιος έχει συνθηκολογήσει ώστε να αποκομίσει πράγματα, που μόνο τον εξευτελίζουν. Σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο να λες καλλιτέχνης και να γελάς, αν δε ντρέπεσαι!

Σ’ αυτό συνέβαλε τα μάλα η τηλεόραση.

Αυτός είναι ο ρόλος της τηλεόρασης, καταστροφικός!

Το λέτε εσείς για το μέσο που έχει προβάλει το «Ρεμπέτικο» δεκάδες φορές;

Κι εγώ τι φταίω;

Θα ξεχωρίζατε κάποιο τραγούδι μέσα από «Του Ανέμου τις λέξεις»;

Όλα με εκφράζουν! Αισθάνομαι όπως ο γονιός που δε μπορεί να ξεχωρίσει τα παιδιά του, με το που τελειώνω ένα δίσκο. Για να πω τα τραγούδια, σημαίνει ότι μου αρέσουν ανεξαιρέτως.

Είστε κι η ίδια γονιός, μητέρα μιας κόρης.

Η κόρη μου είναι γιατρός. Έχει ήδη τις πεποιθήσεις της, γι’ αυτό έγινε και γιατρός. Για να βοηθήσει τον Άνθρωπο. Τελείωσε εδώ τις σπουδές της το καλοκαίρι κι αφού έβρισκε δουλειά μόνο ως πλασιέ, φεύγει για τη Σουηδία. Θέλει να ακολουθήσει την ειδικότητα του μικροβιολόγου για να μπει στο Ερευνητικό.

Έχετε νιώσει απογοήτευση για ανθρώπους που τους είχατε ινδάλματα και τους είδατε να μεταλλάσσονται μέσα στα χρόνια;

Τα ινδάλματα μου δεν ήταν εύκολα για να πέσουν, ήταν πρότυπα! Αυτοί που επηρέασαν τη δική μου ύπαρξη δεν είναι πλέον εν ζωή.

Ο Jim Morrison, ας πούμε; Ο Bob Marley; Αυτούς όλους δηλαδή που θα ερμηνεύσετε και στο Κύτταρο τον ερχόμενο Φεβρουάριο δίπλα σε δυο νεότερα παιδιά, τον τραγουδιστή Βασίλη Γισδάκη και τον τραγουδοποιό Στέλιο Μποτωνάκη; 

Ναι, μου αρέσουν όλοι αυτοί που λέτε, γιατί εκφράζονται κυρίως με τον λόγο. Δεν τραγουδάω εύκολα τραγουδάκια εγώ, δε χαϊδεύω τον κόσμο! Μπαίνω σε περιοχές συνειδησιακές με το τραγούδι! Χαίρομαι πολύ που θα συνεργαστώ στο Κύτταρο με ανθρώπους νέους και όμορφους! Ο Γισδάκης είναι λυρικός με σπουδαίες φωνητικές ικανότητες και χωρίς να είναι εγκλωβισμένος σε κανένα ρεύμα! Τα πάντα μπορεί να πει και θα τα πει! Ο δε Μποτωνάκης είναι ένας φωτισμένος τραγουδοποιός της σκοτεινής πλευράς της μουσικής, ακατάλληλος για το εποχιακό mainstream! Και οι τρεις μαζί θα μοιραστούμε τραγούδια φτιαγμένα από ζόρικες καταστάσεις, dire straits που λέμε!

Μία σπάνια άγνωστη στιγμή στη δισκογραφία της Σωτηρίας Λεονάρδου: Η ερμηνεία της στους στίχους του Μανώλη Ρασούλη με το τραγούδι «Soul Control» – συμμετοχή της στο άλμπουμ «Το τραίνο φτάνει τελικά στην Κατερίνη» (1998) των Χάρη Παπαδόπουλου – Μανώλη Ρασούλη

Κυρία Λεονάρδου, πιστεύετε πως είναι σημαντική η συνέντευξη αυτή που δίνετε;

Αν λέμε πράγματα που δεν εξυπηρετούν το εφήμερο, ίσως είναι. Εγώ «φτιάχτηκα» για να έρθω εδώ και τώρα νομίζω πως είπα ήδη πράγματα που δεν συνηθίζω να λέω δημόσια.

Να τα θυμάστε, όμως;

Ναι. Πράγματα που μπορεί να έχουν σβηστεί από τη μνήμη μου, αλλά επανέρχονται. Δεν συνομιλείς και συχνά με ανθρώπους που σε «γνωρίζουν», γι’ αυτό και ειλικρινά δεν θα βλεπόμασταν διαφορετικά.

Εσείς μπορείτε να βλέπετε ιεροτελετουργικά το τραγούδι, εγώ βλέπω όμως τη συνέντευξη.

Μα, γι’ αυτό και είμαι εδώ. Οι παθιασμένοι άνθρωποι μου αρέσουν. 

Σας κυνήγησαν ποτέ τα πάθη σας;

Μέχρι να αποκτήσω την πλήρη αυτογνωσία μου, υπέφερα. Σας είπα, ο ανώδυνος τρόπος ζωής δεν μου πήγαινε, όχι μόνο στην καλλιτεχνική, αλλά και στην προσωπική μου πορεία στον κόσμο. 

Δεν υπήρξαν στιγμές που να είπατε αυτό που έγραψε ο Ελύτης; «Μακάρι νά’μουν σαν τα ζα/ που βόσκουν μεσ’ στον κάμπο/ γράμματα να μη γνώριζα/ μεσ’ στα μυστήρια νά’μπω»…

Όχι, ποτέ. Συνειδητά. Η αβασάνιστη σκέψη έχει οδηγήσει στην έκπτωση του πολιτισμού και στην παρακμή που περνάμε. Θέλουμε ανθρώπους σκεπτόμενους μέσα σε μια σκληρή πραγματικότητα. Βασανιστικός δεν είναι ο τρόπος σκέψης μου, μη με συγχέετε με τέτοια πράγματα. Βασανιστικός είναι ο κόσμος που ζούμε εσείς κι εγώ. 

Δεν θα διαφωνήσω, ψάχνω απλώς μια αχτίδα διαφυγής.

Την βρίσκετε σ’ αυτά τα ωραία που κάνετε. Στη συνέντευξη αυτή, όχι επειδή μιλάμε μαζί, αλλά επειδή σας έβαλε κι εσάς, όπως και μένα, σε μία εγκεφαλική διεργασία, μια πνευματική προετοιμασία, αν θέλετε. Αν έτσι λειτουργούσαμε όλοι, θα ζούσαμε σ’ έναν καλύτερο κόσμο, πιστέψτε με. 

Τι γνώμη έχετε για το λεγόμενο «mind expansion» των ναρκωτικών ουσιών στη δεκαετία του ’60;

Με ναρκωτικά, ως γνωστόν, γράφτηκαν αριστουργήματα. Άνθρωποι καταστράφηκαν, επίσης, που μπορεί να ήταν παραγωγικοί ως σήμερα. Θα ήταν; Εσείς τι λέτε;

Δεν μπορώ να φανταστώ τη Janis Joplin 70 ετών…

Ούτε κι εγώ! Υποστηρίζω την αποποινικοποίηση των ελαφρών ναρκωτικών και καταδικάζω τις κατά ριπάς ρίψεις του κρατικού μηχανισμού με ναρκωτικά που αφανίζουν τη νεολαία. 

Μήπως γινόμαστε διδακτικοί και τετριμμένοι τώρα;

Είναι η αλήθεια και πρέπει να λέγεται η αλήθεια, όταν ξεχνιέται σκόπιμα από κάποιους. 

Κινδυνεύσατε εσείς από τα ναρκωτικά; 

Δεν θέλω να απαντήσω επιπόλαια, αλλά αν δεν είχα τις πνευματικές αναζητήσεις μου πιθανώς να είχα «κολλήσει» κι εγώ. Κυκλοφορούσε πολύ «πράμα» τότε, έπρεπε να έχεις μεγάλες αντιστάσεις αν δεν ήθελες να μπεις σε περιοχές επικίνδυνες για τη σωματική σου ακεραιότητα.

Μου αρέσει που ξεχωρίζετε κατά ένα τρόπο τη σωματική απ’ την πνευματική ακεραιότητα.

Τα ξεχωρίζω. Το σώμα είναι φθαρτό, το κουβαλάμε και κάποια στιγμή θα απαλλαγούμε κι εμείς κι οι άλλοι απ’ τη «μεταφορά» του. Το πνεύμα, πάλι, είναι αυτό που σχολιάσαμε ότι γίνεται βασανιστικό. Υπάρχει, όμως, «δουλεύεται», οφείλουμε να το προστατεύουμε.

Τι παράξενη που είστε!

Ως κακό το λέτε;

Κάθε άλλο, ειλικρινά.

Που στηρίζετε εσείς την παραξενιά μου;

Σε ότι μου εμπιστεύεστε. Νομίζω πως είστε ένα αερικό, που δεν χρειάζεστε να πάρετε ταξί ή λεωφορείο για να πάτε σπίτι σας μετά από δω.

Ένα αερικό που μπορεί να έπεσε «βαρύ» για τους άλλους, αυτή την αίσθηση έχω καμιά φορά. Τώρα, όμως, είναι που μου αποδίδετε μαγικές ιδιότητες, που μιλάμε για μαγεία. 

Ή για ποίηση. 

Ή για ποίηση…

Αξίζει τελικά να βιώνουμε τον πόνο της ύπαρξης μόνο και μόνο για να διάγουμε ποιητικά;

Αξίζει! 

Κυρία Λεονάρδου, τελειώσαμε. Σας ευχαριστώ πολύ. 

Εγώ ευχαριστώ και, να ξέρετε, ευχαριστώ περισσότερο!

Η Σωτηρία Λεονάρδου τραγουδά ντουέτο με τον Νικόλα Άσιμο τους «Τρομοκράτες», το εξτρεμιστικό θεατρικό – μουσικό μανιφέστο του αυτόχειρα τραγουδοποιού. Ηχογράφηση από τις κασέτες του Άσιμου που δεν δισκογραφήθηκε ποτέ επισήμως. 

* Χθες, ημέρα του θανάτου της Σωτηρίας Λεονάρδου, οι θίασοι στα θέατρα «Πορεία» και «Coronet» την αποχαιρέτισαν με το δικό τους τρόπο. Στο θέατρο «Πορεία» βγήκαν όλοι μαζί οι ηθοποιοί του «Γιούγκερμαν» και τραγούδησαν στη μνήμη της το «Καίγομαι – καίγομαι», κατόπιν πρωτοβουλίας του Γιάννη Στάνκογλου. Δεν υπάρχουν άλλα λόγια, μόνο συγκίνηση και μια μεγάλη υπόκλιση. 

Μέλπω Λεκατσά: Μια ιστορική μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ (Video)

λεκατσα

Μέλπω Λεκατσά: Μια ιστορική μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ (Video)

Ως φοιτήτρια στη Φαρμακευτική τότε, η Μέλπω Λεκατσά, έστησε μαζί με άλλους φοιτητές ένα πρόχειρο…