Σε συνέντευξή της στην Εφημερίδα των Συντακτών, η κ. Έφη Αχτσιόγλου, τονίζει ότι το υπουργείο εργασίας κατόρθωσε οι δύο αυτές αρχές να αποτελούν τους βασικούς πυλώνες του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Όπως σημειώνει η επαναφορά των αρχών της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση των μισθών και των όρων εργασίας, αλλά και στον περιορισμό των ευέλικτων μορφών εργασίας. «Η επαναφορά αυτή», υπογραμμίζει, «ούτε προβλεπόταν ούτε αυτονόητη ήταν».
Η κ. Αχτσιόγλου επισημαίνει ότι «όταν οι εκπρόσωποι της ελληνικής πλευράς υποστηρίζαμε την ανάγκη ευθυγράμμισης με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές στα εργασιακά, η απάντηση από την πλευρά του ΔΝΤ ήταν ότι η βέλτιστη πρακτική των εργασιακών σχέσεων στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι η Ελλάδα. Στη δύναμη των επιχειρημάτων που παραθέτουμε αντιμετωπίζουμε συχνά ως απάντηση το επιχείρημα της δύναμης».
Χαρακτηρίζει «βαθιά υποκριτική» τη στάση αυτών που δήθεν λυπούνται για την κατάσταση στην αγορά εργασίας «την ίδια στιγμή που υπερασπίζονται το πλαίσιο που την αποδιάρθρωσε».
Αναφέρει ότι η συμφωνία επιτρέπει να προσδιοριστούν για πρώτη φορά θετικά μέτρα, που ενισχύουν σημαντικά το κοινωνικό κράτος, στηρίζουν τη νέα γενιά, δημιουργούν θέσεις εργασίας, υποστηρίζουν την οικογένεια και συμπληρώνει : «θα θεσμοθετήσουμε την επιδότηση ενοικίου για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το ενισχυμένο επίδομα για το πρώτο και δεύτερο παιδί, τη δωρεάν πρόσβαση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, τη μείωση της συμμετοχής στα φάρμακα τους συνταξιούχους κλπ. Μέτρα που θα ενισχύσουν τον κορμό της ελληνικής κοινωνίας και δεν θα αποτελούν απλώς ένα δίχτυ προστασίας από τη φτώχεια».