Το βάρος και η ελαφρότητα του Μίλαν Κούντερα

Έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα.

Μίλαν Κούντερα

“Η αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι”, το πιο ερωτικό ίσως μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα (1984), τοποθετημένο σε μια ταραγμένη πόλη και μία ακόμα πιο ταραγμένη εποχή, είναι ένα από τα πιο διάσημα μυθιστορήματα του, το οποίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο.

Μία φιλοσοφική ανάλυση για τον έρωτα, στην εποχή της Σοβιετικής εισβολής στην Πράγα, η οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει την εξάρτηση και τα σκοτεινά συναισθήματα που μας δημιουργεί ο έρωτας. Παράλληλα, θέτει ερωτήματα και αναρωτιέται. Τι να διαλέξει κανείς; Το βάρος ή την ελαφρότητα στη ζωή του; Πού σταματάει το σοβαρό και αρχίζει το επιπόλαιο και αντιστρόφως. Ένα παιχνίδι εναλλαγών, όπου συναντιούνται αφήγηση, όνειρο και σκέψη. Με τη δική του τέχνη του παράδοξου, ο Κούντερα θέτει τα ερωτήματα αυτά σε ένα σύνθετο κείμενο, ξεκινώντας από μερικά απλά δεδομένα που όμως αδιάκοπα εμπλουτίζονται με καινούργιες αποχρώσεις, πρόζα και ποίηση, όπως αναφέρεται και στον πρόλογο του βιβλίου.

“Αν κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας, είναι να επαναληφθεί αμέτρητες φορές, είμαστε καρφωμένοι στην αιωνιότητα, όπως ο Ιησούς Χριστός πάνω στο σταυρό! Τι φρικτή ιδέα! Στον κόσμο της αιώνιας επιστροφής, κάθε κίνηση φέρει το βάρος μιας αβάσταχτης ευθύνης. Αυτό είναι που έκανε το Νίτσε να λέει ότι η ιδέα της αιώνιας επιστροφής είναι το πιο βαρύ φορτίο”, σκέφτεται ο Τόμας.

Το βιβλίο δίνει μεγάλη σημασία στις αλληλουχίες τυχαίων γεγονότων. Μήπως τελικά η ζωή μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας συνδυασμός τυχαίων περιστατικών;

Κάπως έτσι ξεκίνησε ο έρωτας του Τόμας για την Τερέζα.

Υπήρχαν πέντε ξενοδοχεία στην πόλη, αλλά ο Τόμας είχε πάει κατά τύχη σε αυτό που εργαζόταν η Τερέζα. Κατά τύχη είχε ένα λεπτό καιρό πριν φύγει το τρένο και είχε πάει να καθίσει στο εστιατόριο. Η Τερέζα ήταν κατά τύχη στην υπηρεσία και σερβίριζε κατά τύχη στο τραπέζι του Τόμας. Είχαν χρειαστεί λοπόν έξι κατά τύχη για να σπρώξουν τον Τόμας προς την Τερέζα, λες και αν περνούσε από το δικό του χέρι, τίποτα δεν θα τον είχε οδηγήσει κοντά της“.

Η Τεράζα ζηλεύει. Η ζήλια της δαμάζεται την ημέρα, αλλά τη νύχτα ξυπνάει, μεταμφιεσμένη σε όνειρα, μία ποίηση του θανάτου που ηχεί φρικιαστικά στα αυτιά της. Κυκλοφορεί με ένα βιβλίο αγκαλιά και τον σκύλο της τον Κερένιν, που έχει κάθε πρωί ένα γαλλικό κρουασάν στο στόμα του. Τραβάει φωτογραφίες της Πράγας που δοκιμάζεται από την ιστορία, αλλά δεν θέλει να δουλέψει σε μεγάλο περιοδικό.Διαθέτει αστείρευτη φαντασία και μία ευαισθησία που καθηλώνει. Βλέπει εφιάλτες και κλαίει στον ύπνο της. Είναι δυνατή με το δικό της τρόπο. Προσπαθεί να ξεφύγει από τον κόσμο της μητέρας της που τη στοιχειώνει, αλλά για κάποιο λόγο αισθάνεται άρρηκτα δεμένη μαζί του. Γ’ αυτό είναι προσκολλημένη στην αγάπη του Τόμας.

Η ζέση με την οποία η Τερέζα, μόλις βρέθηκε στην Πράγα, ρίχτηκε στη ζωή, ήταν μαζί αδηφάγα και εύθραυστη. Έμοιαζε σαν να φοβόταν μήπως κάποιος της πει μια μέρα: Γύρνα πίσω από εκεί που ήρθες. Όλη η όρεξη της για ζωή κρεμόταν από μια κλωστή. Τη φωνή του Τόμας που είχε βγάλει στην επιφάνεια την ψυχή που κρυβόταν μέσα στα σπλάχνα της Τερέζας“.

Τα όνειρα της Τερέζας ορίζουν το τέμπο της αφήγησης και φέρνουν στην επιφάνεια τον φόβο της ισοπέδωσης και της ομοιομορφίας που την καταδιώκει. Για εκείνην, ο έρωτας βρίσκει την τέλεια έκφραση μόνο μέσα στη μοναδικότητά του.

Ο Τόμας, μισό-Δον Ζουάν, μισό-Τριστάνο, είναι διχασμένος ανάμεσα στον έρωτά του για εκείνη και στους ακατανίκητους πειρασμούς του. Η Τερέζα ήρθε στο σπίτι του με μία βαλίτσα και υψηλό πυρετό, εύθραστη σαν ένα παιδί μέσα σε κουτί. Κατάφερε να ταράξει για πάντα τα ήσυχα νερά των βεβαιοτήτων του. Του κρατάει σφιχτά το χέρι στον ύπνο του, τον παγιδεύει με τους εφιάλτες της, τον δένει μαζί της κάτι παραπάνω από τη φλογερή ορμή του πάθους. Δεν μπορεί να την αφήσει. Αλλά ούτε και να είναι ολοκληρωτικά δικός της. Τον κάνει να αμφισβητεί τη μια στιγμή και να επιβεβαιώνει την άλλη, την ελαφρότητα και τη βαρύτητα της ύπαρξής του.

Ο πλανήτης μπορούσε να συγκλονίζεται από τις εκρήξεις των βομβών, την πατρίδα μπορούσε καθημερινά να τη λεηλατεί κι ένας καινούριος εισβολέας, όλοι οι κάτοικοι της συνοικίας μπορούσαν να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα, όλα αυτά θα τα είχε υπομείνει πιο εύκολα απ’ ό,τι θα τολμούσε να ομολογήσει στον εαυτό του. Αλλά η θλίψη ενός μονάχα ονείρου της Τερέζας τού ήταν ανυπόφορη».

Για τον Τόμας η διαφορά που χωρίζει την Τεράζα από τις ερωμένες του, είναι τεράστια.

“Η περιπέτεια του Τόμας με την Τερέζα είχε αρχίσει εκεί ακριβώς όπου τελείωναν οι περιπέτειες του με τις άλλες γυναίκες. Παιζόταν από την άλλη πλευρά της προστακτικής που τον ωθούσε στην κατάκτηση των γυναικών. Στην Τερέζα δεν έψαχνε να αποκαλύψει τίποτα. Την είχε βρει ακάλυπτη. Είχε κάνει έρωτα μαζί της χωρίς να προλάβει να αρπάξει το φανταστικό νυστέρι με το οποίο άνοιγε το ξαπλωμένο κορμί του κόσμου. Χωρίς να προλάβει να αναρωτηθεί πώς θα ήταν εκείνη η ώρα του έρωτα, έκανε ήδη έρωτα μαζί της.

Η ερωτική ιστορία δεν είχε αρχίσει παρά αργότερα. Είχε πυρετό και αυτός δεν είχε μπορέσει να την οδηγήσει σπίτι της όπως τις άλλες γυναίκες. Είχε γονατίσει στο προσκέφαλο της και του είχε έρθει η ιδέα πως του την είχαν στείλει μέσα σε ένα καλάθι στην επιφάνεια του νερού. Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά. Έχω ήδη πει πως οι μεταφορές είναι επικίνδυνες. Με άλλα λόγια:

Ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με τις κουβέντες της, στην ποιητική μας μνήμη”..

Και ανάμεσα σε έναν δυνατό έρωτα, υπάρχει πάντοτε η παρουσία της Σαμπίνας. Η Σαμπίνα που εγκαταλείπει τον έρωτα της ζωής της για να μην φυλακιστεί στα δεσμά του. Ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο, αμφισβητεί τους λαβύρινθους της εξουσίας και τελικά μένει ολομόναχη για να συντριβεί από το βάρος της ελαφρότητας της.

Το μελόν καπέλο είχε γίνει το μοτίβο της παρτιτούρας μουσικής που ήταν η ζωή της Σαμπίνας. Το μοτίβο αυτό επανερχόταν πάντοτε, παίρνοντας κάθε φορά μια άλλη σημασία. Όλες αυτές οι σημασίες περνούσαν από το μελόν καπέλο, όπως περνάει το νερό από την κοίτη ενός ποταμιού. Στη Ζυρίχη, μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, είχαν συγκινηθεί στη θέα του καπέλου και αγαπήθηκαν κλαίγοντας σχεδόν, επειδή αυτό το μαύρο πραγματάκι δεν ήταν μονάχα μια ανάμνηση των ερωτικών τους παιχνιδιών, ήταν επίσης ένα σημάδι του πατέρα της Σαμπίνας και του παππού της, που είχαν ζήσει σε καιρούς χωρίς αυτοκίνητα και χωρίς αεροπλάνα”.

Η Σαμπίνα είναι ελεύθερη. Και αγαπάει τη δύναμη της. Αλλά δεν μπορεί να υποταχθεί σε αυτήν.

“Και αν είχε έναν άντρα που να της έδινε διαταγές; Ποιος θα ήθελε να κυριαρχήσει σε αυτήν; Πόσο καιρό θα τον είχε υπομείνει; Ούτε πέντε λεπτά. Πράγμα που σημαίνει ότι κανένας άντρας δεν την έκανε. Ούτε δυνατός. Ούτε αδύνατος.

Είπε: Και γιατί δεν χρησιμοποιείς που και που τη δύναμη σου πάνω μου;

– Γιατί το να αγαπάς σημαίνει παραίτηση από τη δύναμη, είπε γλυκά ο Φραντς.

Τρεις ήρωες με διαφορετικούς δρόμους που τους ενώνει η ζωή και η πολιτική ιστορία. Τα νήματα που τους έδεσαν δεν τους χωρίζουν ποτέ. Μόνο το οριστικό τέλος τους.

Μία αξεπέραστη ποιητική αλληγορία για τον έρωτα και την τυχαιότητα. Ένα βιβλίο – δοκίμιο με εκατοντάδες φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις που φωτογραφίζει και κατακρίνει τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα, χωρίς όμως να αθωώνει την άλλη πλευρά.

“Μια μέρα, ένα πολιτικό κίνημα οργάνωσε μια έκθεση έργων της Σαμπίνας στη Γερμανία. Η Σαμπίνα πήρε τον κατάλογο. Μπροστά στη φωτογραφία της ήταν σχεδιασμένα συρματοπλέγματα. Στο εσωτερικό, υπήρχε η βιογραφία της που έμοιαζε με αυτές των μαρτύρων ή των αγίων. Είχε υποφέρει, είχε πολεμήσει την αδικία, είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τη βασανισμένη χώρα της και συνέχιζε τον αγώνα. Με τα έργα της αγωνίζεται για την ευτυχία, έλεγε η τελευταία φράση του κειμένου.

Διαμαρτυρήθηκε, αλλά δεν την καταλάβαιναν. Πώς; Δεν ήταν αλήθεια ότι ο κομμουνισμός καταδιώκει την μοντέρνα τέχνη;

Απάντησε με λύσσα: Ο εχθρός μου δεν είναι ο κομμουνισμός, αλλά το κιτς.

Από τότε, περιέβαλλε τη βιογραφία της με ψεύτικα στοιχεία και αργότερα όταν βρέθηκε στην Αμερική, κατάφερε να κρύψει ότι ήταν Τσέχα”.

Στο τέλος του βιβλίου, η τέλεια ένωση του Τόμας και της Τερέζας εκπληρώνεται αργά, λίγο πριν από το θάνατό τους. Οι δυο τους έχουν αποσυρθεί στην ηρεμία και την ήσυχη ζωή της εξοχής. Ο Τόμας ακολούθησε το όνειρο της Τερέζας.

Όταν χορεύουν οι δυο τους στην πίστα ενός γειτονικού κέντρου η Τερέζα συνειδητοποιεί:

Σκέφτηκε ακόμα μια φορά το λαγό που έσφιγγε στο πρόσωπο της μέσα στο παιδικό της δωμάτιο. Τι σημαίνει αυτό να αλλάζεις σε λαγό; Αυτό σημαίνει ότι ξεχνάς τη δύναμη σου. Αυτό σημαίνει ότι κανένας τους πια δεν είναι πιο δυνατός από τον άλλον. Πήγαιναν και έρχονταν στα βήματα του χορού, στον ήχο του πιάνου και του βιολιού. Η Τερέζα ακουμπούσε το κεφάλι στον ώμο του.

Η θλίψη είναι η μορφή και η ευτυχία το περιεχόμενο. Η ευτυχία γέμισε το χώρο της θλίψης”.

Η “αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι” είναι σαν ένας ζωγραφικός πίνακας γεμάτος τυχαίες και συνειδητές επιλογές, γεμάτος αντιφάσεις και αβεβαιότητα, γεμάτος πολύπλοκες αναζητήσεις σε σχέση με την ελαφρότητα (και την βαρύτητα) της ύπαρξης και των συναισθημάτων που μας διακατέχουν. Τελικά τι να διαλέξει κανείς;

O γνωστός ράπερ Εθισμός «σπάει κόκκαλα» με το νέο του τραγούδι – Η αναφορά στον Κώστα Βαξεβάνη και στις υποκλοπές

433140002 767928198614916 439479898267640574 n

O γνωστός ράπερ Εθισμός «σπάει κόκκαλα» με το νέο του τραγούδι – Η αναφορά στον Κώστα Βαξεβάνη και στις υποκλοπές

Ο Εθισμός μέσα από τους στίχους του θίγει συχνά υποθέσεις που απασχολούν έντονα την ελληνική…