Newsroom

Newsroom

Δυο βάτραχοι γείτονες

Δώδεκα μύθοι του ’13. Αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου της Ήρας Ραΐση, στο οποίο η συγγραφέας παρουσιάζει τη σύγχρονη…

Δώδεκα μύθοι του ’13. Αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου της Ήρας Ραΐση, στο οποίο η συγγραφέας παρουσιάζει τη σύγχρονη Ελλάδα και τις παθογένειες της, μέσα από 12 σύντομες και άκρως ενδιαφέρουσες ιστορίες. Στο έργο της Ήρας Ραΐση, συμμετέχει με τα έργα του ο Χαράλαμπος Πολιτάκης , ενώ σε αυτό φιλοξενείται και μία σύνθεση του Μανώλη Χάρου. Το koutipandoras.gr θα σας παρουσιάζει κάθε εβδομάδα ένα μύθο. Αυτός είναι ο έκτος. 

ΔΥΟ ΒΑΤΡΑΧΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ

Από την Ήρα Ραΐση 

Ο κύριος Χρήστος ήταν συνταξιούχος εδώ και λίγα χρόνια. Δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει οικογένεια και οι κόποι μιας ζωής κατέληξαν στην δημιουργία μιας εξοχικής βίλας στα προάστια της πόλης.

Οι μέρες του στην εξοχή κυλούσαν άνετα και γαλήνια αφού οι μικρές πολυτέλειες που του παρείχε το σπίτι και η εξοχή τον ικανοποιούσαν αρκετά. Φρόντιζε τον κήπο, διάβαζε καθισμένος στο τζάκι, απολάμβανε τα φαγητά μιας οικονόμου που τον φρόντιζε και όταν ο καιρός το επέτρεπε εξασκούνταν στο μικρό γήπεδο γκολφ που είχε φροντίσει χρόνια με πολύ μεράκι.

Ωστόσο, μολονότι περίμενε χρόνια να συνταξιοδοτηθεί και να ξεκουραστεί, έπειτα από αρκετούς μήνες στην εξοχή άρχισε να πλήττει μόνος, έχοντας πολύ ελεύθερο χρόνο.

Μια ηλιόλουστη μέρα αποφάσισε να κατηφορίσει στο εμπορικό κέντρο της πόλης και άρχισε να περιπλανιέται στα πλακόστρωτα σοκάκια ανάμεσα σε τουριστικά μαγαζιά και καφενεία. Ξαφνικά άκουσε μια γνώριμη φωνή να τον φωνάζει: «Ε.. αφεντικό για πού το ΄βαλες;»

Ο κύριος Χρήστος κοντοστάθηκε και στράφηκε προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Με έκπληξη συνάντησε τον κύριο Αλέκο, έναν παλιό υπάλληλο της εταιρίας που εργαζόταν και που είχε παραιτηθεί ξαφνικά πριν χρόνια. Ο κύριος Αλέκος είχε κόκκινα παχουλά μάγουλα, εύθυμο πρόσωπο και καθόταν ελαφρά γερμένος πάνω στο τραπέζι ενός καπηλειού. Τα ρούχα του ήταν παλιά και λερωμένα. Ο Χρήστος τον πλησίασε πρόσχαρα και ζήτησε να μάθει νέα του. «Καλημέρα φίλε! Εδώ ζεις; » Ρώτησε ο κύριος Χρήστος. «Γιατί δεν σου αρέσει;» Απάντησε ο κύριος Αλέκος. «Έλα μαζί μου φίλε στην εξοχή που ζω εγώ, να κάνουμε παρέα και να περνάμε καλύτερα. Θα είμαστε ζεστά, θα ασχολούμαστε με τον κήπο, θα παίζουμε γκολφ».

«Ωχ και να ΄ξερες καημένε πόσο βαριέμαι ν΄ αλλάξω τρόπο ζωής!! Καλά είμαι εδώ, στα καπηλειά, στα λασπόνερα, στις παλιές σόμπες, στα στενοσόκακα, στο καυσαέριο..»

Έτσι χώρισαν οι δυο παλιοί γνώριμοι και ο καθένας ζούσε με τον τρόπο που είχε διαλέξει…. Η συνάντηση όμως με τον παλιό γνώριμο επηρέασε πολύ τον Χρή- στο. Οι επόμενες μέρες στην εξοχική βίλα ήταν ανήσυχες. Η εικόνα του Αλέκου έξω από το καπηλειό τον είχε συγκινήσει. Μήπως δεν είχε χρήματα; Μήπως χρειαζόταν βοήθεια; Μήπως κάτι τον στενο- χωρούσε πολύ;

Οι σκέψεις τον βασάνιζαν και άρχισε να νιώθει ενοχές. «Ίσως να φάνηκα πολύ εγωιστής, έτσι που του πρότεινα να εγκαταλείψει τα πάντα και να έρθει μαζί μου. Ίσως να τον πρόσβαλα, να μην τον σεβάστηκα.. ίσως να είχε δίκιο.. μπορεί από περηφάνια να αρνήθηκε την πρότασή μου..»

Μια μέρα λοιπόν έριξε λίγα ρούχα σε μια βαλίτσα και κατηφόρισε πάλι στο κέντρο της πόλης. Συνάντησε τον Αλέκο στο ίδιο ακριβώς μέρος που τον είχε αφήσει. Τα μάγουλά του ήταν ροδοκόκκινα και φαινόταν να έχει πιει αρκετά. Μονάχα όταν πλησίασε κοντά ο Αλέκος τον αναγνώρισε και του είπε πρόσχαρα: «Καλώς τον!! Κάθισε να πιεις μαζί μου!!» είπε πρόσχαρα στον Χρήστο.

Ο Χρήστος αναθάρρησε και ανακουφίστηκε. Ο φίλος του δεν είχε τουλάχιστον στενοχώριες… Τόλμησε να ανοίξει την καρδιά του, λέγοντάς πως ο ίδιος ένιωθεμοναξιά στην εξοχή και είχε την ανάγκη ενός φίλου. Είχε αποφασίσει λοιπόν ν΄ αλλάξει εκείνος τον τρόπο της ζωής του και να περάσει λίγες μέρες σ΄ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης προκειμένου να κάνουν συντροφιά.

Ο Αλέκος δεν δέχτηκε κουβέντα και του πρότεινε να τον φιλοξενήσει στο δικό του σπίτι. Ο Χρήστος συγκινημένος τον συνόδευσε ως εκεί, περίεργος για τον τρόπο ζωής του Αλέκου που ήταν τόσο διαφορετικός από τον δικό του.

Το σπίτι του κυρίου Αλέκου ήταν ένα παλιό παραδοσιακό νεοκλασικό. Ο κήπος ήταν γεμάτος πέτρες και ο μανδρότοιχος που περιστοίχιζε μια μοναδική μουριά πρόχειρα ασβεστωμένος. Η σιδερένια εξώπορτα ήταν σκουριασμένη και ο μάνταλος ξεχαρβαλωμένος. Η κεντρική ξύλινη πόρτα σαπισμένη με μπαλώματα από πρόχειρα κομμάτια πλαστικού. Η εσωτερική ξύλινη σκάλα έτριζε επικίνδυνα σε κάθε τους βήμα. Μερικά πλακάκια δαπέδου είχαν βγει από τη θέση τους… Η κατάσταση στο πάνω μέρος του σπιτιού ήταν χειρότερη. Η σκεπή ήταν γεμάτη υγρασία και οι τοίχοι είχαν ξεφτίσει. Τα υδραυλικά του μπάνιου έσταζαν και κάτω από το νιπτήρα υπήρχε μια μικρή λεκάνη με λιμνάζοντα νερά. Το καζανάκι δεν λειτουργούσε. Η μυρωδιά κλεισούρας και μούχλας πότιζαν τα ρουθούνια και παρέμεναν. Ο Αλέκος άνοιξε τα παντζούρια που είχε δέσει πρόχειρα μ΄ ένα λεπτό σύρμα.

«Ορίστε λοιπόν το σπίτι μου!! Σου αρέσει;.. Μόνος μου ζω τόσα χρόνια .. μην περιμένεις και πολλά…» Το πρώτο βράδυ της φιλοξενίας ήταν πολύ δύσκολο για τον Χρήστο. Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι από το τρίξιμο των παραθύρων, τις σταγόνες της βρύσης που έπεφταν βασανιστικά στην βρώμικη λεκάνη του νιπτήρα, τον θόρυβο από τα ποντίκια στην αυλή.

Με το πρώτο φως της ημέρας είχε πάρει την απόφασή του. Θα βοηθούσε τον νέο του φίλο να επισκευάσει και να ανανεώσει το σπίτι του χωρίς να τον προσβάλει σαν δείγμα ευγνωμοσύνης για την φιλοξενία. Αφού πήρε την άδεια από τον Αλέκο άρχισε τις επισκευές με το συνεργείο εργατών που είχε φροντίσει για την δική του εξοχική βίλα.

Οι μέρες περνούσαν και ο Χρήστος δούλευε σκληρά για να κάνει το ερειπωμένο σπίτι να μοιάζει με ζεστή κατοικία. Είχε αρχίσει να καταπιάνεται ακόμη και με την μαγειρική προκειμένου να ικανοποιήσει τον φίλο του και να τον κρατήσει περισσότερες ώρες στο σπίτι. Καμία ανταπόκριση, Ο Αλέκος ξυπνούσε σχεδόν μεσημέρι, έπινε έναν βαρύ καφέ και εξαφανιζόταν στα σοκάκια. Συνήθιζε να παίζει χαρτιά, ζάρια και να πίνει αρκετά. Καμία μέρα δεν προσκάλεσε τον Χρήστο για μια βόλτα. Αντίθετα τον παρατηρούσε με απορία για την εργατικότητα και το άγχος που τον κατέβαλε. Ποτέ δεν του έκανε συντροφιά μια κανονική ώρα στο φαγητό γιατί γυρνούσε πάντα πιωμένος και νυσταγμένος.

Σε λιγότερο από δέκα ημέρες οι εργασίες τέλειωσαν. Ακόμη και τα εξωτερικά βαψίματα, ο μανδρότοιχος ήταν ασβεστωμένος, οι πέτρες είχαν απομακρυνθεί και φυτεύτηκαν μερικά κατακόκκινα γεράνια. Τα πατώματα και οι πόρτες δεν έτριζαν πια. Τα πλακάκια ήταν στη θέση τους. Οι σωληνώσεις του μπάνιου αντικαταστάθηκαν πλήρως. Μόνο η σκεπή είχε απομείνει κι αυτό γιατί δεν είχε καταφέρει να βρει τον κατάλληλο τεχνίτη ακόμη.

Ο Αλέκος παρακολουθούσε αμίλητος και αμέτοχος τις αλλαγές χωρίς κανένα σχόλιο. Παρέμενε αδιάφορος και τις περισσότερες φορές φαινόταν να δυσανασχετεί που ξεβολευόταν. Οι θόρυβοι και τα σφυροκοπήματα τον ενοχλούσαν αφόρητα και το πρωί δεν τον άφηναν να κοιμηθεί αρκετά.. Τι περίεργος φιλοξενούμενος κι αυτός… Δεν ήθελε όμως να τον διώξει.. Μαγείρευε πολύ καλά και του γλίτωνε αρκετά χρήματα. Ας έκανε ότι ήθελε με το σπίτι… Καθόλου δεν του άρεσαν οι αλλαγές… Αρκετή ενόχληση πάντως…

Το τελευταίο πρωινό που τον ξύπνησαν νωρίς, ο Αλέκος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα νεύρα του και κατέβηκε έξαλλος τις σκάλες αναζητώντας τον Χρήστο.

«Δεν νομίζεις ότι παρατράβηξε αυτή η ιστορία;» «Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω…» «Δεν έχω κλείσει μάτι από την ημέρα που πάτησες το πόδι σου εδώ μέσα… Όλο μπαμ και μπουπ!! Παντού σακούλες και μπογιές, παντού σφυριά και κατσαβίδια… Αρκετά πιά!!» «Νόμιζα πως είχες συμφωνήσει για τις επισκευές… πως θα σου άρεσε το αποτέλεσμα.. »

«Σου είπα να συμμαζέψεις αν ήθελες, αλλά εσύ άλλαξες όλο το σπίτι … Μόνο το δωμάτιο μου σώθηκε… Πάλι καλά… σου είπα! .. Βaριέμαι ν΄ αλλάξω τρόπο ζωής!! Το παράκανες…»

«Ζητώ συγνώμη δεν είχα σκοπό να σε ταράξω τόσο πολύ..» Ο κύριος Χρήστος μετά βίας συγκράτησε την κραυγή αγανάκτησης που ανέβηκε και του έφραξε το λαρύγγι. Κατάλαβε ότι ο άνθρωπος που είχε απέναντί του δεν θα γινόταν ποτέ φίλος του, Ήταν τεμπέλης και καχύποπτος αλλά το χειρότερο, ήταν στενόμυαλος! Είχε παραδοθεί στην ζωή που του άξιζε και εκείνος δεν είχε πια θέση εκεί μέσα. Θα έφευγε αμέσως τώρα. Έκανε νόημα στους εργάτες ξυλουργούς της οροφής ν΄ αποχωρήσουν..

Ο Αλέκος σταυροκοπήθηκε με περίσσια αγένεια και ειρωνεία. «Μάλλον τελείωσε… να ελπίζω;» «Τελείωσε.. μπορείς να μείνεις ήσυχος … Τίποτε δεν θα σου αναστατώσει πια την ζωή. Λέω να γυρίσω στην εξοχή μου.. Ευχαριστώ για την παρέα και τον χώρο που μου παραχώρησες τόσο καιρό..»

«Εντάξει… τα λέμε… φαγητό έχει;» «Έχει απομείνει λίγο από χθες. Πιστεύω πως φτάνει για σένα μόνο…» «Καλώς. Καλό δρόμο να χεις..» «Ευχαριστώ. Τα λέμε..»

Λίγο πριν πέσει η νύχτα, ο κύριος Χρήστος αντίκρισε με λαχτάρα το σπίτι του στην εξοχή. Δεν αισθανόταν στενοχωρημένος ή πικραμένος. Είχε καταλάβει τον χαρακτήρα του «φίλου» του και τι πραγματικά εννοούσε από την αρχή. Πράγματι δεν είχε καμιά διάθεση ν΄ αλλάξει ζωή. Βαριόταν… Η εμπειρία του στο κέντρο της πόλης δεν θα τον βάραινε άλλο. Μια καταπληκτική ιδέα του είχε έρθει ξαφνικά στη διάρκεια της διαδρομής. Δεν χρειαζόταν τόσο μεγάλη έκταση γκαζόν, ούτε το γήπεδο γκολφ. Ένας χώρος αναψυχής, ένα μικρό λούνα παρκ για τα παιδιά της γύρω περιοχής θα ήταν μια χαρά. Έτσι, θα είχε την καλύτερη παρέα και μελωδία.. Χαρούμενα παιδικά γέλια.. Βέβαια! Αυτός ο κόπος άξιζε! Ένα παιδικό χωριό ΣΟΣ βρισκόταν κάπου εκεί κοντά..

Το άκουσε μέσα στο λεωφορείο.. Πόσο θα χαίρονταν με τη δωρεά.. πόσο θα ευεργετούσε αυτά τα παιδιά.. Το σχέδιο του κύριου Χρήστου σύντομα πραγματοποιήθηκε. Ο ίδιος δεν ένιωθε πια καθόλου μοναξιά, αφού η έκταση της βίλας ήταν γεμάτη από φωνές και παιχνίδια μικρών παιδιών, βλέμματα στοργής και κουβέντες από ανθρώπους που τα φρόντιζαν. Πραγματικά η ιδέα του ήταν καταπληκτική.

Ένα βροχερό πρωινό ο κήπος είχε ακόμη ησυχία και το καρουζέλ δεν λειτουργούσε, αλλά ο κύριος Χρήστος ετοιμαζόταν για την βόλτα του ανάμεσα στις παιδικές κούνιες. Το χτύπημα του τηλεφώνου τον γύρισε πίσω.

«Παλιόφιλε τι κάνεις;» η φωνή του Αλέκου βραχνιασμένη και άχρωμη ακούστηκε από την άλλη μεριά της τηλεφωνικής γραμμής. «Αλέκο.. εσύ; Μια χαρά είμαι εγώ…Εσύ;» «Άστα… χάλια.. δεν ακούς;» «Σ΄ ακούω λίγο βραχνιασμένο.. κρύωσες;» «Χάλια είμαι σου λέω.. καταραμένη βροχή.. Καταστροφή μου έκανε!» «Τι έγινε; με ανησυχείς..» «Έπεσε η σκεπή!! Κατέρρευσε η καταραμένη οροφή!! Όλη τη νύχτα φτυάριζα το νερό.. φοβάμαι μήπως πάθω πνευμονία. .φτού!!» «Ω!! Λυπάμαι πολύ!!» «Εγώ να δεις πως λυπάμαι.. ξέρεις μήπως μπορείς να μου στείλεις εκείνους τους εργάτες … είναι ανάγκη..» «Λυπάμαι … δεν μπορώ να τους βρω πια.. αλλά και να τους έβρισκα δεν θα δούλευαν για σένα.. δεν ξανάρχονται εκεί.. σε άκουσαν… δεν ήθελες να αλλάξεις τρόπο ζωής..» «Δεν ξέρω τώρα τι να κάνω… πως θα φτιάξω την οροφή..» «Λυπάμαι, αν με είχες καταλάβει, τώρα θα ήταν όλα μια χαρά.. Πρέπει να κλείσω… μου φαίνεται έφτασε το λεωφορείο με τα πιτσιρίκια. Αντίο».

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

«Πάμε μπροστά. Αλέξη, έλα πάνω», ανέφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με αποδέκτη τον τέως αρχηγό του…