Ασελγώντας πάνω στους τάφους

O Άδωνης έστησε μπροστά μας τον καθρέφτη και μας θύμισε ποιοι πραγματικά είμαστε. Γιατί λοιπόν τον πιάνουμε από τα μούτρα;

αδωνις

Αν θέλετε να σας μιλήσω ντρέτα που λένε και στα μέρη μου, τον χαίρομαι και τον καμαρώνω τον Άδωνη Γεωργιάδη. Πολύ σωστά μάς τα λέει και γιασάν ο στόμας του, του μάγκα. «Πόσοι συμπολίτες μας νοιάζονται για τα Τέμπη και τις εξεταστικές επιτροπές;» «Κανένας εκεί έξω δεν ενδιαφέρεται για τις υποκλοπές». Πες κι άλλα, μεγάλε, δώσ’ τα όλα . Πήγαινε στους τάφους των νεκρών να τους κατουρήσεις να ξαλαφρώσεις.

Βάλε τους κοριούς σε δημόσια ακρόαση, να μας ακούμε και να γελάμε με τα χάλια μας. Άναψε πυρσό και βάλε μπουρλότο με τα χεράκια σου στα λίγα δάση που έμειναν άκαυτα. Αν βρεις καμιά βαλίτσα με μίζες ξεχασμένη τυχαία κάτω από το γραφείο σου, καβατζάρισέ τη σε κάνα συρτάρι για τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Καθιέρωσε και μάθημα στο τσαρλατανείο, να μαθαίνουνε τα Αδωνάκια. «Πώς να διευκρινίζετε τα αδιευκρίνιστα, να δικαιολογείτε τα αδικαιολόγητα και να γελάτε και από πάνω».

Διότι, σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό.

Το έγραψα σαράντα φορές, να τις μετρήσουμε μία μία και το χωνέψουμε καλύτερα το καζίκι. Όσο νυχτώνει, το σαράντα μεγαλώνει. Πού ήμασταν οι υπόλοιποι εξήντα που είχαμε καθήκον να βάλουμε φρένο στην αθλιότητα της συμμορίας; Πού εξαφανίστηκαν οι πενήντα που περίσσεψαν από τους υπόλοιπους πενήντα, όταν είχαν την ευκαιρία μαζί με τους εξήντα για να γκρεμίσουν το καθεστώς;

Οι εξήντα τρώγονταν μεταξύ τους, άλλοι ποιος την είχε περισσότερο αριστερά και άλλοι ποιος την είχε περισσότερο ακροδεξιά . Οι πενήντα από τους υπόλοιπους πενήντα προτίμησαν να πάνε στα Λιμανάκια για βουτιές, στην Πλατεία για φρέντο και στον «Λούη» για τσίπουρα. Να, πού.

Το σαραντατακατό μπορεί στον πραγματικό κόσμο να ισοδυναμεί 21% και κάτι ψιλά, ήτοι 2.115.322 συγχωροχάρτια σε 9,8 εκατομμύρια εγγεγραμμένους ψηφοφόρους ανά τη ρημάδα την Επικράτεια, αλλά ήταν αρκετό για να προσφέρει στους αγιογδύτες με τις μπλε γραβάτες απόλυτη αυτοδυναμία, ατιμωρησία, ασυδοσία και αναλγησία. Επί μία τετραετία, δεύτερη συνεχόμενη αν δεν το προσέξατε, να μας φτύνουν στα μούτρα και να διασκεδάζουν όταν ακούνε το μυριόστομο «ευχαριστώ, πολυχρονεμένε».

Έτσι ακριβώς όπως τα λέει ο Άδωνης, είναι. Ουδείς συνέλλην ενδιαφέρεται για τους νεκρούς και τους σακατεμένους του τρένου, της φωτιάς, του φέρι μποτ, του Καναντέρ, των ΜΑΤ. Ουδείς ασχολείται με τα σκάνδαλα, με τη διαφθορά, με τα διάτρητα πόθεν έσχες, με τη διασπάθιση δημόσιου χρήματος, με τα κοράκια που μας πίνουν το αίμα. Ουδείς ενοχλείται από την ακρίβεια που μαστίζει τις ζωές μας και από τα προκλητικά υπερκέρδη των ολιγαρχών .

Σαραντατακατό, αφού. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό. Σαραντατακατό.

«Ασχολούμαστε μόνο με τα πραγματικά προβλήματα». «Ακούει ο Έλληνας για Τέμπη και αλλάζει πλευρό για να κοιμηθεί από την άλλη». Μία θάλασσα από πτύελα, κατάμουτρα. Κόπρανα στις ταφόπλακες. Κώνειο μέσα στα κόλλυβα. Κροκοδείλια δάκρυα για τα ενστανανέ, πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη. Τυμβωρυχία, ασέλγεια, αλητεία και αμοραλισμός. Ριάλιτι, μπάλα και πέτσωμα. Το γαλάζιο χάπι που ρίχνει τη χώρα σε διαρκή λήθαργο.

Και εκείνοι να κυκλοφορούν ελεύθεροι, ανενόχλητοι, καμαρωτοί, γελαστοί και ουχί γελασμένοι, με το καπέλο του σωτήρα κατεβασμένο μέχρι τα φρύδια, με το δάχτυλο να δείχνει εμάς και να κατηγορεί. Ο αργός θάνατος μίας χώρας. Ο αιώνιος ύπνος ενός λαού. Η καταστροφική δυναστεία του εικοσιένα τακατό. Εμείς, που είμαστε εδώ, αλλά εδώ δεν είμαστε. Ωσεί παρόντες, στην πραγματικότητα απόντες.

«Από τους 100 που ήταν στις μηχανές και στα πρώτα βαγόνια ρωτάνε τι συνέβη τουλάχιστον 57. Αλλά επειδή δεν έχουν πλέον φωνή, τους δανείζουμε εμείς τη δική μας»», απάντησε έξω από τα δόντια στον απερίγραπτο Άδωνη ο χαροκαμένος Βαγγέλης Βλάχος, ο οποίος έχασε τον αδελφό του Βάιο στο μοιραίο τρένο και έκτοτε αγωνίζεται κόντρα στο ρεύμα της λήθης για δικαίωση των ψυχών των δολοφονημένων.

Τώρα ισχυρίζεται ότι οι δηλώσεις του παραποιήθηκαν, ο αδιευκρίνιστος. Αίμα, τιμή, δεν ήμουνα εκεί. Ζητάει συγγνώμη, αλλά χωρίς συγγνώμη. Ρέστα ζητάει, ουχί συγχώρεση. «Να με ακούτε πιο προσεκτικά». Εμείς φταίμε, που δεν τον καταλαβαίνουμε. Απειλεί κιόλας με αγωγές κάποιους που χαρακτήρισαν τη ντροπιαστική τοποθέτησή του ντροπιαστική.

«Σαράντα τακατό», θα μπορούσε να προσθέσει. «Αφού είστε τόσο μαλάκες και ψηφίσετε εμένα και τους άλλους που είναι σαν εμένα, τα θέλει ο πισινός σας». Μήπως έχει άδικο; Ο αγλαός Άδωνης Γεωργιάδης είναι ο πρώτος πολιτικάντης που ύψωσε μπροστά μας τον καθρέφτη, για να δούμε τα μούτρα μας. Οφείλουμε όχι να τον πατσαβουριάσουμε, αλλά να τον ευχαριστήσουμε. Να του φιλήσουμε και το χέρι, πριν τον ξαναψηφίσουμε εν χορδαίς και οργάνω. Καληνύχτα μας και καλή μας τύχη.