O Άρης Βελουχιώτης, Αθανάσιος Κλάρας όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Λαμία στις 27 Αυγούστου 1905 και ήταν το τρίτο παιδί μιας εύπορης και μορφωμένης για τα δεδομένα της εποχής οικογένειας με τέσσερα παιδιά: τον Περικλή, τη Λιλή, τον Θανάση και τον Μπάμπη (1910).
Ο πατέρας του, Δημήτρης Κλάρας, ήταν δικηγόρος –είχε διατελέσει και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λαμίας– ενώ ο παππούς του ήταν στην ομάδα του αγωνιστή Πανουργιά. Η μητέρα του Αγλαΐα, το γένος Ζέρβα (υπήρχε μακρινή συγγένεια με τον Ναπολέοντα Ζέρβα), ήταν κόρη συμβολαιογράφου.
Η οικογένεια Κλάρα ήταν δημοκρατική από παράδοση και υποστήριζε τον Βενιζέλο, πράγμα που την έκανε να ξεχωρίζει στη βασιλοκρατούμενη πόλη της Λαμίας.
Ο Θανάσης Κλάρας ήταν πανέξυπνο αλλά ζωηρό και απείθαρχο παιδί και τελικά δεν ολοκλήρωσε το γυμνάσιο. Ετσι οι γονείς του τον έστειλαν οικότροφο στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας στην οποία εισήχθη το 1919, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Μετά την αποφοίτησή του το 1922 επέστρεψε στη Λαμία αλλά δεν ήθελε να ασχοληθεί με τα κτήματα του πατέρα του και προτίμησε να εργαστεί ως δημόσιος υπάλληλος στη Γεωργική Υπηρεσία. Υπηρέτησε πρώτα στη Δράμα, αλλά επειδή έδειξε απροθυμία να εξυπηρετήσει τα κυκλώματα της περιοχής μετατέθηκε στα Τρίκαλα και έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα παραιτήθηκε.
Το 1923 κατεβαίνει στην Αθήνα και έρχεται σε επαφή με τον κομμουνιστή συμπατριώτη του και πολιτικό καθοδηγητή του Τάκη Φίτσιο. Το 1924, έπειτα από περίοδο δοκιμής, εντάχθηκε ως μέλος στην Τοπική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Νεολαίας της Αθήνας και αφοσιώθηκε στον αγώνα για τη διάδοση των αρχών και των ιδεών του κομμουνισμού. Εναν χρόνο αργότερα κατατάχθηκε στον στρατό, όπου λόγω των γραμματικών του γνώσεων έγινε αμέσως δεκανέας Πυροβολικού. Οταν όμως έγινε αντιληπτή η κομμουνιστική δράση του καθαιρέθηκε και μετατέθηκε στον Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου. Επειτα από ψυχικά και σωματικά βασανιστήρια απολύθηκε από τον στρατό, επανήλθε στην Αθήνα και εγκατέλειψε κάθε άλλη δραστηριότητα προκειμένου να γίνει επαγγελματικό στέλεχος. Από το 1925 πρωταγωνίστησε μέσα από τις γραμμές της Κομμουνιστικής Νεολαίας σε πολλές επιχειρήσεις απόδρασης κομμουνιστών. Μάλιστα βοήθησε δύο φορές το τότε ηγετικό στέλεχος της Νεολαίας Νίκο Ζαχαριάδη να δραπετεύσει. Την περίοδο εκείνη άρχισε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Μιζέριας».
Ο Θανάσης Κλάρας ήταν άνθρωπος της δράσης και σε εκείνες τις δύσκολες εποχές για το κόμμα αναλάμβανε να φέρει σε πέρας τις περισσότερες επικίνδυνες αποστολές. Με απόλυτη πειθαρχία στα κελεύσματα του ΚΚΕ και μεγάλο θάρρος στις συμπλοκές με τους αντιπάλους, ο Κλάρας βρισκόταν πάντα επικεφαλής στις περιφρουρήσεις των διαδηλώσεων και των κομματικών συγκεντρώσεων, στη διανομή του «Ριζοσπάστη» και στο μοίρασμα προκηρύξεων, αλλά και στην προσφορά βοήθειας στις οικογένειες των φυλακισμένων ή εκτοπισμένων κομμουνιστών. Επιπλέον αναλάμβανε κάθε είδους πρακτική εργασία στα γραφεία του «Ριζοσπάστη» και του Σοσιαλιστικού Βιβλιοπωλείου και επιμελήθηκε εκδόσεις μαρξιστικών βιβλίων. Ο Κλάρας διάβασε με μεγάλη προσοχή το έργο του Κλαούζεβιτς «Περί πολέμου», το οποίο συνέβαλε σημαντικά στις στρατιωτικές ικανότητες που ανέδειξε κατά την περίοδο της Κατοχής.
Ο Κλάρας έγινε συντάκτης
Η πληθωρική προσωπικότητα του Κλάρα συγκέντρωνε τα μανιασμένα πυρά των αντιπάλων του. Στο φύλλο του «Ριζοσπάστη» στις 9 Σεπτεμβρίου του 1931 διαβάζουμε τα καθέκαστα της δίκης του υπουργού Δικαιοσύνης Αβραάμ, ο οποίος στράφηκε κατά της εφημερίδας. Η υπόθεση αφορούσε και κάποιο ερωτικό σκάνδαλο της εποχής στο οποίο εμπλεκόταν και ο βουλευτής Αίγινας Χατζής. Οι μάρτυρες της δίκης τρομοκρατήθηκαν και δίσταζαν να παρουσιαστούν ενώπιον του δικαστηρίου. Ετσι ταξίδεψε στην Αίγινα για να τους συνοδεύσει ο Θανάσης Κλάρας που ως συντάκτης του «Ριζοσπάστη» είχε φέρει την υπόθεση στη δημοσιότητα. Τελικά οι μπράβοι απείλησαν τους μάρτυρες την ώρα που επιβιβάζονταν στο πλοίο και κατάφεραν τον σκοπό τους, ενώ μάταια απειλούσαν και τον Κλάρα. Στο φύλλο αυτό υπάρχει και ένα κείμενο του Θανάση Κλάρα, ο οποίος απολογείται για κάποιο παράπτωμα (κλοπή) που είχε διαπράξει σε νεαρή ηλικία και για το οποίο είχε πληρώσει (είχε καταδικαστεί) και μετανιώσει. Ο Κλάρας στο συγκινητικό αυτό κείμενο εξομολογείται πόσο είχε διαφθαρεί από τον αστικό τρόπο ζωής, φτάνοντας στο σημείο να πίνει, να χαρτοπαίζει, να πυροβολεί ασκόπως μέσα στα καφενεία, ακόμη και στην κλοπή, και πόσο άλλαξε η ζωή του όταν συναντήθηκε με το ΚΚΕ και τις ιδέες του.
Η μαχητική δράση του Κλάρα τον έφερνε αντιμέτωπο με τις αρχές ασφαλείας, οι οποίες εφαρμόζοντας το ιδιώνυμο του Βενιζέλου τον συνέλαβαν. Καταδικάστηκε για αντίσταση κατά της αρχής και εξέτισε την ποινή του στις φυλακές Ιτζεδίν στην Κρήτη (Χανιά). Συνελήφθη ξανά στις 23 Νοεμβρίου 1930 διότι συμμετείχε σε απαγορευμένη διαδήλωση υπέρ της ΕΣΣΔ και καταδικάστηκε σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση. Λίγο μετά την αποφυλάκισή του εκτοπίστηκε για δέκα μήνες στη Γυάρο. Επιστρέφοντας από την εξορία, το ΚΚΕ τον έστειλε εκτός Αθηνών για να καθοδηγήσει περιφερειακές οργανώσεις στη Μυτιλήνη, την Ξάνθη, την Αλεξανδρούπολη και την Κομοτηνή.
Λίγο πριν από τη δικτατορία Μεταξά ο νεαρός Κλάρας με την τόσο πλούσια δράση είχε αναδειχθεί σε έναν από τους δυναμικότερους μαχητές του κόμματος και με την πληθωρική και πολυσύνθετη προσωπικότητά του συνέβαλε σε πολλές επιτυχίες του ΚΚΕ. Μια τέτοια μεγάλη επιτυχία στην οποία συμμετείχε ενεργά ήταν η απόδραση από τις φυλακές Αίγινας τον Μάιο του 1934 οκτώ συντρόφων του που είχαν σκάψει τούνελ μήκους 25 μέτρων. Οι οκτώ που απέδρασαν ήταν οι Απόστολος Κλειδωνάρης, πρώην βουλευτής του Ενιαίου Μετώπου Εργατών Αγροτών το 1932, Νίκος Βαβούδης, γραμματέας του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου Πειραιά, Δημήτρης Σακαρέλος, συνδικαλιστής, Ευάγγελος Θωμάζος, ναυτεργάτης, Τζανής Φλαράκος, τσαγκάρης, Μόσχος Δουλγέρης, Αβραάμ Δερβίσογλου και Κώστας Σαρίκας, εργάτες.
Άρης Βελουχιώτης: Στα νύχια της 4ης Αυγούστου
Στα τέλη του 1936 συλλαμβάνεται από την Ειδική Ασφάλεια της δικτατορίας Μεταξά για διανομή αντιφασιστικού υλικού και φυλακίζεται στις φυλακές της Αίγινας. Στις αρχές του 1937 τον μετέφεραν στα κρατητήρια της Ασφάλειας Αθηνών, όπου και βασανίστηκε άγρια. Λίγες μέρες αργότερα μετάγεται στην Αίγινα, απ’ όπου θα τον μεταφέρουν ξανά στην Αθήνα για να δικαστεί στο Αρσάκειο. Εκεί βρήκε την ευκαιρία να δραπετεύσει μαζί με άλλους συγκρατούμενους. Ελεύθερος πια ανέλαβε κομματικά καθήκοντα στη Δράμα αλλά γρήγορα συλλαμβάνεται εκ νέου, καταδικάζεται σε τρεις μήνες φυλάκιση και μεταφέρεται στην Αίγινα ως υπόδικος του μεταξικού νόμου 117/1936, που είχε αντικαταστήσει το ιδιώνυμο. Το Πλημμελειοδικείο των Αθηνών καταδίκασε τον Κλάρα σε 4 χρόνια φυλακή.
Στις φυλακές της Αίγινας ο Κλάρας προσπάθησε να εξυψώσει το ιδεολογικό επίπεδο των φυλακισμένων συντρόφων του. Επιπλέον, ανέλαβε με μεγάλο ζήλο τη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες είχαν γίνει οι συλλήψεις και να εντοπίσει τους πιθανούς συνεργάτες της Ασφάλειας. Ομως η έρευνα θα διακοπεί προσωρινά το 1939, γιατί τον μεταφέρουν στις φυλακές της Κέρκυρας, στην απομόνωση της περιβόητης «Ακτίνας Θ´». Εκεί είναι φυλακισμένος και ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, με τον οποίο εικάζεται ότι προσπάθησε να έρθει σε επαφή ο Βελουχιώτης.
Τον Ιούλιο του 1939 αποφυλακίστηκε, αφού προηγουμένως είχε υπογράψει τη δήλωση μετανοίας, δηλαδή την επίσημη βεβαίωση δημόσιας απόρριψης του κομμουνισμού και του ΚΚΕ. Πιθανολογείται ότι το έκανε είτε λόγω της ψυχικής και σωματικής καταπόνησης από τα βασανιστήρια είτε γιατί θεωρούσε πως ήταν σημαντικότερο να συνεχίσει τον αγώνα του εκτός φυλακής. Επειδή είναι γνωστό ότι ο Κλάρας είχε υποστεί όλα τα βασανιστήρια στις μέχρι τότε συλλήψεις και φυλακίσεις του, πιθανότερη είναι η δεύτερη εκδοχή.
Η περίοδος μετά την υπογραφή της δήλωσης ήταν η πιο δύσκολη και μοναχική. Ηξερε πολύ καλά τι σήμαινε για το Κόμμα να είσαι «δηλωσίας». Οποιος υπέγραφε δήλωση ήταν «ζωντανός νεκρός». Μετά την αποφυλάκισή του επιστρέφει στην Αθήνα, αλλά οι σύντροφοί του τον αντιμετωπίζουν από καχύποπτα έως εχθρικά και για τα επόμενα δύο χρόνια βρίσκεται στο περιθώριο του Κόμματος, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ψυχολογικά και να καταφύγει στην οινοποσία.
Παράλληλα, μετά την αποφυλάκισή του, μαζί με τον Ορφέα Οικονομίδη θα οργανώσουν ένα παράνομο τυπογραφείο που θα το παραδώσουν στη λεγόμενη Νέα Κεντρική Επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε τον Μάιο-Ιούνιο του 1941 από εξόριστα μέλη του ΚΚΕ.
Μετά την αποφυλάκισή του πέρασε από τους κόλπους της «Προσωρινής Διοίκησης» του ΚΚΕ και κατήγγειλε δημόσια τον ρόλο της.
Η «προσωρινή» και η «παλαιά» Κεντρική Επιτροπή
Η «Προσωρινή Διοίκηση» ήταν ένα σχέδιο της Ασφάλειας προκειμένου να αλωθούν η καθοδήγηση και ο κομματικός μηχανισμός του ΚΚΕ σε μια στιγμή που τα περισσότερα δοκιμασμένα στελέχη του κόμματος βρίσκονταν στις φυλακές και τις εξορίες. Οταν τον Σεπτέμβριο του 1936 συνελήφθη ο Νίκος Ζαχαριάδης, την καθοδήγηση του κόμματος ανέλαβε –έως το 1938– μια τριμελής γραμματεία που αποτελείτο από τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου Βασίλη Νεφελούδη, Στέλιο Σκλάβαινα και Μήτσο Παρτσαλίδη. Οι διώξεις κορυφώθηκαν το 1938-1939 με τις συλλήψεις του Γιώργη Σιάντου και του Νίκου Πλουμπίδη. Την περίοδο εκείνη υπήρξαν κάποια λίγα στελέχη που υπέγραψαν δήλωση μετανοίας και ελάχιστοι εξ αυτών κατέληξαν φανατικοί πολέμιοι του κομμουνισμού. Ο δαιμόνιος υπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης στρατολόγησε κάποιους από αυτούς φτιάχνοντας μια ολόκληρη ομάδα στελεχών-πρακτόρων που συνεργάζονταν εκούσια ή ακούσια με τη Γενική Ασφάλεια. Στον πυρήνα αυτής της ομάδας βρίσκονταν οι πρώην βουλευτές του ΚΚΕ Μιχάλης Τυρίμος, Μανώλης Μανωλέας και Τηλέμαχος Μύτλας. Τη συνεργασία με το τμήμα των πρακτόρων στους κόλπους του ΚΚΕ ανέλαβαν ο ίδιος ο Μανιαδάκης και ο ανώτατος αξιωματικός της Ασφάλειας Σπύρος Παξινός, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί ειδικά για τη δίωξη του κομμουνισμού στην Γκεστάπο. Η ομάδα αυτή συγκρότησε την παραπλανητική «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ» τον Δεκέμβριο του 1939 και με τη βοήθεια του Δημήτρη Κουτσογιάννη, ο οποίος ήταν μέλος της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ και υπεύθυνος του παράνομου τυπογραφείου του «Ριζοσπάστη», έβγαλε στην κυκλοφορία για ένα διάστημα και έναν πλαστό «Ριζοσπάστη» ο οποίος αποπροσανατόλιζε και δίχαζε τα στελέχη και τους οπαδούς του κόμματος. Ο Κουτσογιάννης ήταν επίσης υπεύθυνος μιας γιάφκας του ΚΚΕ στην Κυψέλη (οδός Σύρου 27) στην οποία κατέλυσε ένα κλιμάκιο στελεχών του ΚΚΕ που ήρθε παράνομα από τη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1939, σταλμένο από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν) προκειμένου να συγκροτήσει νέα καθοδήγηση, αφού υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες πως η υπάρχουσα καθοδήγηση είχε διαβρωθεί από την Ασφάλεια.
Το κλιμάκιο αυτό συνεργάστηκε άθελά του στη συγκρότηση της «Προσωρινής Διοίκησης» του κόμματος τον Δεκέμβριο του 1939 και στην επισημοποίησή της τον Ιανουάριο του 1940. Οπως αποδείχθηκε αργότερα, ο Κουτσογιάννης ήταν πράκτορας της Ασφάλειας ήδη από το 1927.
Τελικά η δράση της «Προσωρινής Διοίκησης» έληξε λίγο μετά την έναρξη της γερμανικής κατοχής, τον Μάιο του 1941, όταν στελέχη του ΚΚΕ που απέδρασαν από τις φυλακές και τις εξορίες συγκρότησαν τη «Νέα Κεντρική Επιτροπή». Το τελευταίο φύλλο του «Ριζοσπάστη» που εξέδωσε η «Προσωρινή Διοίκηση» κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1941.
Στο Πυροβολικό κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο
Η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου θα δώσει την ευκαιρία στον Κλάρα να επανέλθει στη δράση, αφού καλείται να υπηρετήσει στο μακεδονικό μέτωπο ως στρατιώτης της 10ης Πυροβολαρχίας του 3ου Συντάγματος του αντιαεροπορικού Πυροβολικού. Οταν κατέρρευσε το μέτωπο τον Απρίλιο του 1941, επέστρεψε με τη μονάδα του στην Αθήνα, προτού μπουν τα γερμανικά στρατεύματα, και ζήτησε από τους συστρατιώτες του να συνεχίσουν τον πόλεμο. Το ίδιο έκανε και σε μια συγκέντρωση αποστρατευμένων φαντάρων, ζητώντας τους να μην παραδώσουν τα όπλα τους γιατί ο αγώνας για την πατρίδα τώρα αρχίζει. Στις 15 Μαΐου 1941 μίλησε σε μια ιστορική συγκέντρωση κομμουνιστών στο δασύλλιο μεταξύ Ζωγράφου–Καισαριανής–Κουπονίων στην Αθήνα, επιμένοντας πως: «ο πόλεμος συνεχίζεται […] Μην αμφιβάλλετε πως γρήγορα θα το σκάσουν και τα παλικάρια του κόμματος από τα ξερονήσια και τις φυλακές και θα βρεθούν στις πρώτες γραμμές του εθνικολαϊκού αγώνα που θα αρχίσουμε».
Την ίδια εποχή έφτασαν στην Αθήνα, αφού δραπέτευσαν από τους τόπους εξορίας τους, μερικά μέλη της προπολεμικής Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΚΚΕ από το 6ο Συνέδριο του κόμματος το 1935. Ο Κλάρας, μέσω του Ανδρέα Τζήμα, ο οποίος ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου και «υπεύθυνος για την ανάπτυξη του αντάρτικου», ήρθε σε επαφή με την ΚΕ και ζήτησε να εργαστεί ως τυπογράφος σε ένα κλεμμένο τυπογραφείο. Πίστευε, όμως, ότι θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα στο κόμμα αν ξεκινούσε αντάρτικο αγώνα. Την πρόταση αυτή του Κλάρα απέρριψε ομόφωνα η ΚΕ, η οποία τον αντιμετώπιζε με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα λόγω της δήλωσης μετανοίας που είχε κάνει αλλά και επειδή είχε συγκρουστεί στο παρελθόν σχεδόν με όλα τα μέλη της.
Τον Νοέμβριο όμως ο Τζήμας παρέκαμψε την ΚΕ και εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως γραμματέα της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας (ΚΟΑ) τον έστειλε στη Ρούμελη για να διερευνήσει τις δυνατότητες ανάπτυξης αντάρτικου και δευτερευόντως να εξασφαλίσει τρόφιμα για τον παράνομο μηχανισμό και την ηγεσία του ΚΚΕ.
Ετσι ο Κλάρας ξεκίνησε την επαφή με κομματικά στελέχη από τη Λαμία και στη συνέχεια σε άλλα χωριά της περιοχής, όπως και στην υπόλοιπη Φθιώτιδα και την Ευρυτανία. Εχοντας ολοκληρώσει την αποστολή του με επιτυχία επέστρεψε στην Αθήνα στις αρχές Ιανουαρίου 1942 και ενημέρωσε το κόμμα. Η απόφαση της 8ης Ολομέλειας στις αρχές Ιανουαρίου του 1942 για την «οργάνωση ειδικών μαχητικών τμημάτων σε όλα τα βασικά κέντρα της χώρας, ικανών να αντιμετωπίσουν την ένοπλη βία του κατακτητή» ως βασικό καθήκον στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και η ανάληψη της Γραμματείας της ΚΕ από τον Γιώργη Σιάντο στρέφουν το ΚΚΕ προς τον ανταρτοπόλεμο. Λίγο καιρό μετά την Ολομέλεια ο Σιάντος, έπειτα από επίμονη παρότρυνση του Τζήμα, θα δώσει τη συγκατάθεσή του για την ανάπτυξη αντάρτικης ομάδας στη Ρούμελη από τον Κλάρα. Και πάλι όμως αντέδρασαν ορισμένα μέλη της ΚΕ, θεωρώντας πως ο Κλάρας δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να ηγηθεί του αντάρτικου. Τελικά, ύστερα από επίπονες προσπάθειες κατάφερε να μεταπείσει την ηγεσία του ΚΚΕ και τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο έλαβε τη συγκατάθεση της ΚΕ και του ΕΛΑΣ.
Ιδρύεται ο ΕΛΑΣ – «γεννιέται» ο Βελουχιώτης
Αμέσως έφυγε για τη Ρούμελη, όπου στα τέλη Μαΐου του 1942 συγκρότησε στη Σπερχειάδα την πρώτη ένοπλη ομάδα του ΕΛΑΣ από 15 άντρες με ελάχιστο οπλισμό. Αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ψευδώνυμα ώστε να μη γίνουν γνωστοί στις κατοχικές αρχές και να αποφευχθούν αντίποινα κατά των οικογενειών τους. Ο Κλάρας επέλεξε το όνομα Αρης, από τον θεό του πολέμου, και Βελουχιώτης από το βουνό της Ευρυτανίας που θα τον φιλοξενούσε. Εδώ αρχίζει να διακρίνεται η ιδιοφυΐα του Αρη στα στρατιωτικά, οργανωτικά, επικοινωνιακά αλλά και πολιτικά θέματα. Για να έχει μεγαλύτερο κύρος η παρουσία του απέδωσε στον εαυτό του τον βαθμό του ταγματάρχη Πυροβολικού. Δικής του έμπνευσης ήταν και το σχήμα τριπλής διοίκησης (καπετάνιος, στρατιωτικός διοικητής και πολιτικός) που εφάρμοσε ο ΕΛΑΣ, ενώ καθιέρωσε και την προσφώνηση «συναγωνιστής», θεωρώντας πως είναι πιο οικεία από το «σύντροφος» που χρησιμοποιούσε το ΚΚΕ. Πέρα από τον συμβολισμό του ονόματος ΕΛΑΣ, συνέταξε έναν όρκο στον οποίο ορκίστηκαν οι άντρες του καθώς και όλοι οι μελλοντικοί αντάρτες. Ο όρκος όριζε την ποινή του θανάτου σε περίπτωση λιποταξίας. Επίσης οι αντάρτες, προσπαθώντας να διαφοροποιηθούν από τις ομάδες φυγόδικων παρανόμων που κρύβονταν στα βουνά αλλά και από τη συνωμοτική «αφάνεια» των κομμουνιστών, αποφάσισαν να σταματήσουν να κρύβονται και να μπαίνουν φανερά στα χωριά, διακηρύσσοντας ανοιχτά τις προθέσεις τους και δημιουργώντας τις οργανώσεις που θα τους εφοδίαζαν.
Eτσι, στις 7 Ιουνίου η ένοπλη ομάδα με την ελληνική σημαία παρέλασε τραγουδώντας στο χωριό Δομνίστα της Ευρυτανίας. Ο Aρης, για να δώσει ιδιαίτερο κύρος στο εγχείρημα, συστήθηκε ως «ταγματάρχης Πυροβολικού» Βελουχιώτης, ασπάστηκε το χέρι του παπά και ζήτησε την άδεια από τον πρόεδρο να μιλήσει στους κατοίκους. Εκεί ανέλυσε τους στόχους του ΕΛΑΣ και τόνισε την ομοιότητα των ΕΛΑΣιτών με τους κλέφτες της επανάστασης του 1821. Τις επόμενες μέρες, με διαρκείς μετακινήσεις ώστε η ολιγομελής ομάδα να δείχνει μεγαλύτερη, προκάλεσαν μεγάλο ενθουσιασμό στα ορεινά χωριά. Οταν μάλιστα στις 21 Ιουνίου ένα βρετανικό αεροπλάνο έριξε λίγα εφόδια για τους αντάρτες, τεκμηριώνοντας έτσι τη «συμμαχική αναγνώριση» στα μάτια των χωρικών, το κύρος του Βελουχιώτη και των αντρών του ενισχύθηκε σημαντικά.
Στόχος του ήταν να απαλλάξει την ύπαιθρο από τις ληστρικές συμμορίες που κυριαρχούσαν τότε στα βουνά. Η ληστεία και κυρίως η ζωοκλοπή εξαλείφθηκαν με γρήγορους ρυθμούς από την ύπαιθρο. Ο Αρης κατέσχεσε όσα αγροτικά προϊόντα υπήρχαν στις κρατικές αποθήκες. Με αυτό τον τρόπο δημιούργησε αποθέματα τροφίμων και υλικών που επέτρεπαν την αριθμητική ανάπτυξη του αντάρτικού απαλλάσσοντας τους χωρικούς από το επαχθές καθήκον της συντήρησης των ΕΛΑΣιτών. Αυτό ήταν ένα είδος νομίσματος με το οποίο αγόραζε υπηρεσίες και εφόδια, ενώ επιστρέφοντας ένα τμήμα των κατασχεθέντων στους παραγωγούς και τους φτωχούς αγρότες ασκούσε ένα είδος κοινωνικής πολιτικής, διασύροντας ταυτόχρονα το κατοχικό κράτος.
Ο Αρης στάθηκε αμείλικτος απέναντι στους προδότες και τους τσιφλικάδες. Ενας συνεργάτης των ιταλικών στρατιωτικών αρχών, εκμεταλλευτής –ακόμη και φονιάς– κολίγων ήταν ο μεγαλοκτηματίας του Νέου Μοναστηρίου Δομοκού Νίκος Μαραθέας. Ο Βελουχιώτης, επικεφαλής ομάδας ανταρτών, επιτέθηκε τη νύχτα της 9ης Ιουλίου 1942 στο κτήμα του Μαραθέα και τον σκότωσε. Επιπλέον, απήγαγε τον δεκαπεντάχρονο γιο του και τον γιο του επιστάτη, ζητώντας από τη χήρα του Μαραθέα να αποζημιώσει τις οικογένειες των κολίγων που με ευθύνη του άντρα της είχαν εκτελεστεί από τους κατακτητές. Η «επιχείρηση Μαραθέα» αποσκοπούσε στην τρομοκράτηση των τσιφλικάδων της Θεσσαλίας και προκάλεσε ενθουσιασμό στα γύρω χωριά. Επιδοκιμάστηκε ακόμη και από τις δεξιές οργανώσεις. Αποσπάσματα χωροφυλάκων και του ιταλικού στρατού καταδίωξαν τους αντάρτες χωρίς να καταφέρουν να τους συλλάβουν.
Ο παλιός πολιτικός κόσμος κατηγόρησε τον ΕΛΑΣ ότι απέβαλε το «εθνικό προσωπείο» και έκανε «ταξικό αγώνα», με αποτέλεσμα να επηρεαστούν πολλοί που ήθελαν να προσχωρήσουν στο ΕΑΜ. Αυτό έφερε τον Αρη αντιμέτωπο με την περιφερειακή οργάνωση της Λαμίας, η οποία ανησυχούσε για την πολιτική ζημιά. Το μονόπλευρα πληροφορημένο ΠΓ του ΚΚΕ αποφάσισε να πλαισιώσει τον Βελουχιώτη με κομματικά στελέχη ώστε να περιορίσει την ελευθερία επιλογών του και με εντολή του Σιάντου του ζητήθηκε να απελευθερώσει αμέσως τα παιδιά. Οταν στα μέσα Αυγούστου η διαταγή του Σιάντου έγινε γνωστή στον Βελουχιώτη, ο γιος του Μαραθέα είχε ήδη σκοτωθεί. Αυτό προκάλεσε την αγανάκτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία ζήτησε από τον Βελουχιώτη να επιστρέψει αμέσως στην Αθήνα και ξεκίνησαν συζητήσεις για να αντικατασταθεί στην αρχηγία του αντάρτικου στη Ρούμελη.
Η παρουσία όμως του ΕΛΑΣ στα βουνά της Ρούμελης είχε πια ριζώσει με τη συμβολή του Βελουχιώτη και πλέον ήταν όλα έτοιμα για την εξάπλωση της ένοπλης Εθνικής Αντίστασης. Ο Αρης είχε κατορθώσει να σπάσει τον φόβο του απλού λαού απέναντι στον κατακτητή, εμπέδωσε το αίσθημα δικαιοσύνης όπως το αντιλαμβάνονταν οι ντόπιοι και επέβαλε την απόδοσή της όπως όριζαν οι συνθήκες. Πέρα από τον εκρηκτικό χαρακτήρα του, διέθετε υψηλό πολιτικό κριτήριο, αναγνωρίζοντας –πριν απ’ όλους– την επιτακτική ανάγκη της ένοπλης αντίστασης και διαβλέποντας τον μελλοντικό ρόλο των Αγγλων και τις συνέπειες της Συνθήκης της Βάρκιζας.
* Του συγγραφέα Γιάννης Μπαζού, από το Περιοδικό HOT DOC HISTORY #015, 11/6/2017
Ειδήσεις σήμερα:
Αναστάτωση σε πτήση της Aegean: Επέστρεψε στην Κρήτη λόγω των επιθέσεων στο Ισραήλ
Επίθεση από Άδωνι σε MEGA και Ράνια Τζίμα: «Κάποιοι θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση» (video)