Φιλία Γεωργουδή

Εκλογομανία, αγάπη μου

«Ο κ. Μητσοτάκης (και οι -άκρως ικανοί- σύμβουλοί του) κατάφερε κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο: Να αδρανοποιήσει τα κόμματα της Αντιπολίτευσης και να τα κρατά διαρκώς σε κατάσταση "εκλογικού συναγερμού"»

4846819

Για να υπάρξει διακύβευμα πρόωρων εκλογών πρέπει να συντρέχει σοβαρός εθνικός λόγος ή τέλος πάντων κάτι που μπορεί -ειδικά όταν διαθέτει το κυβερνών κόμμα μιντιακή υπεροπλία- να παρουσιαστεί ως τέτοιο. 

Πρέπει, επίσης, είτε να «θέλει να δραπετεύσει» από τη διαχείριση μιας πολύ δύσκολης συνθήκης και να δώσει την «καυτή πατάτα» στο αντίπαλον δέος (όπως, για παράδειγμα, συνέβη το 2009) είτε να θέλει να ανανεώσει τη λαϊκή εντολή για μία ακόμη θητεία, επομένως να κυβερνήσει συνολικά 3+3 ή 3+4 χρόνια. Στην πρώτη περίπτωση δημοσκοπικά πρέπει να υπάρχει ισχυρό προβάδισμα του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ενώ στη δεύτερη όχι. Αρκεί ένα οριακό προβάδισμα του κυβερνώντος κόμματος, ώστε να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. 

Αυτό, λοιπόν, σημαίνει πως, για να προβεί σε πρόωρες εκλογές ο κ. Μητσοτάκης, θα έπρεπε:

1. Είτε να προηγείται δημοσκοπικά ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (Κάτι τέτοιο δεν ισχύει: τουναντίον υπολείπεται περί των 7-8 μονάδων, διαφορά που, σε συνθήκη πρόωρων εκλογών, ακόμη και πόλωσης, δεν μπορεί να υπερσκελιστεί – αν και μπορεί να μειωθεί.)

2. Είτε να είναι πολύ μικρή η διαφορά των δύο μεγάλων κομμάτων και το κυβερνών να φοβάται ότι το σκηνικό ενδέχεται σε συνθήκες εκλογών στη λήξη της τετραετίας, να ανατραπεί. (Όμως ούτε το συγκεκριμένο σενάριο ισχύει. Ως τώρα δεν υπάρχει καμία δημοσκόπηση που να δείχνει μικρή διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων, ενώ η Νέα Δημοκρατία διατηρεί άνετα το προβάδισμά της, γεγονός που της προσφέρει την απαραίτητη άνεση να προχωρήσει σε εκλογές εντός του 2023.)

3. Να υπάρχει μεγάλης έκτασης και διάρκειας κοινωνική πίεση και αναταραχή, ικανή να πυροδοτήσει πολιτικές εξελίξεις, επομένως να αποτυπωθεί και στα εκλογικά ποσοστά. (Εννοείται πως ούτε αυτό ισχύει στην παρούσα συγκυρία.)

Δυσαρέσκεια, ναι. Αλλά μετά, τι;

Η επίκληση της δυσαρέσκειας, όπως αυτή αποτυπώνεται στα λεγόμενα «ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων», ως απόδειξη «της πτώσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη», δείχνει τουλάχιστον άγνοια ανάγνωσης της πολιτικής συμπεριφοράς: 

Υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ δυσαρέσκειας, έντονης δυσαρέσκειας, αποστροφής και θυμού. Η δυσαρέσκεια από μόνη της δεν αρκεί για να μεταβάλει την εκλογική συμπεριφορά/ στάση, πολλώ δε μάλλον η δυσαρέσκεια που ξεκίνησε να παρατηρείται πριν ενάμιση χρόνο. Ο κοινωνικός χρόνος δεν είναι ίδιος με τον ανθρώπινο βιολογικό. Ενάμισης χρόνος για μια κοινωνία είναι ένα πολύ μικρό διάστημα, ανίκανο να θεωρηθεί συνεχές και να δώσει πολιτικό αποτέλεσμα.

Υπάρχει, εξάλλου, η μνήμη του πρόσφατου τρόπου αλλαγής του πολιτικού σκηνικού: Η οικονομική κρίση φάνηκε το 2010 κι άρχισε να δίνει αποτέλεσμα ανατροπής του πολιτικού σκηνικού από το 2021 κι έπειτα, με το τελικό αποτέλεσμα την τριπλή κάλπη του 2015. Αυτό, ωστόσο, δε συνέβη από μόνο του; Υπήρξε ως αποτέλεσμα του τεράστιου κοινωνικού αναβρασμού, των διαρκών συλλαλητηρίων και της μαζικότατης συμμετοχής. Αλλά και νωρίτερα, με τη δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση του κ. Καραμανλή να αρχίσει να παρατηρείται τέλη 2006, για να  μετατραπεί σε αλλαγή εκλογικής στάσης το Μάη του 2009 (και πολύ περισσότερο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους). Και σε αυτήν την περίπτωση δεν πρέπει να μείνει ο κοινωνικός αναβρασμός του 2006, 2007 και προφανώς του 2008 εκτός εξίσωσης.

Άρα, η δυσαρέσκεια από μόνη της δεν μπορεί να μετουσιωθεί -κυρίως άμεσα- σε αλλαγή εκλογικής προτίμησης. Χρειάζεται παρατεταμένο χρονικό διάστημα, διόγκωσή της κι έντονο αίσθημα θυμού στον κοινωνικό ιστό. 

Ποιο είναι το δείγμα;

Σωστή έρευνα χωρίς το σωστό δείγμα δεν μπορεί να γίνει. Και -ευτυχώς- τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους καθενός και της καθεμιάς από εμάς, δεν μπορούν να θεωρηθούν ή να αποτελέσουν πηγές δειγματοληψίας. Ομοίως και ο περιορισμένος κοινωνικός μας κύκλος. 

Εάν ήταν τόσο εύκολη η μέτρηση γνώμης ή η εκτίμηση των ποσοστών των κομμάτων, δε θα χρειαζόταν ούτε η στατιστική ούτε η πολιτική ανάλυση (που αποτελεί επιστημονική εξειδίκευση κι απαιτεί τεράστιο φάσμα γνώσεων). Είναι εύκολο, από την άλλη, ένα ακονισμένο αισθητήριο να «πιάσει» τη γενική κοινωνική διάθεση. Και πάλι, βέβαια, κάτι τέτοιο είναι εμπειρικό, παρακινδυνευμένο και προφανώς δεν αποτελεί γνώμονα χάραξης στρατηγικής. 

Τουτέστιν, οι δημοσκοπήσεις είναι ο μόνος οδηγός. 

Γνωρίζουμε ποιες είναι οι αξιόπιστες εταιρείες και καλό θα ήταν να μην κλείνουμε τα μάτια μας στα αποτελέσματά τους, όσο κι αν δε μας αρέσουν/ βολεύουν. 

Οι δημοσκοπικές εταιρείες, εξάλλου, δεν μπορούν να ρισκάρουν την αξιοπιστία τους, για χάρη ενός κόμματος. Κι, αν συνέβαινε αυτό, θα παρατηρούνταν πολύ μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των στρατευμένων δημοσκοπήσεων και των… αντικειμενικών. Από τη στιγμή και μετά που δεν παρατηρείται κάτι τέτοιο, δεν έχουμε παρά να τις εμπιστευτούμε και να εργαστούμε συστηματικά προς την αλλαγή του κλίματος και την επίδραση στην εκλογική στάση των ψηφοφόρων. 

Μη λησμονούμε, άλλωστε, τι συνέβη προ τριετίας, όταν οι δημοσκοπήσεις αποδείχθηκαν εγκυρότατες στις Ευρωεκλογές, ενώ είχαν μια απόκλιση στις βουλευτικές εκλογές (κι αυτήν όχι όλες) που δικαιολογείται, όμως, από την τελική πόλωση και τη μαζική προσέλευση ψηφοφόρων κατά τις απογευματινές ώρες, λίγο πριν κλείσουν οι κάλπες. 

Εκλογομανία, αγάπη μου

Ο κ. Μητσοτάκης (και οι -άκρως ικανοί- σύμβουλοί του) κατάφερε κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο:
Να αδρανοποιήσει τα κόμματα της Αντιπολίτευσης και να τα κρατά διαρκώς σε κατάσταση «εκλογικού συναγερμού». Με μια πρώτη ανάγνωση κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί θετικό. 

Στην ουσία, όμως, ισχύει το ακριβώς το αντίθετο:

1. Η παρατεταμένη αίσθηση ότι «προκηρύσσονται εκλογές σε ένα δίμηνο» δημιουργεί εσωκομματικό άγχος, εντείνει την τοξικότητα, τον εσω-ανταγωνισμό και την ανάγκη αυτοπροβολής. Αυτό σημαίνει ότι αδρανοποιεί κάθε συλλογική διαδικασία, όπως αυτή της σύνταξης νομοσχεδίων, η οποία κιόλας είναι βασική απόδειξη ετοιμότητας διακυβέρνησης, άρα και στοιχείο που δημιουργεί ασφάλεια και σιγουριά στους πολίτες. Συμπληρωματικά, καθυστερεί την εκπόνηση προγραμμάτων και τις προσεκτικές και στοχευμένες επεξεργασίες, αφού υπάρχει διαρκώς η σκέψη ότι «ο χρόνος πιέζει».

2. Κάνει τα κόμματα της Αντιπολίτευσης να χαράζουν στρατηγική βραχυπρόθεσμη, βάσει, μάλιστα, ενός ανεδαφικού σεναρίου. Οι πολλές βραχυπρόθεσμες στρατηγικές αλλάζουν διαρκώς το βασικό κομματικό σύνθημα, είναι αδύνατο να είναι συνεκτικές και τελικά δημιουργούν, στη συνείδηση της πλειοψηφίας, την εικόνα της… «πρόχειρης κοπτοραπτικής». 

3. Προκαλεί κόπωση και στους ίδιους τους πολίτες
Η πολλή -και άνευ λόγου- εκλογολογία κουράζει και στο τέλος προκαλεί μείωση του ενδιαφέροντος. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο για ένα κόμμα (το κυβερνών) που κατά κανόνα θα ευνοηθεί από αυξημένη αποχή όταν όντως έρθει η ώρα. 

4. Σύμφωνα με τον Σουν Τσου στην «Τέχνη του Πολέμου», η αρχή του «άφησε τους (αντιπάλους) να εικάζουν» είναι από τις βασικές του πολέμου. Ο αντίπαλος, όταν μπαίνει στη διαδικασία διαρκώς να εικάζει και να «μαντεύει», κουράζεται αφ’ ενός και αφ’ ετέρου χάνει την ουσία: αυτή της δικής του, σωστής, προετοιμασίας. Όπως επίσης γράφει, «όταν οι ανταγωνιστικές ενέργειες παρατείνονται, οι πόροι δε θα επαρκέσουν». 

Ας έχουμε κατά νου, επίσης, πως «ο πόλεμος είναι η τέχνη της παραπλάνησης». 

Συνεπώς, έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό γιατί το κυβερνών κόμμα έχει (εσκεμμένα) μια συγκεκριμένη παραπλανητική συμπεριφορά, ενώ τα αντικειμενικά γεγονότα -και όχι οι ευσεβείς πόθοι- δείχνουν την αλήθεια. Το μόνο που μένει, είναι οι αντίπαλοί του να επιλέξουν τι προτιμούν να πιστέψουν.

Για το κλείσιμο αυτού του άρθρου, παραθέτω τα εξής (πάλι από την «Τέχνη του Πολέμου»):
– Κρατήστε τον αντίπαλο υπό πίεση και εξουθενώστε τον.
– Όταν είστε μακριά, να κάνετε να φαίνεται ότι είστε κοντά. 
– Όταν ο «στρατός» επιδίδεται σε παρατεταμένες εκστρατείες, οι πόροι δε θα επαρκέσουν.
– Η σύγχυση σε ένα «στράτευμα» προετοιμάζει τη νίκη ενός άλλου.

* Η Φιλία Γεωργουδή είναι Πολιτική Επιστήμονας

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr

Η Αλεξία Μπακογιάννη υπέβαλλε μήνυση στον Στέφανο Χίο– Καταγγέλλει φραστική επίθεση

Αλεξια

Η Αλεξία Μπακογιάννη υπέβαλλε μήνυση στον Στέφανο Χίο– Καταγγέλλει φραστική επίθεση

«Θερμό επεισόδιο» καταγράφηκε σε γνωστό καφέ της Αθήνας, το μεσημέρι της Τετάρτης, μεταξύ της Αλεξίας…