“Ζήτησα τόσο λίγα απ’ τη ζωή, αλλά ακόμα κι αυτά τα λίγα η ζωή μου τα αρνήθηκε. Ένα υπόλειμμα από ένα κομμάτι ήλιου, λίγη ύπαιθρο, λίγη ησυχία κι ένα κομμάτι ψωμί, να μη με βαραίνει πολύ η γνώση ότι υπάρχω, να μην έχω καμιά απαίτηση από τους άλλους ούτε κι αυτοί από μένα.
Ακόμα κι αυτό μού το αρνήθηκαν, όπως αυτός που αρνείται να δώσει ελεημοσύνη όχι γιατί τού λείπει η καλοσύνη, αλλά γιατί βαριέται να ξεκουμπώσει το παλτό του.
Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν τη δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη.
Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει. Ζω περισσότερο γιατί ζω πιο μεγάλα. Νιώθω στο άτομό μου μια θρησκευτική δύναμη, κάτι σαν προσευχή, σαν κραυγή. Αλλά η αντίδρασή μου κατεβαίνει από το πνεύμα μου… Βλέπω τον εαυτό μου στον τέταρτο όροφο της Ρούα ντος Ντοραδόρες, με παρατηρώ μέσ’ από τον ύπνο.
Κοιτάζω πάνω από το μισογραμμένο χαρτί τη μάταιη και χωρίς ομορφιά ζωή και το φτηνό τσιγάρο που καίγεται καθώς γράφω πάνω στο παλιό στυπόχαρτο. Βρίσκομαι εδώ στον τέταρτο όροφο, να καλώ τη ζωή, να εκφράζω τι νιώθουν οι ψυχές, να κάνω πρόζα όπως οι μεγαλ0φυίες και οι διασημότητες! Ναι, εδώ βρίσκομαι!”
Fernando Pessoa, “Το βιβλίο της Ανησυχίας”