Διεθνής Αμνηστία: Αντίθετο στο διεθνές δίκαιο το νομοσχέδιο για τις συναθροίσεις

«Αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμα στην ελευθερία της ειρηνικής συνάθροισης» χαρακτηρίζει μια σειρά από διατάξεις που περιέχει το νομοσχέδιο η Διεθνής Αμνηστία, ενώ παράλληλα ξεκαθαρίζει πως είναι αντίθετο με το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα

diadilosi1

Η Διεθνής Αμνηστία εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για διάφορες διατάξεις στο νομοσχέδιο για τις συναθροίσεις, που ψηφίζεται σήμερα στη Βουλή, οι οποίες εάν εγκριθούν, «θα αποτελέσουν αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμα στην ελευθερία της ειρηνικής συνάθροισης, όπως διασφαλίζεται από τις διεθνείς και περιφερειακές συνθήκες στις οποίες συμμετέχει η Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR) και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)». 

Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, η Διεθνής Αμνηστία στέκεται κυρίως, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις που σχετίζονται με τους περιορισμούς στο δικαίωμα στην ελευθερία της συνάθροισης, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων ενημέρωσης που σχετίζονται με τη διάλυση μιας συνάθροισης, την απαγόρευση των ταυτόχρονων συναθροίσεων και τη ρύθμιση των αυθόρμητων συναθροίσεων. Η οργάνωση επισημαίνει, επίσης, «το σοβαρό, αποτρεπτικό αποτέλεσμα της διάταξης που καθιερώνει την ευθύνη για τους διοργανωτές/ριες μιας συνάθροισης»”.

Το νομοσχέδιο περιέχει διάφορους περιορισμούς στις συναθροίσεις και τις διαδηλώσεις που δεν είναι σύμφωνοι με το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν ενσωματώνουν τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οργάνωση. Συγκεκριμένα, τονίζει η οργάνωση, «η μη ενημέρωση των αρχών σχετικά με την πρόθεση συνάθροισης δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία διάλυσης».

Ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και του συνεταιρίζεσθαι, για παράδειγμα, τόνισε, σύμφωνα με την ανακοίνωση, ότι τα κράτη δεν πρέπει να επιβάλλουν απαιτήσεις προηγούμενης έγκρισης για την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών. Ομοίως, οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη) για την Ελευθερία της Ειρηνικής Συνάθροισης ορίζουν ότι η συνάθροιση είναι θεμελιώδες δικαίωμα και θα πρέπει «να απολαμβάνεται χωρίς ρυθμίσεις στο μέτρο του δυνατού» και «όσοι επιθυμούν να συναθροιστούν δεν πρέπει να χρειάζεται να λάβουν άδεια για να το πράξουν».

Πολλοί περιφερειακοί και διεθνείς φορείς έχουν αναφερθεί στις αυθόρμητες συναθροίσεις και απαιτούν από τα κράτη να προστατεύουν εξίσου το δικαίωμα στην ελευθερία της συνάθροισης και σε αυτές τις περιπτώσεις, συνεχίζει η Διεθνής Αμνηστία. Ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ έχει ορίσει ως βέλτιστη πρακτική τα κράτη να υιοθετούν νομοθεσία που επιτρέπει ενεργά την «διεξαγωγή αυθόρμητων συναθροίσεων», οι οποίες θα πρέπει να εξαιρούνται από την απαίτηση εκ των προτέρων κοινοποίησης». Ο ΟΑΣΕ συνιστά επίσης ότι οι νόμοι για την εκ των προτέρων κοινοποίηση «θα πρέπει να προβλέπουν ρητά μια εξαίρεση από την απαίτηση σε περιπτώσεις όπου η εκ των προτέρων κοινοποίηση είναι ανέφικτη» και ότι «οι αρχές πρέπει πάντα να προστατεύουν και να διευκολύνουν κάθε αυθόρμητη συνάθροιση αρκεί να είναι ειρηνικής φύσης».

Το νομοσχέδιο επιβάλλει επίσης «αδικαιολόγητους περιορισμούς στις ταυτόχρονες συναθροίσεις και αντιδιαδηλώσεις», προσθέτει η Διεθνής Αμνηστία. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τα πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το καθήκον διευκόλυνσης των συναθροίσεων εφαρμόζεται εξίσου στις ταυτόχρονες συναθροίσεις και στις αντιδιαδηλώσεις, υποστηρίζει η οργάνωση, και προσθέτει ότι η αστυνομία «πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να επιδιώκει να διευκολύνει τη διεξαγωγή ταυτόχρονων συναθροίσεων».

Τέλος, η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει, ότι τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όσο και ΟΑΣΕ διαπιστώνουν, ότι «οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε έναν/μία διοργανωτή/ρια είναι παράνομες όταν το κράτος δεν είναι σε θέση να αποδείξει την ευθύνη ενός ατόμου για τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται», και ότι «οι διοργανωτές/ριες δεν θα πρέπει να είναι υπεύθυνοι/ες για τις ενέργειες των μεμονωμένων συμμετεχόντων/ουσών ή για τις ενέργειες των μη συμμετεχόντων/ουσών ή ανθρώπων που δρουν με προβοκατόρικο τρόπο».