Μαζί με το γεγονός αυτό, το οποίο συγκέντρωσε πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, είχαμε όλοι την ευκαιρία να δούμε και τη νέα οπτική ταυτότητα του σημαντικού αυτού οργανισμού. Μάλιστα μέσα από τις σελίδες του +DESIGN απευθυνθήκαμε στους δημιουργούς της νέας ταυτότητας, ώστε να μας μιλήσουν για τη δουλειά τους αυτή.
H επικοινωνία από τη δική μας πλευρά έγινε με το γραφείο Peak, γραφείο που γνωρίζαμε ότι έχει στο παρελθόν σχεδιάσει και επιμεληθεί το εποπτικό υλικό για εκθέσεις της Εθνικής Πινακοθήκης, απάντηση όμως μας ήλθε τελικά από το γραφείο High Level Design, το οποίο ως εκείνη τη στιγμή δεν γνωρίζαμε. Μετά την αρχική μας έκπληξη, επικοινωνήσαμε με το γραφείο των PEAK, από το οποίο πληροφορηθήκαμε ότι οι ίδιοι έκαναν μεν τον σχεδιασμό αλλά για λογαριασμό του γραφείου High Level Design μετά από σχετική ανάθεση.
Στην έρευνα που ακολούθησε, με αφορμή το γεγονός ότι η ιστοσελίδα του High Level Design ήταν παντελώς κενή περιεχομένου, εξακριβώσαμε, βάσει καταστατικών, ότι και οι δύο εταιρείες έχουν εταίρους της ίδιας ομάδας. Πρόκειται δηλαδή για δυο εταιρείες, στις οποίες συμμετέχουν οι ίδιοι βασικοί συντελεστές, με τη διαφορά ότι η δεύτερη εταιρεία δημιουργήθηκε πριν λίγους μόλις μήνες (και συγκεκριμένα μετά τον διαγωνισμό για την ταυτότητα της Εθνικής Πινακοθήκης).
Σχεδόν ταυτόχρονα, και με έναυσμα τη δημοσίεση του άρθρου-παρουσίασης, επικοινώνησε μαζί μας η Αιμιλία Κάντα του γραφείου Somethink η οποία και εξέφρασε την επιθυμία, έχοντας συμμετάσχει στον διαγωνισμό της ΕΠΜΑΣ (ως σύμπραξη με ακόμα ένα γραφείο οπτκής επικοινωνίας), να μας αποστείλει γραπτώς την δική της πλευρά των γεγονότων, βάσει των οποίων τα πράγματα έφτασαν ως εδώ.
Πριν τη διαβάσετε όμως, και προς διευκόλυνση όλων των αναγνωστών, θα θέλαμε να κάνουμε μια περίληψη των γεγονότων αυτών:
1. Στις 14 Απριλίου του 2020 η ΕΠΜΑΣ ανακοινώνει την απόφασή της για διενέργεια κλειστού διαγωνισμού μελέτης σήμανσης του χώρου και σχεδιασμού της εταιρικής της ταυτότητας. Ο προϋπολογισμός του έργου είναι €50.000 (χωρίς ΦΠΑ).
2. Η 54 σελίδων προκήρυξη του διαγωνισμού (που μπορείτε να διαβάσετε εδώ) αποστέλλεται σε 8 δημιουργικά γραφεία. Τα γραφεία αυτά έχουν διορία έως τις 29/5 του ίδιου έτους να υποβάλλουν τους φακέλους τους.
3. Τελικά από τα οκτώ γραφεία, φάκελο υποβάλλουν μόνο τα τρία.
4. Από τους τρεις φακέλους οι δύο απορρίπτονται κατά τη φάση ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής (ανάμεσά τους και ο φάκελος του γραφείου PEAK) και προκρίνεται μόνο ο ένας φάκελος (αυτός του γραφείου Somethink* με τη μορφή σύμπραξης)
5. Στην επόμενη φάση, οι γραφιστικές προτάσεις της Somethink* απορρίπτονται με συνοπτικότατο τρόπο από μια καλλιτεχνική επιτροπή, της οποίας η κρίση, όπως υποστηρίζει και η κα Κάντα στην επιστολή της πιο κάτω, ήταν εκτός των προβλεπομένων της διακήρυξης και ο διαγωνισμός κηρύσσεται άγονος.
6. Τον σχεδιασμό αναλαμβάνει με απευθείας ανάθεση η νεοσύστατη εταιρεία High Level Design (στην οποία υπενθυμίζουμε ότι συμμετέχουν εταίροι του γραφείου ΡΕΑΚ, ο φάκελος του οποίου είχε απορριφθεί στη φάση της εξέτασης).
Με αυτά υπόψη, σας καλούμε να διαβάσετε την επιστολή της Αιμιλίας Κάντα, την οποία δημοσιεύουμε αυτούσια παρακάτω:
Πολλά και εύλογα είναι τα ερωτήματα των συναδέλφων που σχετίζονται με την ανάθεση του σχεδιασμού της οπτικής επικοινωνίας της Νέας Εθνικής Πινακοθήκης και για το λόγο αυτό θεωρούμε ότι οφείλουμε να αναφερθούμε πλέον δημόσια στα όσα γνωρίζουμε για τη συγκεκριμένη διαδικασία, έχοντας μέχρι τώρα διατηρήσει μία διακριτική και υπεύθυνη στάση, σεβόμενοι τις περιστάσεις, τη σημασία των εκδηλώσεων για την εθνική επέτειο και τον κεντρικό ρόλο της Πινακοθήκης σε αυτές, κινούμενοι αποκλειστικά σε θεσμικό επίπεδο.
Πέρσι τον Απρίλιο κληθήκαμε να συμμετάσχουμε σε Κλειστό Συνοπτικό Διαγωνισμό για την «Μελέτη Σήμανσης του Χώρου και Σχεδιασμό της Εταιρικής Ταυτότητας της Εθνικής Πινακοθήκης Μουσείου Αλέξανδρου Σούτσου», μαζί με 7 άλλα γραφεία. Αποφασίσαμε να κατέβουμε στον διαγωνισμό ως σύμπραξη γραφείων, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για μία διαδικασία που απαιτούσε τεράστιο όγκο εγγράφων και δικαιολογητικών, που έπρεπε να συγκεντρωθούν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, κάτι που απέτρεψε κάποια άλλα γραφεία που είχαν προσκληθεί, εξ όσων μπορούμε να γνωρίζουμε. Παράλληλα με το γραφειοκρατικό κομμάτι, αφοσιωθήκαμε αποκλειστικά στη δημιουργία της εταιρικής ταυτότητας και όλων των υπόλοιπων εφαρμογών που απαιτούσε η προκήρυξη. Μετά από ένα μήνα σκληρής δουλειάς αποκλειστικά για την υποβολή της πρότασης, και με κόστος στις τρέχουσες δουλειές των γραφείων μας εν μέσω μίας ιδιαίτερα δύσκολης περιόδου για όλους μας, καταθέσαμε έναν πληρέστατο φάκελο και δύο δημιουργικές προτάσεις, σχεδιαστικά άρτιες, εξαιρετικά λεπτομερείς και μελετημένες για την οπτική επικοινωνία της Εθνικής Πινακοθήκης.
Μετά από τα πρώτα στάδια του διαγωνισμού, ήμασταν οι μόνοι που απομείναμε στη διαδικασία και στη φάση της αξιολόγησης των προτάσεων. Όπως μάθαμε με έκπληξη στη συνέχεια, μετά το άνοιγμα των προτάσεών μας, αυτές τέθηκαν υπόψη μίας επιτροπής «αξιολόγησης καλλιτεχνικού περιεχομένου» και όχι της επιτροπής του διαγωνισμού που προβλέπεται από το νόμο. Η επιτροπή αυτή, με μία εντελώς συνοπτική αιτιολόγηση και αναφερόμενη μόνο στη δημιουργία λογοτύπου, αντί να κρίνει τις προτάσεις μας στο σύνολο των σημείων που απαιτούσε η διακήρυξη, εφαρμόζοντας κριτήρια μη προβλεπόμενα από τη διακήρυξη και χωρίς να κρίνει την αρτιότητά τους σύμφωνα με τους κανόνες της οπτικής επικοινωνίας, τις απέρριψε και κήρυξε άγονο τον διαγωνισμό, απόφαση η οποία επικυρώθηκε από το ΔΣ της ΕΠΜΑΣ.
Nα σημειωθεί δε, ότι επανειλημμένως και γραπτώς ζητήσαμε να δοθεί brief μέσω της διαγωνιστικής διαδικασίας, όπως και το να δοθεί η δυνατότητα στους διαγωνιζόμενους να παρουσιάσουν οι ίδιοι της προτάσεις τους με zoom λόγω της πανδημίας, αιτήματα που αγνοήθηκαν εν τέλει.
Επί της ουσίας, και επειδή αφορά καθαρά στη δουλειά μας, θα θέλαμε να σταθούμε και στο γεγονός ότι στην επιτροπή δεν περιλαμβανόταν κανένας ειδικός της οπτικής επικοινωνίας (άλλωστε παρουσιάζεται ως «καλλιτεχνική επιτροπή») και δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση με βάση τους κανόνες που διέπουν την οπτική επικοινωνία γενικώς και σχετικά με το εάν εξυπηρετείται η στρατηγική, οι ανάγκες και οι στόχοι του συγκεκριμένου branding. Είναι προφανές για εμάς ότι ένας ειδικός της οπτικής επικοινωνίας δεν θα συμφωνούσε με μία τόσο επιφανειακή και χωρίς τεκμηρίωση κρίση.
Ας σημειωθεί ότι δεν επρόκειτο για κάποιον «καλλιτεχνικό διαγωνισμό», αλλά για διαγωνισμό με κριτήριο κατακύρωσης την πλέον συμφέρουσα τιμή που θα αφορούσε σε μία πλήρη, σύμφωνα με τη διακήρυξη, πρόταση, ούτε υπήρχε κάποια πρόβλεψη για «καλλιτεχνικό περιεχόμενο» στη διακήρυξη. Σε κάθε περίπτωση, η ματαίωση μίας τέτοιας διαδικασίας πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, και θα πρέπει η ματαίωση να είναι επιβεβλημένη για λόγους δημοσίου συμφέροντος, κάτι το οποίο δεν προέκυπτε από πουθενά.
Αντιληφθήκαμε αμέσως ότι αυτή η απόφαση δεν λάμβανε υπόψη σε καμία περίπτωση τον όγκο και την ποιότητα εργασίας που παρουσιάσαμε ως σύμπραξη γραφείων, αλλά και ότι ενδεχομένως η απόρριψή μας αυτή και η ματαίωση του διαγωνισμού ήταν καθαρά προσχηματικές, ώστε να καταλήξει σε απευθείας ανάθεση του αντικειμένου του.
Κατόπιν αυτών, απευθυνθήκαμε και στους νομικούς μας συμβούλους, οι οποίοι εντόπισαν μία σειρά από λόγους για τους οποίους έπασχε η συγκεκριμένη απόφαση (για λόγους ουσιαστικούς, όπως η εκ των υστέρων αναφορά σε κριτήρια που δεν περιελάμβανε η προκήρυξη, αλλά και λόγους μη τήρησης των προβλεπόμενων διαδικασιών από τη νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις). Έτσι, προχωρήσαμε αρχικά σε ένσταση ενώπιον της ίδιας της αναθέτουσας αρχής, και μετά την απόρριψή της, χωρίς αιτιολογία, αποφασίσαμε να απευθυνθούμε στα αρμόδια δικαστήρια.
Μετά την παρουσίαση του νέου λογοτύπου της Εθνικής Πινακοθήκης, διαπιστώσαμε ότι, τελικώς και κατόπιν της ματαίωσης του διαγωνισμού, καθώς και των όσων ακούστηκαν στη συνέχεια ότι ο σχεδιασμός νέας εταιρικής ταυτότητας ανατέθηκε στα ίδια πρόσωπα-συνεργάτες της ΕΠΜΑΣ- που είχαν αποκλειστεί από τη διαγωνιστική διαδικασία στην οποία συμμετείχαμε (κατετέθη ανοιχτός ο φάκελος της οικονομικής προσφοράς). Η ανάθεση αυτή έγινε σε άλλη, νεοσύστατη εταιρεία στην οποία συμμετέχουν τα ίδια πρόσωπα!!!
Όλες αυτές οι διαδικασίες, φυσικά, δεν συνάδουν ούτε με τη νομιμότητα, ούτε με τη διαφάνεια σε δημόσιους φορείς, και τέτοιες πρακτικές ακυρώνουν κάθε προσπάθεια που γίνεται για εκσυγχρονισμό του κράτους και αξιοκρατία στον δημόσιο βίο. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, κι εμείς κινηθήκαμε θεσμικά εξ αρχής, απευθυνόμενοι στις αρμόδιες Αρχές. Με βάση όλα τα παραπάνω, πιστεύουμε ότι είναι ώρα να γίνει μία εφ’ όλης της ύλης συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο ανατίθενται τέτοιες συμβάσεις καθώς και το πως θα πρέπει να διεξάγονται στο εξής οι δημόσιοι διαγωνισμοί που αφορούν στο αντικείμενο της οπτικής επικοινωνίας.
Με εκτίμηση,
Αιμιλία Κάντα
Managing Director
Somethink*
Πηγή:designmag.gr