Εντυπώσεις από την κόλαση των προσφύγων στον Πειραιά

Δύσκολο να το βρεις το σκοτάδι: οι πύλες Ε1 και Ε2 είναι στο πιο απομακρυσμένο σημείο του λιμανιού του Πειραιά.

57738b501dc5248f5e8b4ccc

Ingeborg Beugel

Μετάφραση Αλεξάνδρα Ζώη/Art and Language 

Ο ταξιτζής διστάζει να με πάει ως εκεί. Αποφεύγει όσο μπορεί τους πρόσφυγες (2200 καταγεγραμμένους επίσημα, στην πραγματικότητα ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος) που μένουν σε σκηνές από νάιλον, κατάχαμα στην απέραντη άσφαλτο του τεράστιου πάρκινγκ του λιμανιού, κάτω από μια αερογέφυρα όπου περνούν ασταμάτητα μέρα νύχτα τα αυτοκίνητα και σε μια εγκαταλειμμένη μαυρισμένη αποθήκη. Μερικοί τυχεροί έχουν εξασφαλίσει μια θέση στον σχετικά καθαρό χώρο της αίθουσας αναχωρήσεων της Ε1. Κανείς όμως από όλους όσους βρίσκονται στον καταυλισμό δεν ξέρει πόσο θα παραμείνει εκεί.«Είναι άρρωστοι, βρώμικοι και βίαιοι. Και μουσουλμάνοι. Καλύτερα να μην πας κοντά τους» μουρμουρίζει ο ταξιτζής και αρνείται να περάσει την είσοδο. Συνεχίζω με τα πόδια.

Απόψε γίνεται μια συγκέντρωση της «Παμπειραϊκής Πρωτοβουλίας Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών», της ελληνικής οργάνωσης εθελοντών του Πειραιά που έχουν αναλάβει την φροντίδα των προσφύγων στον αυτοσχέδιο καταυλισμό. Γιατί αυτό που έχει πρόχειρα στηθεί στην πύλη Ε1 και Ε2 δεν αποτελεί επίσημα χώρο διαμονής των προσφύγων οι οποίοι έχουν μεταφερθεί εδώ με πλοία από τα νησιά όπου κατέφθασαν από την Τουρκία –όσοι διασώθηκαν από το επικίνδυνο πέρασμά τους με βάρκες – και απλώς «ξέμειναν». Μέχρι πριν λίγο καιρό μετά την διανομή ρούχων, σκεπασμάτων, νερού και τροφίμων, μετακινούνταν με λεωφορεία προς τα σύνορα, στον βορρά.


Αυτό όμως δεν ισχύει πια. Από τότε που έκλεισαν τα σύνορα με την ΦΥΡΟΜ στην Ειδομένη, στα τέλη Φεβρουαρίου, δεν έχουν πια τρόπο διαφυγής και το πέρασμα εδώ στο λιμάνι του Πειραιά έγινε ένας αυτοσχέδιος καταυλισμός. Ο τόπος κατακλύστηκε από σκηνές και αυτοσχέδια παραπήγματα ενώ υπάρχουν μόνο τρεις νεροχύτες για πλύσιμο, δεκαπέντε τουαλέτες και πέντε χώροι για μπάνιο σε ένα βαγόνι που μετά τις έξη το βράδυ κλειδώνεται και η πρόσβαση είναι αδύνατη. Ο καιρός ζεσταίνει και η θερμοκρασία αυξάνεται συνεχώς. Οι περισσότερες σκηνές είναι στημένες στην καυτή άσφαλτο κάτω από έναν ανελέητο ήλιο που ψήνει ενήλικες και μικρά παιδιά. Η κατάσταση είναι ανυπόφορη. Οι πρόσφυγες πρέπει να μετακινηθούν το γρηγορότερο. Αλλά οι χώροι που ετοιμάζονται για να υποδεχθούν τους πρόσφυγες τα περίχωρα της Αθήνας και του Πειραιά είναι ελάχιστοι. Και οι τελευταίες ειδήσεις αναφέρουν πως άλλοι 2500 πρόσφυγες κατευθύνονται από την Ειδομένη με τα πόδια προς τον Πειραιά. Πρέπει να βρεθεί λύση. Αυτό είναι και το θέμα της αποψινής συνέλευσης των εθελοντών.

Ο Ιούνιος έχει μόλις αρχίσει αλλά αν και ο ήλιος έχει δύσει, η άσφαλτος καίει κάτω απ’ τα πόδια μου. Αφού περάσω ένα λαβύρινθο από παρκαρισμένα φορτηγά και κοντέινερ βλέπω τις πρώτες σκηνές και τις φιγούρες των προσφύγων να διαγράφονται στο λιγοστό φως, παιδιά που παίζουν, ενήλικες που ψάχνουν κάτι να βρουν, μια θάλασσα από κρεμασμένα ρούχα και πανιά. Η αληθινή θάλασσα δεν διακρίνεται πουθενά.

Η συνέλευση δεν έχει τίποτα από αυτό που κανονικά θα περίμενε κανείς. Καμιά δεκαριά εξαντλημένοι εθελοντές Έλληνες και μερικοί πανκ νεαροί– ξενικής προέλευσης- καπνίζουν ασταμάτητα και μιλούν όλοι μαζί καθισμένοι στα περβάζια της αίθουσας έκδοσης εισιτηρίων ή στο πάτωμα. Ένας άνδρας με άσπρα σγουρά μαλλιά και μουστάκι συντονίζει την συζήτηση. Ο Σωτήρης, 66 χρονών, η ψυχή της ομάδας των εθελοντών και αναμφισβήτητος ήρωας, ένα είδος «αγίου» όπως τον αποκαλούν. Στέκεται όρθιος και ενημερώνει τους παρευρισκόμενους για την κατάσταση ενώ ταυτόχρονα χαϊδεύει με καλοσύνη τα κεφαλάκια των παιδιών που κάπου-κάπου τρέχουν κοντά του και στριμώχνονται γύρω του. «Όταν ξέσπασε η κρίση το 2009 και εγώ όπως και πολλοί άλλοι έχασα την δουλειά μου, υγειονομική περίθαλψη και άλλα δικαιώματα εξαιτίας των περικοπών και της πολιτικής της κυβέρνησης, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων του Πειραιά βρέθηκε σε μια ανυπόφορη κατάσταση. Οι περισσότεροι από μας δεν είχαν κυριολεκτικά ούτε ένα ευρώ για φαγητό, ρεύμα και τα βασικά είδη ανάγκης. Καταλάβαμε πολύ γρήγορα πως δεν μπορούσαμε να περιμένουμε τίποτα ούτε από την κυβέρνηση ούτε από την ΕΕ αλλά έπρεπε να βρούμε τρόπο να επιβιώσουμε».


Είμαστε κουρασμένοι, εξαντλημένοι, έχουμε φτάσει στο τέλος των δυνάμεών μας.

Ο Σωτήρης εξηγεί πως το 2010 δημιούργησαν ένα κίνημα που στο μεταξύ έχει μαζική συμμετοχή, την ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, ώστε να βοηθήσουν όλους όσους είχαν ανάγκη να επιβιώσουν, με εναλλακτικούς τρόπους: φαγητό που μόλις είχε περάσει την ημερομηνία λήξης και προμηθεύονταν από τα σούπερ μάρκετ, προϊόντα που ήταν ελαττωματικά και τους προσφέρονταν από διάφορα μαγαζιά, τεχνικούς της ΔΕΗ που τους συμπαραστέκονταν και αποκαθιστούσαν κρυφά την σύνδεση του ρεύματος σε σπίτια όπου λόγω χρεών η σύνδεση είχε διακοπεί και ειδικά ηλικιωμένους και μικρά παιδιά. Η προσπάθειά τους είχε μεγάλη επιτυχία….

Σωτήρης: « Όταν πέρσι οι πρόσφυγες κατέφθαναν μαζικά στα νησιά δίπλα στην Τουρκία και βλέπαμε να φθάνουν εδώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που δεν είχαν ούτε αυτά που είχαμε εμείς, καταλάβαμε πως έπρεπε να βοηθήσουμε. Έτσι δημιουργήσαμε την Παμπειραϊκή Πρωτοβουλία και επεκτείναμε τη δράση μας. Ίσως κάποιοι στις Βρυξέλλες να το χαρακτήριζαν και ανάπτυξη, χαχαχα!». Αλλά ο Σωτήρης είναι ο μόνος που γελάει. Οι εθελοντές, κυρίως μεσόκοπες γυναίκες πάνω από πενήντα, είναι ανυπόμονοι. Έχουν ακούσει αυτή την ιστορία εκατοντάδες φορές. Η προσέλευση εθελοντών από το εξωτερικό –φοιτητές και νέοι με εναλλακτικό τρόπο ζωής- είναι όμως μεγάλη. Κάποιοι μένουν μερικές μέρες κι άλλοι κάποιες εβδομάδες κι ο Σωτήρης πρέπει να υποδέχεται κάθε φορά καινούργια πρόσωπα και να εξηγεί απ΄την αρχή τη δράση και τη λειτουργία της Παμπειραϊκής Πρωτοβουλίας. Χρειάζονται όμως άτομα που να μπορούν να μείνουν περισσότερο, σίγουρα κάποιους μήνες, για να βοηθήσουν αποτελεσματικά αυτούς τους ξεριζωμένους και τραυματισμένους ανθρώπους. Η ώρα έχει πάει κιόλας εντεκάμιση και κάποιες γυναίκες πρέπει να επιστρέψουν σπίτι, στα παιδιά και τον άντρα τους.

Ο Σωτήρης ολοκληρώνει την ομιλία του: «Όλοι εμείς εδώ είμαστε ένα ωραίο παράδειγμα για το τι μπορεί να υπάρξει όταν η πολιτική, η κυβέρνηση και οι θεσμοί αποδεικνύονται ανίκανοι. Είμαστε ένα παράδειγμα για το μέλλον, γιατί πιστέψτε με, αυτό που συμβαίνει τώρα είναι μόνο η αρχή. Δυστυχώς οι παλιοί καλοί καιροί, όταν ο καθένας μπορούσε να ταξιδέψει προς τη βόρεια Ευρώπη, τελείωσαν. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε αλλά δεν πάει άλλο. Είμαστε κουρασμένοι, εξαντλημένοι, έχουμε φτάσει στο τέλος των δυνάμεών μας. Είναι αδύνατο να φροντίσουμε άλλους πρόσφυγες που καταφθάνουν ακόμα από την Ειδoμένη. Πώς μπορούμε να πιέσουμε τις αρχές να αδειάσουν το λιμάνι και να στείλουν αυτούς τους ανθρώπους σε καλύτερους τόπους διαμονής; Μήπως πρέπει να θέσουμε ένα χρονικό όριο; Μήπως πρέπει να σταματήσουμε να παρέχουμε άλλη εθελοντική εργασία και να περιμένουμε την στιγμή που θα τιναχτούν όλα στον αέρα; Αυτό είναι το θέμα της συνέλευσής μας».

Η συζήτηση συνεχίζεται χαοτικά, οι εθελοντές δεν έχουν υπομονή να απαντούν στα αφελή ερωτήματα των νεοφερμένων που δεν γνωρίζουν αρκετά την κατάσταση και τρώνε το χρόνο και τα αδιάκριτα βλέμματα ανθρώπων των ΜΜΕ προκαλούν εκνευρισμό. Ένας μεγαλόσωμος ηλιοκαμένος άντρας με κοντοκομμένα μαλλιά και άσπρο μούσι, με τραβάει από το χέρι. «Είμαι ο Σον από την Νέα Ζηλανδία και είμαι εδώ κάμποσο καιρό. Οι δημοσιογράφοι είναι μισητοί κι ανεπιθύμητοι. Οι περισσότεροι έρχονται για μια ωρίτσα, φωτογραφίζουν κανένα παιδί που κλαίει και δεν προσφέρουν καμία βοήθεια. Θα σου δείξω τις αποθήκες. Κανονικά, τέτοια ώρα έχουμε φασαρίες, οι πρόσφυγες μαλώνουν μεταξύ τους αλλά απόψε είναι όλα ήσυχα. Το πρωί μοιράσαμε κρουασάν που ήταν αλλοιωμένα και ληγμένα εδώ και καιρό, πολλοί έπαθαν διάρροια». 


Έξω, μπροστά από τις χημικές τουαλέτες, οι πρόσφυγες έχουν κάνει ουρές. Κρατούν χαρτί τουαλέτας στα χέρια και μορφάζουν. Με το που εμφανίζεται ο Σον γίνεται αναταραχή, πολλοί έρχονται προς το μέρος του και ζητάνε πράγματα. Γυναίκες ζητούν πάνες και μωρομάντηλα για τα μωρά τους, άλλες σερβιέτες. Ο Σον βγάζει ένα μάτσο κλειδιά, ανοίγει ένα κοντέινερ και μοιράζει ό,τι μπορεί. Μερικές γυναίκες, φωνάζοντας όλες μαζί, μου ζητούν σε ακατάληπτη γλώσσα να τους αγοράσω αυτό που τελικά καταλαβαίνω πως θέλουν: σουτιέν σε διάφορα μεγέθη. Ο Σον βάζει τάξη και τις στέλνει στις σκηνές τους με ήρεμη φωνή ενώ κάνει αυστηρές παρατηρήσεις σε κάποιους νεαρούς εθελοντές από την Ισπανία που καπνίζουν μαριχουάνα και πίνουν μπύρες. Δεν καταλαβαίνουν πως αυτό δεν επιτρέπεται εδώ και μάλιστα μπροστά σε πρόσφυγες μουσουλμάνους; Τον υπακούν και φεύγουν.

Πώς καταφέρνει αυτός ο ήρεμος Νεοζηλανδός να επιβάλλεται παραμένοντας αυστηρός και φιλικός, εμπνέοντας σεβασμό σε πρόσφυγες και εθελοντές; «Κάποτε ήμουν αστυνομικός» μου εξηγεί. «Αλλά αυτό δεν το αναφέρω γιατί ξέρω πως οι αστυνομικοί δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθείς ειδικά εδώ στην Ελλάδα».

Η Πέτρινη αποθήκη, ή το Πέτρινο Σπίτι, όπως το ονομάζει ο Σον, είναι στην αποβάθρα. Η πόρτα χάσκει στο σκοτάδι και στο εσωτερικό της που φωτίζεται με λάμπες νέον ψηλά στο ταβάνι, βρίσκονται στημένες τετρακόσιες σκηνές. Φώτα από κινητά, μωρά που κλαίνε, σκιές που κινούνται, ζευγάρια που μαλώνουν, γέροι που ροχαλίζουν, ένας άλλος κόσμος. Μυρίζεις αυτήν τη μυρουδιά; με ρωτάει. Δυστυχώς δεν μυρίζω τίποτα λόγω του ότι η όσφρησή μου δεν λειτουργεί εδώ και χρόνια αλλά φαίνεται πως είμαι τυχερή διαφορετικά δεν θα άντεχα την δυσοσμία που επικρατεί στο χώρο, όπως μου εξηγεί ο Σον.

Τον ρωτάω πώς ήρθε εδώ και γιατί. «Πριν οχτώ μήνες, στην Νέα Ζηλανδία, οι γιατροί μου είπαν πως πάσχω από μια ανίατη ασθένεια. Μου έδωσαν έξη, το πολύ δέκα μήνες ζωή». Ανασηκώνει το παντελόνι του και μου δείχνει τα πρησμένα πόδια του. Όλα τα άκρα του είναι πρησμένα.

«Τότε κατάλαβα πως δεν έχω πολύ χρόνο. Δεν μπορούσα πια να δουλέψω σαν αστυνομικός και μια εταιρεία καθαρισμού που είχα ανοίξει στο Σίδνεϊ δεν ήταν αυτό που ονειρευόμουνα. Ήθελα να κάνω κάτι που έδινε νόημα στη ζωή μου». Ο Σον εξηγεί πως χάρη σε μια παλιά συνθήκη που είχε υπογράψει η χώρα του με την Βρετανία σαν μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας υπήρχε μεγάλη πληροφόρηση στα ΜΜΕ (μέσω και του BBC) για την κατάσταση στην Ευρώπη και το δράμα των προσφύγων. Σε αντίθεση με τη Νότια Αμερική, που ο τύπος και τα ΜΜΕ δεν ασχολούνται καν με το θέμα όπως διαπίστωσα προσωπικά μετά από παραμονή έξη μηνών τον περασμένο χειμώνα στην Αργεντινή όπου κι έδινα ασταμάτητα πληροφορίες γύρω από το θέμα στους έκπληκτους ακροατές μου, οι Νεοζηλανδοί και οι Αυστραλοί γνωρίζουν πολύ καλά το τι διαδραματίζεται στην Μέση Ανατολή και το προσφυγικό δράμα στην Μεσόγειο. Η Νέα Ζηλανδία έχει ήδη δεχτεί 100.000 πρόσφυγες και εξετάζει την υποδοχή άλλων 120.000 αλλά η Αυστραλία αντιστέκεται σε αυτό καθώς σύμφωνα με μια παλιά συμφωνία που είναι ακόμα σε ισχύ, οι πρόσφυγες που παίρνουν «πράσινη κάρτα» δηλαδή άδεια παραμονής στην Νέα Ζηλανδία, είναι ελεύθεροι να επαναγκατασταθούν στην Αυστραλία.

«Όταν είδα αυτό το δράμα στην τηλεόραση, κατάλαβα αμέσως πού ήταν η θέση μου. Μοίρασα όλα μου τα υπάρχοντα στην οικογένεια και σε φίλους και έφυγα. Πρώτα πήγα σε έναν καταυλισμό υποδοχής προσφύγων στο Βελιγράδι, μετά στην κόλαση της Ειδoμένης και κατέληξα εδώ στο λιμάνι του Πειραιά. Εδώ που η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη νοιώθω πως είμαι πολύ χρήσιμος. Αποφάσισα λοιπόν να μείνω εδώ ως το τέλος». Ξαφνικά ακούγονται φωνές, θόρυβοι από τέντες που σπάνε. «Έχω δουλειά, λέει ο Σον, «όπως φαίνεται είναι κάποιοι που δεν έφαγαν από τα πρωϊνά κρουασάν. Έλα πάλι αύριο».


Την επομένη είδα καλύτερα πού έχουν στηθεί οι σκηνές. Το ταξί μπαίνει αυτή τη φορά μέσα οδηγώντας από την πύλη Ε7 προς την Ε1. Στη θάλασσα, ανάμεσα στα γυαλιστερά πλοία της ΑΝΕΚ που σφύζουν από κίνηση, βρίσκεται ακίνητο, σκουριασμένο και μισοβυθισμένο σαν τεράστιο κήτος ένα κουφάρι πλοίου της κάποτε ισχυρής εταιρείας Βεντούρη που έχει από καιρό κηρύξει πτώχευση. Το τελευταίο ταξίδι του πλοίου έγινε το περασμένο καλοκαίρι μεταφέροντας χιλιάδες πρόσφυγες από τη Λέσβο. Το πλήρωμα το εγκατέλειψε μαζί με τους επιβάτες για να μην επιστρέψει ποτέ. Από τότε κείτεται στο λιμάνι μισοβουλιαγμένο, γερμένο στο πλάι, άχρηστο και εγκαταλειμμένο. Χρήματα για την απομάκρυνσή του δεν υπάρχουν κι έτσι το πλοίο-φάντασμα παραμένει ακινητοποιημένο εκεί. Το «Πέτρινο Σπίτι» βρίσκεται στην αποβάθρα εκεί όπου είναι αγκυροβολημένο ένα γιγαντιαίο πλοίο, ψηλό σαν πολυκατοικία. Αυτοκίνητα και φορτηγά έχουν φορτωθεί, επιβάτες επιβιβάζονται με τις βαλίτσες τους. Το «Πέτρινο Σπίτι» μοιάζει ξαφνικά σαν μια κουκίδα δίπλα στο τεράστιο φέρρυ μπόουτ. Στο βάθος, απέναντι από την εθνική οδό και την αερογέφυρα, ένα φτωχικό κτίριο που μοιάζει με εγκαταλειμμένο εργοστάσιο με ζωγραφισμένη στον τοίχο του μια υπέροχη τοιχογραφία: ένα αρχαίο ακέφαλο άγαλμα μιας γυναικείας φιγούρας με πέπλα να ανεμίζουν στον αέρα που το μισό βρίσκεται μέσα στο νερό και στα πόδια της ένας δύτης που ανιχνεύει θησαυρούς στο βυθό. Μια εικόνα από παραμύθι σε οδυνηρή αντίθεση με τις αξιοθρήνητες σκηνές στον περίγυρο. 

Μπροστά στην είσοδο της πύλης Ε1 και λίγο πιο πέρα στέκονται για πρώτη φορά φρουροί της λιμενικής αστυνομίας για έλεγχο. Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στο χώρο χωρίς χαρτιά. Μπροστά και γύρω από τις αποθήκες του λιμανιού βρίσκονται τροχόσπιτα που καίγονται στον ήλιο. Δύο απ΄ αυτά προορίζονται για έγκυες και βρέφη, εκεί όπου κοιμάται και ο Σον, ένα είναι του Ερυθρού Σταυρού, ένα της κοινωφελούς εταιρείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Πράξις» που προσφέρει ψυχική και φαρμακευτική βοήθεια στους πρόσφυγες κι ένα των Ηνωμένων Εθνών. Εκεί, σε πτυσσόμενα τραπεζάκια κάθονται οι νομικοί υπάλληλοι περιμένοντας βαριεστημένοι, πίνοντας καφέ και καπνίζοντας ασταμάτητα. Οι πρόσφυγες μπορούν εδώ να εγγραφούν στις λίστες για επαναπατρισμό, επαναπροώθηση στην χώρα προέλευσης, έναντι του ποσού των 400 ευρώ το άτομο. Στις τέσσερις μέρες που βρίσκομαι εδώ δεν είδα κανέναν να έχει έρθει για εγγραφή.

Ο Σωτήρης και ο Σον είναι σε δράση, τα μαλλιά, το μουστάκι και τα γένια τους που την νύχτα φαίνονταν δεν είναι άσπρα στον ήλιο είναι γκρίζα, η περασμένη νύχτα ήταν δύσκολη. «Δύο φορές τρέξαμε στο νοσοκομείο απόψε», γκρινιάζει ο Σον που φαίνεται να εκτελεί και χρέη οδηγού με το μοναδικό βανάκι της Παμπειραϊκής Πρωτοβουλίας. Ο Σωτήρης οδηγάει μια παλιά σαραβαλιασμένη Τογιότα εικοσιπενταετίας απ΄ όπου συνεχώς πέφτουν οι πλαϊνοί καθρέφτες. Έπρεπε να μεταφέρουν μια έγκυο γυναίκα, ετοιμόγεννη κι έναν άντρα που είχε σπάσει το ένα του πόδι, με τα κόκκαλα να εξέχουν απ’ το δέρμα. «Χτες τη νύχτα είχαμε φασαρίες και η αστυνομία επέβαλε επί τόπου αυστηρότερα μέτρα. Κάποιοι Σύριοι πήγαν στο κέντρο για να πιούν αλλά όταν επέστρεψαν και ήθελαν να μπουν μέσα η αστυνομία τους απαγόρεψε την είσοδο, παρόλο που είχαν χαρτιά, επειδή ένας απ’ αυτούς ήταν μεθυσμένος. Τότε ξέσπασε φασαρία κι ο Σύριος που δεν ήθελε να λείπει όλη τη νύχτα από την οικογένειά του (η γυναίκα και τα παιδιά του έχουν ψυχολογικά προβλήματα λόγω του πολέμου στη Συρία), έγινε εκτός εαυτού και αφού ανέβηκε στην αερογέφυρα κοντά περίπου στο σημείο που βρισκόταν η σκηνή του, βούτηξε στο κενό. Τραγικό. Να έχεις γλυτώσει από ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι μέσα από στεριά και θάλασσα και να καταλήγεις έτσι. Είναι ζήτημα αν θα γίνει καλά».


Είναι ώρα για ένα τελευταίο πρωϊνό γιατί αύριο αρχίζει το Ραμαζάνι. Οι εθελοντές πίσω από τραπεζάκια τακτοποιούν κουτιά και τσάντες με τρόφιμα. Από διάφορα σημεία ξεπροβάλλουν εθελοντές που δεν είχα συναντήσει ακόμα. Η Καγιέν από την Γαλλία, η Γιόλα από τον Καναδά, η Λάϊλα από την Ισπανία που είναι Μαροκινή και μιλάει αραβικά, όλοι τους φοιτητές που αφιερώνουν τις διακοπές τους για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. Μια όμορφη κοκκινομάλλα από την Τσεχία που έκανε το γύρο του κόσμου αλλά διέκοψε το ταξίδι της κι έμεινε εδώ γιατί δεν μπορούσε να γυρίσει τη πλάτη σ’ αυτό το δράμα. «Είμαι εξαρτημένη από τον πόνο», λέει γελώντας. Ο Ντάβιντ και ο Πέντρο, δυο νεαροί πανκ από την Ισπανία που δεν έχουν ακόμα συνέλθει από τη ζάλη. Χτες βράδυ ήπιαν λίγο παραπάνω. Ταλαιπωρημένοι και καταϊδρωμένοι άντρες και γυναίκες βγαίνουν με δυσκολία από τις σκηνές τους και στέκονται στην ουρά με τα κουπόνια διατροφής στα χέρια τους, ένα μέτρο που καθιερώθηκε πρόσφατα για να ελέγχεται η σωστή διανομή κατ’ άτομο. Παιδιά με τσίμπλες στα μάτια, ξεχτένιστα παίζουν δίπλα στους γονείς τους στην αποβάθρα. Μετά από λίγο μπορείς να διακρίνεις τους Αφγανούς, τους Σύριους, Οι Κούρδοι από το Ιράν και το Ιράκ μοιάζουν μεταξύ τους. Υπάρχουν λίγοι Πακιστανοί, Ινδοί ή Σομαλοί. Στην πλειοψηφία τους οι άντρες είναι νεαροί. Αθώοι και χαρούμενοι κάνουν παρέα ή φλερτάρουν με τις εθελόντριες. «Το 45% είναι γυναίκες και παιδιά, οι υπόλοιποι είναι άντρες», μου εξηγεί η Καγιέν ενώ μοιράζει γάλα, ψωμί και νερό. Θυμώνει που το γεύμα περιλαμβάνει μονάχα υδατάνθρακες: «πώς να ζήσει κανείς μόνο με αυτά; Χρειάζονται φρούτα και λαχανικά αλλά αυτά δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό και ξεσπούν οι καυγάδες μεταξύ τους, είναι φυσικό».

Το φαγητό κοστίζει 10.000 ευρώ την εβδομάδα και χορηγείται από έναν εφοπλιστή που παραμένει ανώνυμος, ο δήμος και το κράτος δεν έχουν χρήματα να διαθέσουν. Το μαγείρεμα των γευμάτων το μεσημέρι και το βράδυ διατίθεται δωρεάν από τον ιδιοκτήτη ενός εστιατορίου στον Πειραιά ο οποίος ταυτόχρονα λειτουργεί το εστιατόριό του. Υπάρχει έλλειψη χώρου και καθυστερήσεις. Άλλες φορές έρχονται πακέτα με έτοιμα φαγητά από το στρατό και το λιμενικό. Ο συντονισμός και η οργάνωση αυτής της επιχείρησης παραμένει άγνωστη. «Όλα τα κανονίζει ο Σωτήρης», είναι η απάντηση.

Εμφανίζονται ξαφνικά λεωφορεία και άνθρωποι με κίτρινα γιλέκα. Η επιγραφή «The Supreme Master Ching Hai International Association» είναι γραμμένη με κίτρινα γράμματα στα λεωφορεία. Μια κοντή ηλικιωμένη γυναίκα με ένα μεγάφωνο αρχίζει να δίνει εντολές και αμέσως ξεφορτώνουν κιβώτια με μπανάνες και βερίκοκα που τα δίνουν στους εθελοντές. Η κυρία με το μεγάφωνο λέγεται Ζάϊνα και είναι Αμερικανίδα, συντονίστρια της βοήθειας προς τους πρόσφυγες του Πειραιά αλλά η οργάνωση δραστηριοποιείται σε όλη την Ελλάδα. «Είμαστε μια διεθνής ομάδα πνευματικών ανθρώπων οπαδοί του βιγκανισμού (αυστηρή χορτοφαγία) και ασχολούμαστε με τον διαλογισμό». Δεν έχουν μισθό και πληρώνουν οι ίδιοι τα εισιτήριά τους, κοιμούνται δώδεκα άτομα στο πάτωμα σε σλήπινγκ μπαγκ σε ένα αδειανό διαμέρισμα εκεί στην γειτονιά , δεν ασχολούνται με τον προσηλυτισμό αλλά μοιράζουν απλώς υγιεινά τρόφιμα σύμφωνα με τις αρχές του βιγκανισμού και μερικές φορές διοργανώνουν διεθνή συνέδρια διαλογισμού για να ανακουφίσουν τους πρόσφυγες μέσα από την θετική πνευματική ενέργεια. 

Αγοράζουν οι ίδιοι φρούτα και λαχανικά, καπέλα για τον ήλιο και εμφιαλωμένο νερό για τα παιδιά. Όλα αυτά με δωρεές που δέχονται από διάφορα μέρη του κόσμου που τον τελευταίο καιρό έχουν πολλαπλασιαστεί. Ένας Κορεάτης φοιτητής που διαδέχεται την Ζάϊνα μου εξηγεί «ο αρχηγός μας και οι δικοί μας άνθρωποι κατανοούν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, μια κατάσταση χειρότερη από εκείνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και πως δεν είναι σε θέση να βοηθήσει αποτελεσματικά τους πρόσφυγες. Δεν υπάρχουν χρήματα γι’ αυτό. Η Ευρώπη, η Αμερική κι ο κόσμος έχουν εγκαταλείψει την Ελλάδα στην τύχη της. Οι Έλληνες εθελοντές είναι άγγελοι. Δεν έχουν τίποτα δικό τους, είναι άνεργοι εδώ και χρόνια, όμως βρίσκονται εδώ μέρα-νύχτα και μοιράζονται το ελάχιστο που διαθέτουν με τους πρόσφυγες. Είναι άνθρωποι που συναντούν το πνεύμα του ηγέτη μας και βοηθώντας αυτούς, βοηθάμε τους πρόσφυγες. Συγγνώμη όμως, πρέπει να φύγουμε για ένα άλλο καταυλισμό. Meditate, eat vegan, be happy». Η Ζάϊνα, ο Κορεάτης φοιτητής και όλοι οι άνθρωποι της ομάδας με τα κίτρινα γιλέκα εξαφανίζονται με το φορτηγό σαν οπτασία. 


Οι πρόσφυγες που τόση ώρα περιμένουν υπομονετικά στην ουρά αρχίζουν να σπρώχνονται, να φωνάζουν και να τραβολογούν ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να αρπάξουν μερικές μπανάνες σαν να είναι πολύτιμος θησαυρός. Οι εθελοντές φωνάζουν τον Σον, είναι ο μόνος που μπορεί να βάλει τάξη. Όταν έρχεται τρέχοντας, βλέπω πίσω του μια ομάδα εθελοντών από την ολλανδική εταιρεία «Βοήθεια για τα παιδιά στην Ελλάδα» να βγαίνουν από την πόρτα της αποθήκης που στεγάζονται οι πρόσφυγες. Κρατούν το χέρι τους πάνω στο στόμα τους και ένας απ’ αυτούς είναι φανερό πως θέλει να κάνει εμετό. «Βλέπεις πόσο καλό είναι που δεν δουλεύει η δική μας όσφρηση;» μου λέει αστειευόμενος ο Σον ενώ πιάνει μερικούς νεαρούς, τους βάζει στην άκρη και κάνει χώρο για να περάσει μια νεαρή μητέρα με ένα παιδάκι που ξεφωνίζει από χαρά όταν του δίνει ένα βερίκοκο.

Τον περασμένο χρόνο πέρασαν από την Μεσόγειο στην Ευρώπη πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από τους οποίους πάνω από 900.000 μέσω των ελληνικών νησιών. Όλοι περίμεναν πως ο χειμώνας θα σταματούσε την εισροή αλλά σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ (UNHCR) το 2016 άλλοι 135.117 πρόσφυγες έκαναν το επικίνδυνο ταξίδι προς την Ελλάδα. Ο αριθμός των πνιγμένων, ενήλικες και παιδιά, δεν έχει προσδιοριστεί και οι αγνοούμενοι είναι πολλοί. Τα περισσότερα νεκροταφεία στα ελληνικά νησιά δεν μπορούν να δεχτούν άλλους νεκρούς. Από τότε που η ΦΥΡΟΜ έκλεισε τα σύνορα κάτω από την πίεση της ΕΕ, 60.000 είναι εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα. Σήμερα, φθάνουν πολύ λιγότεροι πρόσφυγες στην Ελλάδα εξ’αιτίας της επαίσχυντης συμφωνίας της ΕΕ με την Τουρκία αλλά οι διακινητές προσφύγων στην απέναντι πλευρά επινόησαν αμέσως μια άλλη περισσότερο επικίνδυνη διαδρομή από την Λιβύη στην Ιταλία όπου αυτή τη στιγμή καταφθάνουν περίπου 3000 με 6000 άτομα την ημέρα. Και αν ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν δεν δει να ικανοποιείται το αίτημά του για ελεύθερη μετακίνηση των Τούρκων υπηκόων στην Ευρώπη, με αντάλλαγμα την υποδοχή των προσφύγων εκτός της ΕΕ στην χώρα του, οι προσφυγικές ροές προς την Ελλάδα θα αυξηθούν ξανά. Ο Ερντογάν έχει εκφράσει συχνά τέτοιες απειλές δημόσια.

Η Ελλάδα δεν έχει τα μέσα για την διεκπεραίωση ούτε μιας γρήγορης καταγραφής των προσφύγων αλλά ούτε και για την διαδικασία παροχής ασύλου που απαιτεί τουλάχιστον έναν ολόκληρο χρόνο. Η διαδικασία επανένωσης οικογενειών που μέλη τους βρίσκονται στην Γερμανία, Ολλανδία ή στις Σκανδιναβικές χώρες, μπορεί να διαρκέσει μέχρι και επτά χρόνια.

«Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας αριθμός καταυλισμών γύρω από τον Πειραιά σε απόσταση περίπου σαράντα χιλιομέτρων αλλά σε έναν απ΄ αυτόν, χωρητικότητας 2000 ατόμων, βρίσκονται 3000 πρόσφυγες. Οι τουαλέτες έχουν βουλώσει, οι βόθροι ξεχειλίζουν και η βρώμα είναι ανυπόφορη. Σε έναν άλλο καταυλισμό δεν υπάρχουν αρκετές σκηνές για 1000 άτομα και φέραμε εμείς άλλες 500. Η κατάσταση δεν αντέχεται» αναστενάζει ο Σον καθώς ακολουθεί με το αυτοκίνητο το σαράβαλο του Σωτήρη. Πηγαίνουμε στην Ελευσίνα, 30 χιλιόμετρα μακριά, στην περιοχή των ναυπηγείων και των διυλιστηρίων. Όπως έχει ανακοινώσει ο δήμος, εκεί έχει δημιουργηθεί ένας νέος καταυλισμός υπό τον έλεγχο του στρατού.

Πρόκειται για ένα παλιό εγκατελειμμένο σχολείο, ένα μοναχικό άσπρο πέτρινο κτίριο που μοιάζει με φυλακή, ξερό χωρίς ένα δέντρο, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά ενός λόφου με θέα στα διυλιστήρια. Ο χώρος είναι φρεσκοβαμμένος, υπάρχουν τραπέζια και καθίσματα για φαγητό, μεγάλες τουαλέτες και χώροι για πλύσιμο, καινούργια κρεβάτια, στρώματα και μαξιλάρια σε θαλάμους για 30 άτομα ενώ ο καταυλισμός μπορεί να στεγάσει 348 ανθρώπους.

Ο Σωτήρης και ο Σον αλλά και οι εθελοντές Τζούλια και Κατερίνα, εντοπίζουν αμέσως το πρόβλημα: ο καταυλισμός είναι απομονωμένος, δεν υπάρχει καλή συγκοινωνία με την πόλη και η πρώτη στάση βρίσκεται τέσσερα χιλιόμετρα μακριά. Δεν υπάρχει σύνδεση με ιντερνέτ και η λειτουργία κινητών τηλεφώνων είναι σχεδόν αδύνατη. Αυτό είναι σίγουρα πολύ σημαντικό για τους πρόσφυγες που θέλουν να είναι σε επαφή με τις οικογένειές τους. Και πώς θα λυθεί το θέμα της μη ύπαρξης ιδιωτικού χώρου που τώρα καλώς ή κακώς λύνεται με τις ατομικές σκηνές όπου μια οικογένεια μπορεί να κοιμηθεί μόνη της; Εδώ θα πρέπει να κοιμούνται όλοι μαζί. Μήπως θα πρέπει να κοιμούνται χωριστά οι γυναίκες από τους άντρες; Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.

Οι στρατιώτες είναι πολύ διαφορετικοί από τους αστυνομικούς του λιμενικού. Είναι φιλικοί, συγκαταβατικοί και θέλουν να βοηθήσουν. Προθυμοποιούνται να ψάξουν για ένα χορηγό για δωρεάν παροχή ιντερνέτ, ο Σωτήρης ξέρει κι αυτός κάποιον – και ο διοικητής συμφωνεί να συζητήσει με το δήμαρχο της Ελευσίνας ώστε το λεωφορείο να κάνει στάση κοντά στο σχολείο.  


Στην επιστροφή είμαστε όλοι σιωπηλοί. Ο Σωτήρης και η ομάδα του ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να πείσει τους πρόσφυγες να μαζέψουν τα πράγματά τους και να μετακινηθούν στο σχολείο. Το έχουν κάνει τόσες φορές. Μια ταλαιπωρία που διαρκεί μέρες και εβδομάδες.

«Δεν μπορείς να αναγκάσεις κανέναν, στην ουσία είναι ‘ελεύθεροι’ άνθρωποι», μονολογεί σαρκαστικά ο Σωτήρης ενώ η Τζούλια μας δείχνει τον καταυλισμό του Σκαμαραγκά, «τον καταυλισμό της βρωμιάς» όπως τον λέει. Ανάμεσα στις τεράστιες δεξαμενές πετρελαίου δεκάδες άσπρα μικρά προκάτ καταλύματα δίπλα στη θάλασσα. «Εδώ απαγορεύεται το κολύμπι γιατί η θάλασσα είναι μολυσμένη αλλά οι πρόσφυγες κολυμπούν. Ένας Θεός γνωρίζει από τι αρρώστιες θα ταλαιπωρηθούν».

Εκείνο το μεσημέρι ξεσπούν στο «Πέτρινο Σπίτι» φασαρίες με μαχαιρώματα και αίματα. Ένας καυγάς μεταξύ δύο Αφγανών και ένας μεταξύ ενός Σύριου και ενός Αφγανού. Οι πληγωμένοι μεταφέρονται στα τροχόσπιτα του Ερυθρού Σταυρού και τα ίχνη του αίματος μένουν στην αποβάθρα όπου στεγνώνουν αμέσως κάτω από τον καυτό ήλιο. Είναι σαν μια γραμμή από ένα σχέδιο εκεί πάνω στην άσφαλτο, γεμάτο απελπισία και βία. Ο Σον δεν έχει χρόνο για μένα, πρέπει να ηρεμήσει τους αγριεμένους άντρες που είχαν εμπλακεί στους καυγάδες, να παρηγορήσει γυναίκες που ουρλιάζουν από πανικό και να χωρίσει άλλους που ετοιμάζονται να ορμήσουν ο ένας στον άλλον. Η λιμενική αστυνομία καταφθάνει μαζί με τους άνδρες των ΜΑΤ, των φοβερών δυνάμεων καταστολής που μοιάζουν με ρομποκόπ. Οι άνδρες των ΜΑΤ ξεστομίζουν βρισιές εναντίον των προσφύγων, των γυναικών ακόμα και εναντίον των εθελοντών.

«Νομίζετε πως μπορείτε να μας γαμήσετε όλους; Ε, όχι, εμείς θα σας γαμάμε μέχρι που θα μας παρακαλάτε να γυρίσετε στις χώρες σας». «Δε θέλουμε εδώ γουρούνια και πουτάνες όπως εσείς». «Γυρίστε πίσω στις χώρες σας, δεν έχετε δουλειά εδώ. Εδώ έχουμε πολιτισμό, εσείς είστε σκουλήκια». Είναι κοινό μυστικό πως το 65% των ανδρών των ΜΑΤ είναι μέλος του νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής κι αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Μια Γαλλίδα φοιτήτρια γίνεται εκτός εαυτού. Κρατάει στην αγκαλιά της μια Ιρανή πρόσφυγα και ουρλιάζει στον διοικητή των ΜΑΤ πως θα τον καταγγείλει. Ο Σον την παίρνει γρήγορα μέσα στην αποθήκη. Ο Σωτήρης με ένα βεβιασμένα γλυκό χαμόγελο προσπαθεί να κατευνάσει τον διοικητή- που στο μεταξύ έχει αλλάξει χίλια χρώματα – και να τον πείσει να μην την συλλάβει. Όσο ανεβαίνει ο ήλιος τόσο η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο ζοφερή. Μια Ιρακινή σωριάζεται στο έδαφος μετά τον ξυλοδαρμό από τον άντρα της, κάτι που γίνεται σχεδόν κάθε μέρα. Μουγκρίζει και ουρλιάζει, χτυπάει με τις γροθιές της το στήθος της, τραβάει τη μαντήλα της με οργή και την ξαναφτιάχνει με οργισμένες κινήσεις εγκλωβίζοντας άθελά της το κεφαλάκι του μωρού της, το μωρό κλαίει τρομαγμένο και η φωνή της έχει βραχνιάσει από την απόγνωση και την οργή.

Οι άντρες κρατάνε τον θυμωμένο σύζυγο ακινητοποιημένο και οι γυναίκες σηκώνουν την γυναίκα που τρέμει ολόκληρη και την οδηγούν στο εσωτερικό της αποθήκης εκεί όπου κοιμούνται οι εθελόντριες από το εξωτερικό, δίπλα από το χώρο διανομής παπουτσιών και ρουχισμού τα οποία φτάνουν στον καταυλισμό του Πειραιά από όλα τα μέρη του κόσμου. Επειδή ο Σον και ο Σωτήρης έλειπαν στην Ελευσίνα, δεν υπήρχε κανείς να διατηρήσει την τάξη και η αποθήκη είναι ένα χάος: τα ρούχα όλα ένας μπερδεμένος σωρός στο πάτωμα, σαν να έχει προηγηθεί έκρηξη βόμβας. Ο Σον ξεσπάει σε βλαστήμιες, ο Σωτήρης σηκώνει τους ώμους. Δύο Ισπανοί εθελοντές αποφασίζουν πως η γυναίκα που είναι τώρα σε σοκ και τα παιδιά της πρέπει να μεταφερθούν για απόψε σε ένα ξενοδοχείο με κρεβάτι και μπάνιο, να ηρεμήσουν και να ξεφύγουν λίγο απ’ αυτή την κόλαση. Θέλουν να πληρώσουν οι ίδιοι, με δικά τους χρήματα, ο Σωτήρης δεν έχει την δυνατότητα να καλύψει τέτοιου είδους έξοδα και ο Σον δεν έχει πια χρήματα ούτε για τηλεφωνική κάρτα.

Τις επόμενες μέρες συμμετέχω στο έργο των εθελοντών και ακούω πάμπολλες ιστορίες προσφύγων γεμάτες πόνο, φτώχεια, αδικία και πόλεμο, φόβο και βία, οδύνη και θάνατο. Τα ψυχολογικά τραύματα και η λύπη είναι τόσο ποικίλα και τόσο σοβαρά που αισθάνομαι σαν να πατάει με όλο του το βάρος στο στήθος μου, ένας ιπποπόταμος. Μου κόβεται κυριολεκτικά η μιλιά και παραλύω ολόκληρη. Οι φοιτήτριες το παίρνουν είδηση. «Κι εμείς έτσι νοιώθαμε στην αρχή αλλά όσο κι αν είναι απίστευτο, συνηθίζεις», μου λένε. Μοιράζω στηθόδεσμους, πάνινα καλοκαιρινά παπούτσια, πάω για ψώνια στο σούπερ μάρκετ, αγοράζω σαμπουάν οικονομικής συσκευασίας στο JUMBO και βοηθάω τον Σον προσπαθώντας να πείσω οικογένειες προσφύγων να εγγραφούν, να μαζέψουν τα πράγματά τους και να μπουν στα λεωφορεία που άλλοτε έρχονται κι άλλοτε όχι. Ο Σωτήρης γνωρίζει κάποιον υπεύθυνο στα λεωφορεία που για να τον ξεφορτωθεί του κάνει το χατίρι να δώσει εντολή σε έναν οδηγό που είναι σε βάρδια να αδειάσει το λεωφορείο από επιβάτες και κολλώντας την επιγραφή «Ειδική μεταφορά» στο παρμπρίζ, να πάει εκεί στην πύλη Ε1 και Ε2 του λιμανιού.

Αλλά ποτέ δεν είναι σίγουρο ποια μέρα αυτό θα συμβεί. Μια φορά φτάνει ένας οδηγός με το λεωφορείο του φορώντας μια μάσκα και λαστιχένια γάντια από φόβο για μολυσματικές ασθένειες. Οι πρόσφυγες που είχαμε καταφέρει να πείσουμε για την μεταφορά στον καταυλισμό της Ελευσίνας, περίπου 55 άτομα, αρνούνταν με επιμονή να μπουν στο λεωφορείο. Αν ο οδηγός φοράει γάντια και μάσκα, κάτι φοβερό συμβαίνει με το λεωφορείο, σκέφτονται. Μόνο όταν οι εθελοντές πείθουν τελικά μετά από πολλά, τον οδηγό να βγάλει τα προστατευτικά αξεσουάρ του, μπαίνουν οι πρόσφυγες στο λεωφορείο. Ο οδηγός φοράει ξανά τη μάσκα και τα γάντια του. Οι πρόσφυγες είναι εντελώς εξαντλημένοι, κανείς δεν αντιδρά. Καμιά φορά το λεωφορείο συνοδεύεται από αστυνομικά αυτοκίνητα, συνήθως όμως όχι. Η συνοδεία της αστυνομίας εγγυάται την ασφάλεια γιατί υπάρχει κίνδυνος μέλη της Χρυσής Αυγής, όχι και τόσο φιλικά προσκείμενα στους πρόσφυγες, να επιτεθούν στα λεωφορεία και να ασκήσουν βία. Οι εφημερίδες είναι γεμάτες από τέτοια επεισόδια.


Μέσα σε αυτή την ατέλειωτη ανθρώπινη μάζα, σε αυτό τον ωκεανό πληγωμένων ψυχών και σωμάτων, ατόμων που έχουν κι αυτή κάπου μια δική τους οικογένεια και φίλους, ένα ατομικό παρελθόν και μια μοναδική προσωπική ιστορία, το πιο δύσκολο που μπορεί να αντέξει κανείς- εκτός από την συλλογική συνειδητοποίηση όλων αυτών των προσφύγων πως ο καθένας τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα νούμερο, μια σφραγίδα σ’ ένα κομμάτι χαρτί που σημαίνει την εκκίνηση μιας μακρόχρονης ταλαιπωρίας για την παροχή ασύλου, -που κάποτε θα λάβουν αν το θέλει ο Θεός-, σε μια χώρα πού πολύ καλά γνωρίζουν πως για την πλειονότητα του λαού της είναι ήδη ανεπιθύμητοι- το πιο δύσκολο λοιπόν είναι η αλύπητα σκληρή επίγνωση πως η κάθε προσωπική, μοναδική ιστορία αυτών των ανθρώπων, όσο δραματική κι αν είναι, η οποιαδήποτε ικανότητα, ταλέντο ή δίπλωμα με την πιο υψηλή διάκριση που μπορεί να διαθέτουν, δεν πρόκειται να προσφέρει την παραμικρή ευκαιρία στον οποιοδήποτε να ξεφύγει από αυτή την κόλαση. Η απόγνωση και η παράνοια στα μάτια όλων αυτών των ανθρώπων αποκαλύπτει τη γυμνή αλήθεια: όλοι τους εδώ είναι το ίδιο χαμένοι. Αυτή είναι η πιο κυνική και απάνθρωπη μορφή της «ισότητας», του υψηλού ιδανικού της Γαλλικής Επανάστασης, διαστρεβλωμένου με τον πιο φριχτό τρόπο. Όσο για τα άλλα δύο, την «ελευθερία» και την «αδελφοσύνη» είναι ολοφάνερο πως η δύση δεν πρόκειται να τους τα προσφέρει.

Κάποιοι στην Ολλανδία ή στην Ελλάδα με ρωτούν με απορία: «γιατί κάνουν παιδιά αυτοί οι άνθρωποι; Όταν ζεις στη φτώχεια ή σε πόλεμο ή είσαι σε φυγή, δεν είναι παράλογο να κάνεις παιδιά;» Συνήθως η απάντησή μου ήταν πως το μόνο που αυτοί οι άνθρωποι έχουν στη δυστυχία τους, είναι η ερωτική επαφή. Τώρα όμως έχω άλλη απάντηση: το μεγάλο δώρο που φέρνουν τα βρέφη και τα μικρά παιδιά σε αυτή την περίπτωση είναι πως ακριβώς χάρη στο γεγονός της ηλικίας τους, της αθωότητας και ξενοιασιάς τους, δεν έχουν συνείδηση της απόγνωσης, της φριχτής αυτής «ισότητας» που μοιράζεται ισότιμα σε όλους: της απελπισίας και της παντελούς έλλειψης προοπτικής. Πουθενά δεν έχω δει ως σήμερα ενήλικες, γυναίκες και άντρες, να παίζουν με τέτοια αφοσίωση και να αγκαλιάζουν με τόση τρυφερότητα μικρά παιδιά όσο εδώ, στην πύλη Ε1 και Ε2. Τα παιδιά είναι η μόνη τους παρηγοριά, η μοναδική χαρά. Η Γιόλα συμφωνεί μαζί μου: «χωρίς τα πιτσιρίκια θα είχαν όλοι σίγουρα αυτοκτονήσει ακόμα κι οι πρόσφυγες που δεν έχουν παιδιά».

Την τελευταία μέρα συνάντησα τον Αμπτ, μόλις 19 χρονών. Ήρεμα, καστανά μάτια, ένα μοντέρνο γενάκι, ευλύγιστος και λεπτός. Ο τρόπος που βαδίζει, η γλώσσα του σώματος, το χαμόγελό του, μου θυμίζουν το γιό μου. Είναι ασυνήθιστα ευαίσθητος και στοργικός. Όλοι οι εθελοντές του έχουν αδυναμία. Πριν δύο χρόνια στη Δαμασκό, στα δεκαεφτά του, τον έστειλε μια μέρα η μητέρα του να κάνει ψώνια. Στην επιστροφή είδε μια βόμβα να πέφτει πάνω στο σπίτι του. Όλη η οικογένειά του σκοτώθηκε επί τόπου: γιαγιά, παππούς, οι γονείς, τα αδέρφια και οι αδερφές του, θείοι και θείες, ξαδέρφια και ξαδέρφες, όλοι εξαφανίστηκαν σε μερικά δευτερόλεπτα, μαζί με το πατρικό σπίτι. Νοιώθω την καρδιά μου να χτυπάει άγρια, δεν μπορώ ούτε να τον κοιτάξω, ντρέπομαι που κλαίω. Φαντάσου να ήταν ο γιός μου…

Ο Αμπτ σταματάει λίγο με κοιτάζει ίσια στα μάτια και λέει: «Game over. Το παιχνίδι τελείωσε για μένα, καταλαβαίνεις;»

Από τότε ο Αμπτ με κυνηγάει στα όνειρά μου, όποτε τρώω και κοιμάμαι, όταν γράφω και διαβάζω, περπατάω και κολυμπάω, όταν ανασαίνω. Στραγγίζω το μυαλό μου να βρω έναν τρόπο – «δεν ανήκει εκεί, δεν ανήκει αυτός εκεί, όχι αυτός, όχι αυτός»- να τον βγάλω από εκείνον τον Άδη. Θέλει να έρθει στην Ολλανδία. Τι μπορώ να κάνω άραγε; Παίρνω έναν φίλο δικηγόρο, ειδικό σε ζητήματα ασύλου. Με συμβουλεύει να στείλω κάθε είδους πιστοποιητικά και θα δει αν μπορεί να βοηθήσει.«Αλλά μην του δώσεις ελπίδες, ακόμα κι αν τον βοηθήσουμε, αυτό μπορεί να πάρει χρόνια ή και να μην έχουμε κανένα αποτέλεσμα». Επικοινωνώ μαζί του με whatsapp από το σπίτι μου, όρθιο, γερό, ασφαλές, εδώ στην Ύδρα, το πανέμορφο αυτό ελληνικό νησί στο οποίο δεν υπάρχουν ούτε αυτοκίνητα ούτε πρόσφυγες.

Στο τελευταίο του μήνυμα γράφει: «Όταν τελειώνει ένα παιχνίδι, πρέπει να ξεκινάς ένα καινούργιο».

Ο Σον μου στέλνει συχνά μηνύματα. Όπως φαίνεται έβαλε πάλι μονάδες στο κινητό. Το τελευταίο του μήνυμα: «η λιμενική αστυνομία εκκενώνει την Ε1. Όλοι μας πρέπει να μεταφερθούμε στην Ε2 και στο Πέτρινο Σπίτι. Οι πρόσφυγες είναι θυμωμένοι και εξ’αιτίας της νηστείας τώρα με το Ραμαζάνι είναι ακόμα πιο εύφλεκτοι. Θα έχουμε πάλι επεισόδια. Όλοι οι εθελοντές πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνουν εδώ».

Ζαλισμένη κοιτάζω στο τέλος του μηνύματος του Σον, το δελτίο καιρού: το επόμενο Σαββατοκύριακο η θερμοκρασία θα ανέβει στους 40 βαθμούς.

Αταμάν: «Ό,τι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την σειρά- Αν δεν πάμε F4 δε θα ‘μαι του χρόνου στον Παναθηναϊκό»! (video)

ataman 2 1

Αταμάν: «Ό,τι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την σειρά- Αν δεν πάμε F4 δε θα ‘μαι του χρόνου στον Παναθηναϊκό»! (video)

Ο τεχνικός του Παναθηναϊκού μίλησε μετά την ήττα της ομάδας του, δίνοντας σήμα ανασύνταξης και…

Ρέντη: Αποκαλυπτικοί οι διάλογοι των δραστών – «Θα σας βρούνε όλους κρύους» (video)

ΡΕΝΤΗ

Ρέντη: Αποκαλυπτικοί οι διάλογοι των δραστών – «Θα σας βρούνε όλους κρύους» (video)

Αντιμέτωποι με βαριές ποινικές διώξεις είναι πλέον οι 67 συλληφθέντες για την υπόθεση της δολοφονίας…

Μαζική δηλητηρίαση προστατευόμενων ειδών-Νεκρά 47 ζώα από δηλητηριασμένα δολώματα

εβρος

Μαζική δηλητηρίαση προστατευόμενων ειδών-Νεκρά 47 ζώα από δηλητηριασμένα δολώματα

Ένα πολύ σοβαρό περιστατικό έρχεται να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των περιστατικών παράνομης χρήσης δηλητηριασμένων…