Έλλη Παππά: Το συγκλονιστικό γράμμα που έγραψε στον γιο της από τη φυλακή

Η Έλλη Παππά (1920 - 27 Οκτωβρίου 2009) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας, κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Ήταν η σύντροφος του  Νίκου Μπελογιάννη έως και την εκτέλεση του. Έγινε σύμβολο αγώνα, αντίστασης και αξιοπρέπειας, ενώ με τις μαρτυρίες της κράτησε ζωντανές τις ιστορίες μιας καθοριστικής εποχής για την ανθρωπότητα. 

elli pappa 0

Η Έλλη Παππά (1920 – 27 Οκτωβρίου 2009) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας, κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Ήταν η σύντροφος του  Νίκου Μπελογιάννη έως και την εκτέλεση του. Έγινε σύμβολο αγώνα, αντίστασης και αξιοπρέπειας, ενώ με τις μαρτυρίες της κράτησε ζωντανές τις ιστορίες μιας καθοριστικής εποχής για την ανθρωπότητα. 

H Έλλη Παππά γράφει το 1962 ένα γράμμα στο γιο της μέσα από τη φυλακή, όπου του αφηγείται τι συνέβη την τελευταία νύχτα, πριν την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη. Το δημοσιεύει η αδερφή της, Διδώ Σωτηρίου, στο βιβλίο της “Η Εντολή”.

«…Ὥσπου ξημέρωσε τὸ Σάββατο. Ὡς τὸ μεσημέρι δὲν εἶχε γίνει τίποτε τὸ ἐξαιρετικό, τὸ μεσημέρι γίνανε ὅλα. Δὲν ἀφήσανε τὸν δικηγόρο νὰ μᾶς δεῖ. Καὶ κείνη τὴν μέρα τὸν περιμέναμε μὲ ἰδιαίτερη ἀνυπομονησία, γιατί θάφερνε τὸ χαρτὶ ποῦ ἔπρεπε νὰ φτιάξει ὁ πατέρας σου γιὰ σένα –γιὰ νᾶσαι τακτοποιημένος καὶ ἀπέναντι στὸ ἑλληνικὸ κράτος. Ἐκείνη περίπου τὴν ὥρα εἴχανε φωνάξει τὸν Μπάτση μέσα. Γύρισε ἀρκετὰ ταραγμένος, εἶχε δεῖ τὸν Πανόπουλο καὶ τὸν Ρακιτζή, ποῦ τοῦ προτείνανε ἄλλη μία φορὰ νὰ γίνει ἀνοιχτὸς πιὰ χαφιές. Ἀρνήθηκε. Αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη σήμαινε φανερὰ –ἐκτέλεση. Ἤτανε Σάββατο. Πιστεύαμε ὅτι πρὶν τὴ Δευτέρα δὲν θὰ γινότανε. Τὴν προηγούμενη μέρα μᾶς ἀφήσανε, γιὰ πρώτη φορά, νὰ κάνουμε ἐπισκεπτήριο. Εἶδα τὴ θεία σου καὶ ὁ Νίκος τὴ γιαγιά σου. Λίγα λεπτά. Στὴν ἀρχὴ μᾶς εἶχε φανεῖ καλὸ σημάδι. Μὰ ὕστερα κι ἀπ’ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ρακιτζῆ εἴδαμε ἀλλιῶς καὶ αὐτὸ τὸ ἐπισκεπτήριο.

Τ’ ἀπόγευμα, ὕστερα ἀπ’ τὴ λιγόλεπτη ἔξοδο, μᾶς κάνανε πιὸ αὐστηρὴ ἔρευνα. Εἶδα ἀπ’τὸ κελὶ τοὺς ἀσφαλίτες νὰ ψάχνουνε ἀκόμη καὶ τὰ παπούτσια τοῦ Ἀργυριάδη. Ἔκαψα ὅσα γράμματα τοῦ Νίκου φύλαγα. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲ μιλήσαμε πολύ. Ρώτησα κάποια στιγμὴ τὸ Νίκο τί κάνανε. – « Ἀναλύουμε, διαλύουμε καὶ συνθέτουμε, …» μοῦ ἀπάντησε γελώντας. Ἤμουνα πιὰ σίγουρη πῶς θαρχότανε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, μὰ δὲν εἶπα τίποτα. Κι ἐκεῖνος ἦταν σίγουρος πῶς θαρχότανε μὰ ὄχι πρὶν τὴ Δευτέρα. Καὶ κοιμηθήκαμε. Ἀκόμα καὶ κείνη τὴ νύχτα κοιμηθήκαμε. Στὸν ὕπνο μου ἄκουσα κλειδιά. Ἤτανε ἀκόμη στὴν αὐλὴ μὰ ἄκουσα τὸ βρόντηγμα τῶν κλειδιῶν. Τινάχτηκα πάνω καὶ φώναξα τὸν Νίκο. Εἶχε ἀκούσει καὶ κεῖνος. «Ἐ ναί, ἔρχονται…» μοῦ ἀποκρίθηκε. Τοὺς εἶδα. Ἀνοίξανε ὅλα τὰ κελιὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δικό μου. Ὁ Νίκος ζήτησε νὰ μὲ δεῖ. Δὲ μοῦ ἀνοίξανε. Μᾶς ἀφήσανε τὸ παραθυράκι μὲ τὰ σίδερα γιὰ ν’ἀποχαιρετιστοῦμε. Εἶδα τὸ αἷμα νὰ χάνεται ἀπὸ τὸ πρόσωπό του ὅταν κοιταχτήκαμε καὶ ξέραμε πώς δὲν ὑπῆρχε γιὰ μᾶς ἄλλη μέρα. Ὁ Καλούμενος ἦρθε κοντὰ μ’ ἀνοιχτὸ πουκάμισο. «Πάω καὶ γῶ!» μοῦ εἶπε, καὶ προσπαθοῦσε αὐτὴν τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ γίνει παλληκάρι. Ὁ Μπάτσης στάθηκε πιὸ πέρα. «Φρόντισε καὶ γιὰ τὴν κόρη μου…» μὲ παρεκάλεσε. «Ναὶ ἂν ζήσω», τοῦ εἶπα. Ὁ Νίκος ἔγειρε κοντά μου. «Πρέπει νὰ ζήσεις» μου εἶπε, «πρέπει…».

Τὸ πρόσωπό του ἤτανε γκρίζο, ἔκανε πολλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ κυλήσει οὔτε ἕνα δάκρυ. Μοῦ’ δῶσε τὸ ρολόϊ, τὸ στυλό, τὸ πορτοφόλι μὲ τὶς φωτογραφίες. «Πᾶμε», εἶπε ὁ ἐπικεφαλῆς. Ἕνα φιλὶ μὲς ἀπ’ τὰ σίδερα. Δὲν ἤξερα ἂν ζοῦσα ἢ ἂν αὐτὸ ἦταν ἡ κόλαση. Θυμᾶμαι πῶς τοὺς εἶχα ρωτήσει γιατί δὲν μ’ ἀνοίγουνε κι ἐμένα. «Δὲν εἶσαι στὸ χαρτί», μοῦ εἶχε ἀποκριθεῖ ὁ ἀρχιφύλακας καὶ φαινότανε στενοχωρημένος. Θυμᾶμαι πῶς φώναξα. «Πάρτε μὲ καὶ μένα» κι ὕστερα σωριάστηκα στὸ στρῶμα. Ἄργησα πολὺ νὰ συνέλθω γιὰ νὰ κλάψω.

Ξημέρωσε, ἀνοίξανε, βγῆκα στὴν αὐλή. Ἤθελα νὰ βγῶ. Ὅπως κάθε πρωί. Ἤτανε συννεφιὰ καὶ στὴ στέγη τῆς φυλακῆς καθότανε ἕνα περιστέρι. Ἐκεῖνος δὲν ἤτανε πιά…Γύρισα στὸ κελὶ κι ἔκανα τὸ σχέδιό μου. Νὰ ζήσω, δὲν μποροῦσα. Ν’ ἀφήσω ἀνεκπλήρωτη τὴν ἐπιθυμία του, δὲ γινότανε. Πῶς μποροῦσα νὰ τὰ συνταιριάξω τὰ δυό; Ἔγραψα γράμματα καὶ περίμενα τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ στείλω ἔξω. Θὰ ἔγραφα καὶ ἕνα ἀκόμη, ἕνα γράμμα – δυὸ λόγια στὸν Πλαστήρα. Θὰ τοῦ πέταγα στὰ μοῦτρα τὴ ζωή μου, γιατί στὴν πραγματικότητα μὲ εἶχε ἐκτελέσει.

Μὲ φυλάγανε πολύ. Δὲν μπόρεσα νὰ στείλω τὰ γράμματα. Τὸ πρόσωπο τοῦ Νίκου ἔσκυβε μέσα ἀπ’ τὰ σίδερα. Δέχτηκα αὐτὴ τὴ ζωή, πού μοῦ ζήτησε νὰ ζήσω. Βαριά, σκληρὴ – πολλὲς φορὲς μ’ ἔκανε νὰ πῶ «γιατί νὰ μὴν μ’ ἔχουνε ἐκτελέσει…» μὰ κράτησα τὸ λόγο μου – δὲν ἔδωσα μόνη μου τὸ τέλος. Δέχτηκα, καὶ γιὰ τοὺς δυό μας πιά, τὴ χαρά σου. Σοὺ ‘πλεξα τὸ πρῶτο σου παντελονάκι. ἤσουνα ἑφτὰ μηνῶν, ἕνα «ὡραῖο» ποίημα ἑφτὰ μηνῶν. Τώρα κοντεύεις ἕντεκα χρονῶν, κι ἀκόμα εἶμαι μακρυά σου. Αὐτὴ τὴν ἱστορία τῆς Καλλιθέας σοῦ τὴ γράφω μὲ πολὺ κόπο, γι’ αὐτὸ καὶ τόσο σύντομα. Ὅμως ἔπρεπε νὰ στὴ πῶ. Γιὰ νὰ μπορέσεις πιὸ πολὺ νὰ γνωρίσεις τὸν πατέρα σου. Κι αὐτὰ τὰ φοβερὰ καὶ τόσο μεγάλα χρόνια, πού ζήσαμε ἐμεῖς».