Μόλις ένα χρόνo μετά την καταστροφική πυρκαγιά στον Έβρο, οι περιβαλοντικές οργανώσεις Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης και Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, καταγγέλλουν την τοποθέτηση ανεμογεννητριών στους κρίσιμους βιότοπους. To θέμα που αναδυκνύει σήμερα η Αυγή δείχνει το κενό από τις κυβερνητικές δεσμεύσεις.
Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 2023 σημειώθηκε στον Έβρο η μεγαλύτερη πυρκαγιά που έχει καταγραφεί ποτέ σε ευρωπαϊκό έδαφος από το 2000 μέχρι και σήμερα. Περίπου 942.500 στρέμματα κάηκαν τότε, με αποτέλεσμα τη σχεδόν ολοκληρωτική απώλεια του σημαντικότερου βιότοπου του μαυρόγυπα στο Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου. Έναν χρόνο μετά, η απειλή των ανεμογεννητριών για το ιδιαίτερα απειλούμενο είδος πτηνού εντείνεται αντί να περιορίζεται.
Τελευταίο επεισόδιο ήταν η πρόσφατη έκδοση δύο αδειών από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας-Θράκης (ΑΔΜΘ) κατόπιν σχετικής θετικής εισήγησης από το υπουργείο Περιβάλλοντος (ΥΠΕΝ) για νέους αιολικούς σταθμούς στη Ροδόπη. Η εξέλιξη αυτή ξεσήκωσε νέες αντιδράσεις από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία και την Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης, που σε αιχμηρή ανακοίνωσή τους σημειώνουν ότι οι θέσεις εγκατάστασης των αιολικών σταθμών βρίσκονται εντός της περιοχής Natura 2000 και εμπίπτουν εντός του χαρτογραφημένου «πυρήνα» της δραστηριότητας του μαυρόγυπα. Μάλιστα, η Μονάδα Διαχείρισης Εθνικών Πάρκων Δέλτα Έβρου και Δαδιάς του ΟΦΥΠΕΚΑ γνωμοδότησε ξεκάθαρα και στοιχειοθετημένα αρνητικά για την υλοποίηση και των δύο έργων. Αυτά, όπως σχολίασαν δηκτικά οι οργανώσεις, φαίνεται πως είναι «ψιλά γράμματα» για τη Γενική Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ και την ΑΔΜΘ, που αγνόησαν τα στοιχεία και έδωσαν «πράσινο φως» για τα συγκεκριμένα έργα με διαφορά λίγων ημέρων.
«Το φυσικό περιβάλλον της Θράκης έπρεπε να διαφυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει απροστάτευτο ακόμη και σήμερα, έναν χρόνο μετά την καταστροφική πυρκαγιά» σχολιάζει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο Λευτέρης Καψάλης, επιστημονικός συνεργάτης στην Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας της Θράκης. Όπως τονίζει, η περιοχή όπου σχεδιάζεται να χωροθετηθούν νέοι αιολικοί σταθμοί στη Ροδόπη δεν έχει επηρεαστεί από την περσινή φωτιά, ωστόσο αποτελεί έναν κρίσιμο βιότοπο για τα αρπακτικά πουλιά και τους γύπες, που καθημερινά διανύουν μεγάλες αποστάσεις για να τραφούν και στις διαδρομές αυτές έχουν εγκατασταθεί ανεμογεννήτριες, οι οποίες αποτελούν μεγάλο κίνδυνο γι’ αυτά.
Κενό γράμμα οι κυβερνητικές δεσμεύσεις
«Το πάθημα δεν θα μας έχει γίνει μάθημα αν υλοποιηθούν οι εν λόγω σταθμοί» σημειώνει ο ίδιος. Όπως προσθέτει, «τα τελευταία περίπου είκοσι χρόνια γίνεται λανθασμένη χωροθέτηση ανεμογεννητριών στη Θράκη, αυξάνοντας τις επιπτώσεις σε ευαίσθητα είδη πουλιών που αριθμούν λίγα άτομα στους πληθυσμούς τους, με το να κίνδυνο ακόμη και να αφανιστούν. Μιλάμε για πουλιά απειλούμενα και προστατευόμενα, τα οποία έχουμε υποχρέωση ως χώρα να διατηρήσουμε. Πρόσφατα μάλιστα νομοθετήθηκαν και οι στόχοι διατήρησης, δηλαδή τα ελάχιστα πουλιά που πρέπει να έχουμε σε κάθε περιοχή Natura, όμως δεν φαίνεται να τηρούνται, αφού, αυξάνοντας τις απειλές για τα πουλιά με την αδειοδότηση τέτοιων έργων μέσα στους κρίσιμους βιοτόπους τους, φαίνεται πως τελικά το υπουργείο καταστρατηγεί το ίδιο του το νομοθετικό έργο». Να σημειωθεί ότι στους αιολικούς σταθμούς που λειτουργούν στον Έβρο και στη Ροδόπη έχουν έως σήμερα καταγραφεί 563 περιστατικά θανάτωσης πουλιών και νυχτερίδων.
Δυστυχώς, όπως σχολιάζουν οι οργανώσεις, για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι οι «δεσμεύσεις» για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της Θράκης μετά την περσινή καταστροφή ήταν εν πολλοίς «κούφιες» και δόθηκαν για επικοινωνιακούς λόγους. Αν και από την πρώτη στιγμή είχε καταστεί σαφές ότι είναι απόλυτη ανάγκη να προστατευτούν αυστηρά οι κρίσιμοι βιότοποι του μαυρόγυπα και εκτός των καμένων εκτάσεων, προκειμένου να υπάρχει περιθώριο να προσαρμοστούν τα πουλιά στη νέα κατάσταση, η Διοίκηση συνεχίζει με τις αποφάσεις της να προσθέτει απειλές για τον μαυρόγυπα και να υποβαθμίζει τον βιότοπό του.
Όπως υπενθυμίζει καταλήγοντας ο Λ. Καψάλης, μολονότι εννέα οργανώσεις είχαν ζητήσει να νομοθετηθεί η αναστολή των επιζήμιων έργων και στα καμένα αλλά και στις παρακείμενες περιοχές, που είναι χαρτογραφημένες ως κρίσιμες για την επιβίωση των αρπακτικών πουλιών, και παρά τις προφορικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, αυτό δεν έγινε ποτέ νόμος. Επιπλέον, «ενώ ζητήθηκε τουλάχιστον να ολοκληρωθεί πρώτα η μελέτη που έχει ανακοινώσει ήδη ο ΟΦΥΠΕΚΑ ώστε να δούμε πού και στη βάση ποιων προϋποθέσεων μπορούμε να αδειοδοτούμε τέτοια έργα, δεν έγινε ούτε αυτό».
Αγνοείται ένα οργανωμένο σχέδιο πρόληψης και αντιμετώπισης πυρκαγιών
Ο Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος, πρόεδρος του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, μιλά στην ΑΥΓΗ της Κυριακής και αναφέρεται στην κλιματική κρίση και στη μη διαχείριση των ελληνικών δασών
Ακόμη ένα καλοκαίρι η χώρα μέτρησε καταστροφικές πυρκαγιές που έκαψαν στον διάβα τους χιλιάδες στρέμματα, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις φωτιές στον Βαρνάβα Αττικής και στα όρη Όρβηλος και Παγγαίο στη Βόρεια Ελλάδα. Πώς φτάνουμε κάθε χρόνο να σημειώνονται στη χώρα τέτοιες απόκοσμες εικόνες; Κατά πόσο οι περιβαλλοντικές καταστροφές που συντελούνται κινητοποιούν τις Αρχές ώστε να αποφευχθούν αντίστοιχα φαινόμενα στο μέλλον; Ο Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος, πρόεδρος του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, μιλά στην ΑΥΓΗ της Κυριακής και αναφέρεται στην κλιματική κρίση και στη μη διαχείριση των ελληνικών δασών.
«Ότι υπάρχει κλιματική κρίση είναι προφανές, ειδικά φέτος, δεδομένου ότι άρχισαν οι πυρκαγιές νωρίς, με την πυρκαγιά στην Πιερία και εκείνη στις Πρέσπες, και επεκτάθηκαν κατά τη διάρκεια του θέρους και στη Βόρεια Ελλάδα, σε δάση οξιάς στον Όρβηλο και στο Παγγαίο Όρος. Δηλαδή σε μέρη που δεν είχαμε πυρκαγιές και σε δασικά είδη στα οποία δεν ήταν συνηθισμένες οι πυρκαγιές, φέτος είχαμε και πολλές πυρκαγιές, και μεγάλες. Αυτή είναι μία από τις ενδείξεις ότι το κλίμα γίνεται θερμότερο και ξηρότερο, άρα θα έχουμε περισσότερες και πλέον σφοδρές δασικές πυρκαγιές» σημειώνει.
«Επιπλέον, εδώ και πολλά χρόνια στα ελληνικά δάση δεν υπάρχει διαχείριση, δηλαδή δεν ανοίγονται δρόμοι, δεν γίνονται αντιπυρικές λωρίδες, δεν απομακρύνεται η νεκρή δασική ύλη, δεν κλαδεύονται τα δέντρα, δεν υπάρχει ανθρώπινη παρουσία στο δάσος που να το διαχειρίζεται, με αποτέλεσμα να έχουμε μεγάλη συσσώρευση δασικής νεκρής βιομάζας που, όταν εκδηλώνεται μια πυρκαγιά, γίνεται παρανάλωμα του πυρός και δημιουργεί προβλήματα» συνεχίζει. Προσθέτει όμως και έναν τρίτο παράγοντα, σημειώνοντας ότι «αν και κάθε χρόνο αλλάζουμε το πυροσβεστικό δόγμα, αγοράζουμε καινούργια τεχνολογικά μέσα, προσλαμβάνουμε προσωπικό, κάνουμε αντιπυρικά σχέδια, πάντα η πυρκαγιά μάς ξεφεύγει. Κάτι δεν γίνεται σωστά όσον αφορά την καταστολή των δασικών πυρκαγιών. Θα πρέπει οι ασχολούμενοι με αυτά να εκπαιδευτούν περισσότερο και να οργανωθούν περισσότερο» υποστηρίζει.
Άμεσος κίνδυνος πλημμύρας
Κληθείς να εκτιμήσει πώς προδιαγράφεται η επόμενη μέρα σ’ αυτές τις περιοχές, επισημαίνει: «Όσον αφορά το οικοσύστημα στη Νότια Ελλάδα, και περισσότερο στην Αττική και στην Εύβοια, τα πευκοδάση είναι είδη συνηθισμένα στις πυρκαγιές κι έτσι πιστεύω ότι αν αφεθεί η φύση ανενόχλητη, θα κάνει το έργο της και θα αναγεννήσει τις καμένες αυτές εκτάσεις σε ένα βάθος χρόνου είκοσι έως τριάντα ετών. Στις πυρκαγιές της Βόρειας Ελλάδας, όπου κάηκαν δάση οξιάς, αυτό είναι κάτι το οποίο δεν είχε συμβεί προηγουμένως, δεν το είχαμε μελετήσει και δεν ξέρουμε ποια θα είναι η αναγέννηση εκεί, και κυρίως ποια θα είναι η εδαφική διάβρωση μετά την πυρκαγιά».
Για το αν υπάρχουν κίνδυνοι για πλημμυρικά φαινόμενα μελλοντικά, ο ίδιος απαντά: «Έχω φόβο. Όχι τόσο στο Λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου τα δάση έχουν επανειλημμένως καεί και το έδαφος έχει εκπλυθεί σε πάρα πολλά σημεία, έτσι ώστε να μην υπάρχει έδαφος να διαβρωθεί. Αλλά κι εκεί ακόμα και στα άλλα δάση, τα οποία δεν καίγονται τόσο συχνά, υπάρχει άμεσος κίνδυνος πλημμύρας».
Μαθαίνουμε άραγε από τις πυρκαγιές και τα όσα έχουν συμβεί έως σήμερα; «Δεν μαθαίνουμε» δηλώνει κατηγορηματικά ο Αλ. Δημητρακόπουλος και καταλήγοντας σημειώνει: «Οι αντιδράσεις μας είναι σπασμωδικές. Δεν έχουμε οργανωμένο σχέδιο πρόληψης και καταπολέμησης των δασικών πυρκαγιών ή, γι’ αυτούς που ισχυρίζονται πως έχουμε, το παρόν σχέδιο δεν δουλεύει».