Newsroom

Newsroom

«Είμαι κομμάτι μιας μισοχαμένης γενιάς»

Η Χιλιανή συγγραφέας Νόνα Φερνάντες μιλάει για το βάρος της μνήμης της δικτατορίας Πινοτσέτ που φέρει η γενιά της μέχρι και τις ημέρες μας        

Silanes

 Η Νόνα Φερνάντες (Nona Fernάndez Silanes) είναι μια από τις διασημότερες προσωπικότητες της Χιλής τόσο ως συγγραφέας όσο και ως πολιτικό πρόσωπο. 

Το μυθιστόρημά της «Space Invaders», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, σε μετάφραση Κώστα Αθανασίου, από τις εκδόσεις Gutenberg, εκτυλίσσεται στη Χιλή της δεκαετίας του 1980, όπου η δεκάχρονη Εστρέγια Γκονσάλες εμφανίζεται ξαφνικά σε ένα σχολείο του Σαντιάγο, συνοδευόμενη από τον πατέρα της, που είναι στέλεχος της δικτατορικής κυβέρνησης Πινοτσέτ, για να εξαφανιστεί μυστηριωδώς λίγο αργότερα. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, όνειρα και αναμνήσεις στοιχειώνουν τους συμμαθητές της και ζωντανεύουν όχι μόνο τη δική της ιστορία, αλλά και τη ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς που μεγάλωσε βυθισμένη στον τρόμο.

Η Φερνάντες μιλάει στο ΑΠΕ γι’ αυτή τη γενιά, όπως και για το βάρος της μνήμης που φέρει μέχρι και τις ημέρες μας.

ΕΡ: Τι σήμαινε η εποχή Πινοτσέτ για ένα παιδί και έναν έφηβο της γενιάς σας;

ΑΠ: Ανήκω σε μια γενιά γουάτσα. Γουάτσο στη Χιλή είναι ο πεντάρφανος, αυτός που δεν έχει ούτε πατέρα ούτε μητέρα. Ιστορικά είμαστε οι γεννημένοι στη διάρκεια της δικτατορίας, σε εποχές που η γενιά των γονιών μας είχε αλλού το μυαλό της, κάποιοι ήταν σε σοκ, άλλοι τσακισμένοι από τις απώλειες, κάποιοι άλλοι πολύ απορροφημένοι από την προσπάθεια να αντισταθούν, άλλοι πάλι απουσίαζαν οριστικά και αμετάκλητα, τους είχαν σκοτώσει, και οι υπόλοιποι, οι περισσότεροι, λίγο τρελαμένοι από φόβο, από τύφλωση, από χαζομάρα και βλακεία.

 Επομένως οι γονείς μας δεν ήταν ποτέ καλοί συνομιλητές την ώρα που ήταν να δώσουν εξηγήσεις ή να αφηγηθούν τι συνέβαινε. Μεγαλώσαμε λίγο χαμένοι στο διάστημα, σαστισμένοι, χωρίς να καταλαβαίνουμε εντελώς τι συνέβαινε γύρω μας, γεμάτοι ερωτήσεις που τις καταπίναμε και αινίγματα που δεν μπορούσαμε να λύσουμε. Υπήρχαν επιθέσεις, νεκροί, σφαγές, εξαφανίσεις, πορείες, διαμαρτυρίες, εκδηλώσεις μνήμης για νεκρούς και όλα αυτά λίγο-λίγο σχημάτιζαν ένα σκοτεινό παζλ που ήταν δύσκολο να συμπληρωθεί. Όταν ήρθε η δημοκρατία πιστέψαμε πως όλα θα ξεκαθαρίζονταν, αλλά αυτό δεν συνέβη. Πολλές ερωτήσεις έμειναν χωρίς απάντηση και το παζλ συνέχιζε να βρίσκεται εκεί, γεμάτο με κενά. Η αναζήτηση αυτών των απαντήσεων είναι ένας από τους λόγους που με έκαναν να αρχίσω να γράφω. Η δουλειά μου άρχισε σιγά-σιγά να επικεντρώνεται στην προσπάθεια να συμπληρώσω αυτό το παζλ, να ερευνώ και να βρίσκω λίγο-λίγο τις απαντήσεις. 

Με τον καιρό, οι πληροφορίες έχουν γίνει πια πιο προσπελάσιμες, δεν είναι τόσο δύσκολο να τις βρει κανείς όπως ήταν τη δεκαετία του 1990, ακόμα και κάποιοι από τους γονείς μας μπορούν ή θέλουν πια, με δυσκολία, να μιλήσουν, οπότε αυτή η δουλειά μού έχει γίνει σχεδόν εμμονή, να ανασυνθέτω σιγά-σιγά αυτό το παρελθόν που το έζησα μισό, σαν σε όνειρο. Πιστεύω ότι στη γενιά μου πέφτει ο κλήρος να κάνει αυτή τη δουλειά της ανασύνθεσης, να μεταπλάσει τα πραγματικά γεγονότα σε μυθοπλασία, να οικειοποιηθεί τα γεγονότα, να τα περάσει μέσα από το δικό μας πρίσμα, να τα βγάλει από τον επίσημο λόγο και το μουσείο και να τα εισαγάγει σε εκείνο το συλλογικό ασυνείδητο όπου τα κομματάκια μετατρέπονται σε ένα σύνολο πιο περίπλοκο και ισχυρό. Από εδώ προκύπτει και το ενδιαφέρον μου να δουλεύω πάνω σε πραγματικά γεγονότα.

   

ΕΡ: Οι οικογένειες των παιδιών που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο σας προέρχονται από όλο το πολιτικό φάσμα. Η δικτατορία του Πινοτσέτ ήταν άραγε ένα δράμα που διαπέρασε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας στη Χιλή;

 ΑΠ: Είναι αδύνατον η μεγάλη Ιστορία να μην παρεισφρήσει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στους διαδρόμους της ιδιωτικής ζωής όλων των ανθρώπων. Αυτό δεν σημαίνει πως όλοι ήταν θύματα ή πως όλοι υπέστησαν τη θηριωδία της δικτατορίας, ωστόσο ήταν όντως μια περίοδος πολύ καθοριστική για τη ζωή όλων, γυναικών και ανδρών, που την έζησαν, όπως φαντάζομαι πως πρέπει να ήταν και η εμπειρία της ελληνικής δικτατορίας.

   

 ΕΡ: Με ποια οπτική προσεγγίζετε το θέμα της πολιτικής και της ιστορικής μνήμης, που αποτελεί τον κεντρικό άξονα του βιβλίου σας, και πώς το πολιτικό τραύμα μετατρέπεται σε πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης;

 ΑΠ: Γεννήθηκα το 1971, ήμουν δύο ετών όταν έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Μεγάλωσα σε εκείνη τη σκοτεινή και παράξενη εποχή που ήταν η δικτατορία στη Χιλή, και βγήκα στον κόσμο ανάμεσα σε πορείες, αγρύπνιες γύρω από νεκρούς, ελικόπτερα και κηδείες. Είμαι κομμάτι μιας γενιάς μισοχαμένης, που δεν υπήρξε πρωταγωνίστρια σε τίποτα, η οποία όμως παρατηρούσε με τα εφηβικά της μάτια και προσπάθησε με τα λίγα της χρόνια να κινητοποιηθεί. Πιστεύω πως είμαστε κάπως καταδικασμένοι να θυμόμαστε. Ίσως γι’ αυτό, χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόθεση, σαν μια πράξη οργανική, κάθε βιβλίο μου το έχω γράψει με τη σκέψη σε εκείνα τα παιδιά που υπήρξαμε. Ξαναζωντανεύω ιστορίες που έχω ζήσει, που έχουν διασταυρωθεί με τον δικό μου δρόμο, που άκουσα, που μου διηγήθηκαν, ιστορίες που δεν είναι μέρος της επίσημης αφήγησης, και προσπαθώ να τους δώσω έναν χώρο στο τώρα. 

Να εστιάσω σ’ αυτές, να τις φωτίσω, γιατί πιστεύω ακράδαντα στη σκυταλοδρομία της μνήμης. Με ενδιαφέρει η κατασκευή αυτής της συλλογικής μνήμης. Όχι της επίσημης, όχι της αγκυλωμένης στα μουσεία και στα εγχειρίδια. Όχι αυτής με τους καλούς και τους κακούς. Όχι αυτής που καθησυχάζει και κατευνάζει. Πιστεύω στη ζωντανή μνήμη, αυτή που δημιουργούμε όλοι μεταξύ μας, που είναι φτιαγμένη με θραύσματα από τις αναμνήσεις όλων των ανθρώπων. Πιστεύω σ’ αυτό το τέρας το τρομακτικό και αταξινόμητο, που διεκδικεί και απαιτεί. Γιατί έτσι είναι οι αναμνήσεις. Ανεξέλεγκτες, ανυπότακτες, απρόβλεπτες. Βγαίνουν από το σενάριο, επιτίθενται από το παρελθόν και μας κάνουν να καταλάβουμε πως το παρελθόν δεν υπάρχει, πως είναι απλώς και μόνο μια ανήσυχη διάσταση του παρόντος.

   

 ΕΡ: Η κατακερματισμένη αφήγηση και ο ονειρικός λόγος παίζουν σημαντικό ρόλο στο βιβλίο σας, σε ένα πλαίσιο, πάντως, κατά τα άλλα ρεαλιστικό. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τρόπο να χειριστείτε το θέμα σας;

ΑΠ: Γιατί έτσι είναι η συλλογική μνήμη. Κατακερματισμένη, φτιαγμένη από χίλιες εκδοχές, από πολλές φωνές, σκαρωμένη με νήματα από αέρα, ακαθόριστα, ελάχιστα σαφή, όπως ακριβώς και τα όνειρα. Τα όνειρα και οι αναμνήσεις είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό που φυλάμε στο ασυνείδητό μας, και με αυτό το υλικό έχει γραφτεί και τούτο το βιβλίο.

   

ΕΡ: Ποιος πιστεύετε πως είναι ο πολιτικοκοινωνικός ρόλος της λογοτεχνίας σήμερα; Οι μέρες που ζούμε είναι πολύ κρίσιμες σε ολόκληρο τον κόσμο, τόσο στο επίπεδο της δημόσιας υγείας όσο και στο οικονομικό επίπεδο. Πώς μπορεί ένας συγγραφέας να πραγματευτεί αυτά τα προβλήματα;

 ΑΠ: Η γραφή που εμένα με ενδιαφέρει είναι μια γραφή που είναι συνδεμένη με την εποχή της. Γράφω προσπαθώντας να κατανοήσω την πραγματικότητα που με περιβάλλει, να την αναλύσω, να την αμφισβητήσω. Η ιστορική στιγμή που ζούμε είναι περίπλοκη και πολύ δύσκολη, όμως είναι δουλειά της τέχνης γενικά να δίνει ένα νόημα σε όλη αυτή την εμπειρία που βιώνουμε ως ανθρωπότητα. Να την παρατηρεί, να την αφηγείται, να την κοιτάζει από όλες τις πιθανές πλευρές και να καταφέρνει να βρίσκει την ποίηση που θα μας επιτρέπει να την καταλαβαίνουμε πέρα από τους αριθμούς και τα κρούσματα και τις οικονομίες σε κρίση. Να ερευνά το αίνιγμα όλης αυτής της κατάστασης. Στην Ελλάδα ξέρετε ήδη πόσο σημαντικό ήταν για τον κόσμο να αφηγείται κανείς ξανά και ξανά τον πόλεμο της Τροίας. Αν δεν το κάνουμε, αν δεν αφηγούμαστε όσα έχουν συμβεί, δεν θα καταφέρουμε να τα καταλάβουμε και ίσως διαπράξουμε το σφάλμα να τα ξεχάσουμε.

 

Έχασαν κάθε μέτρο οι συνωμοσιολόγοι με τους τυφώνες – «Οι μετεωρολόγοι τους δημιουργούν»

tyfonas

Έχασαν κάθε μέτρο οι συνωμοσιολόγοι με τους τυφώνες – «Οι μετεωρολόγοι τους δημιουργούν»

Κάθε τι επιστημονικό που πηγαίνει κόντρα στην κοσμοθεωρία τους είναι απορριπτέο αλλά πλέον το πράγμα…