Αντίο, Ιερή μου Μάνα

Έφτασε λοιπόν η πιο οριακή στιγμή στη ζωή μου, αυτή που αποχαιρετώ τον πιο δικό μου άνθρωπο. Ο πόνος είναι απερίγραπτος, πολλοί τον έχετε ζήσει ήδη και όλοι οι άλλοι σίγουρα θα τον ζήσετε.

203100639 4033572330096144 4401241139211712355 n

Από τότε που έγινε 85 ετών, εδώ και μερικά χρόνια δηλαδή, ζούσα με το μόνιμο άγχος και φόβο του πότε και του πώς θα μου «φύγει». Ξέρεις, να μπαίνεις σπίτι να τη φωνάζεις «Μάνα», να μην απαντάει γιατί ακούει κάτι άλλο ή γιατί είναι αφηρημένη, να την ξαναφωνάζεις και να ηρεμείς μόνο όταν σ’ αρχίζει στα μπινελίκια: «Τι έπαθες και φωνάζεις και μου σπας τη χολή;»

Η κυρία Ντίνα «φεύγει» 88 ετών, έχοντας ζήσει σχεδόν έναν αιώνα δηλαδή, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Και 500 ετών να ήταν, εμένα ήταν η Μάνα μου. Γεννήθηκε στα Άγραφα Ευρυτανίας, αλλά μεγάλωσε στον Βόλο που αυτόν θεωρούσε πατρίδα της ως το τέλος. Παντρεύτηκε από έρωτα και όχι από προξενιό, κάτι που από μόνο του ήταν πολύ προχώ για τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Για σχεδόν μία δεκαετία έζησε στο Χάγκεν της Γερμανίας και δούλεψε σε νοσοκομεία και εργοστάσια. Εκεί γέννησε τον Χρήστο, τον μεγάλο μου αδερφό. Ήταν Αύγουστος του 1962. Ιδιαίτερα γλωσσομαθής, αν και χαμηλής μόρφωσης, μέσα σ’ ένα εξάμηνο έκανε τον διερμηνέα σε κάθε επόμενη φουρνιά πατριωτών από την Ελλάδα που συνέχισαν να εργάζονται στις φάμπρικες της Γερμανίας.

Οι δικοί μου άκουγαν πολύ τον Καζαντζίδη που η φωνή του έκανε τους Γερμανούς να ρωτάνε ποιος ειν’ αυτός που τραγουδάει σαν να’χει πονόκοιλο. «Τόσα ήξεραν, τόσα έλεγαν αυτοί με τα αλπινιστικά τραγουδάκια τους» σχολίαζε η μάνα μου. Τη σπιτονοικοκυρά των γονιών μου την έλεγαν φράου Παολίνα και διάβαζε το «Ο Αγών μου» του Αδόλφου Χίτλερ. Ταυτόχρονα, όμως, είχε ξετρελαθεί με το μελαχρινό πρώτο μωρό των γονιών μου και μάλωνε με τις άλλες Γερμανίδες για το ποια θα το πρωτοκρατήσει ενόσω η μάνα μου δούλευε στο εργοστάσιο. Μια μέρα την έπιασε η μάνα μου: «Για στάσου, φράου Παολίνα μου, τόσα χρόνια πέρασαν, τόσα εγκλήματα έκανε αυτός ο μισότρελος κι εσύ, τόσο καλή γυναίκα, κάθεσαι και διαβάζεις τα έργα του;» Έκτοτε, μπροστά της τουλάχιστον, η φράου Παολίνα δεν ξανάπιασε το εν λόγω βιβλίο.

Στο γάμο της δεν ευτύχησε ιδιαιτέρως. Ο σύζυγος της και πατέρας μου υπήρξε ρεμπέτης με όλη την έννοια της λέξεως και μάλλον δεν ενδιαφερόταν για οικογένειες και τα τοιαύτα. Κι έτσι, ενώ εκείνη έλιωνε τα παπούτσια της μες το χιόνι για να χτυπάει κάρτα στις φάμπρικες του Χάγκεν και του Ντόρτμουντ, εκείνος κατέβαζε ολόκληρες ελιές για να βγάζει αναρρωτικές άδειες – τάχα μου ότι είχε κάτι στο στομάχι – και να παίρνει το μπουζούκι του για να παίζει και να τραγουδάει στις ελληνικές ταβέρνες. Δε βαριέσαι, καλή του ώρα κι αυτουνού, ωραίος τύπος ήτανε, ανεξάρτητος, αδέσμευτος. Το μπουζούκι του σήμερα κοσμεί το σαλόνι μου, έτσι, για να θυμάμαι και κάτι απ’ αυτόν.

Όλα τους τα χρόνια τρώγονταν σαν το σκύλο με τη γάτα, μα ούτε και χώριζαν, εφόσον τα χρόνια του ’60 ήταν ταμπού μία γυναίκα να αφήσει τον άντρα της. Χαρακτηριζόταν «ελευθέρων ηθών» στο άψε σβήσε και το κοινωνικό στίγμα ήταν μεγάλο. Η μεγαλύτερη χαρά της μάνας μου ήταν στα γεράματα της, που έβλεπε πόσο πια η ελληνική κοινωνία είχε αλλάξει υπέρ των κακοποιημένων γυναικών. Πάντως το μόνο καλό που του απέδιδε ήταν το ότι υπήρξε ο πατέρας των τριών παιδιών της.

Με την επιστροφή στην Ελλάδα, γέννησε τον δεύτερο γιο της, τον αδερφό μου τον Γιώργο. Ήταν Ιούνιος του 1971. Ούσα αυτό που λέμε «καρπερή» ως γυναίκα, είχε κάνει πολλές αποβολές κι άλλες τόσες εκτρώσεις. «Με τη μία έπιανα παιδί απ’ τον πατέρα σου» συνήθιζε να μου λέει. «Τώρα θα’χες καμιά δεκαριά αδέρφια και όλα αγόρια». Έτσι, στα 40 της έκανε στείρωση σε γιατρό. Δέσιμο της μήτρας, όπως το λέγανε. Παρ’ όλα αυτά, στα 41 της ξαναμένει έγκυος, σε μένα αυτή τη φορά. Όλοι της έλεγαν να με «ρίξει», αλλά εκείνη επέμενε να με κρατήσει. Κι έτσι με έφερε στον κόσμο τον Φεβρουάριο του 1974. Ζήσαμε όλοι μαζί στο πατρικό μου, στην Αμφιάλη του Κερατσινίου, από το ’74 μέχρι το 2008 που εγκαταστάθηκα μόνος μου στην Αθήνα κι έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου. Από τότε δεν έχει πάψει να με θλίβει ο Πειραιάς και ιδιαίτερα το Κερατσίνι. Περισσότερο οι αλλαγές που επήλθαν με τα χρόνια στα μέρη αυτά.

Η κυρία Ντίνα ήταν φιλότεχνη κι ήθελε οπωσδήποτε να βγάλει έναν καλλιτέχνη. Ενώ οι πιο πολλοί γονείς αποτρέπουν τα παιδιά τους ν’ ακολουθήσουν καλλιτεχνικές σπουδές, εμένα και οι δύο οι δικοί μου με παρότρυναν να κάνω ζωγραφική, θέατρο και, τελικά, δημοσιογραφία που ανέκαθεν μου άρεσε. Μάλιστα πριν λίγα χρόνια με φώναξε και μου έδειξε τις πρώτες ακουαρέλες που είχα ζωγραφίσει σε ηλικία δέκα ετών – τα είχε κρατήσει όλα. Θυμάμαι ότι ήμουν πέντε ετών και με έπαιρνε από το χέρι για να με πάει στα μαθήματα ζωγραφικής του πολιτιστικού κέντρου του δήμου Κερατσινίου. Φτάναμε με τα πόδια στα Ταμπούρια και μου αγόραζε μπουγάτσα. Μιαν άλλη μέρα, θυμάμαι, καμάρωνε για το κόκκινο γαρίφαλο που είχε καρφιτσώσει στο παιδικό μου πέτο η αείμνηστη Νίκη Τριανταφυλλίδη, καλεσμένη του τότε κομμουνιστή δημάρχου Δημήτρη Σαράφογλου. Ένα χρόνο μετά την έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, Πάσχα του 1982 πια, οχτώ ετών εγώ, ούτε θυμάμαι πως είχαμε βρεθεί οικογενειακώς στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας όπου τσούγκρισα κόκκινο αυγό με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Άκου τι θυμήθηκα τώρα που γράφω. Κι όμως συνέβη! Γενικώς, όσο μεγάλωνα και είχα επιδόσεις στους καλλιτεχνικούς τομείς, γινόμουν η χαρά της συγκριτικά με τα άλλα δύο παιδιά της, τα οποία αγαπούσε εξίσου, αλλά ταλαιπωρούνταν πολύ στη βιοπάλη. 

Η κυρία Ντίνα ήταν και επιχειρηματικό πνεύμα συν τοις άλλοις. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 άνοιξαν με τον πατέρα μου κουβερτάδικο. Όλος ο καλός κόσμος ψώνιζε από μας, από τα βόρεια προάστια μέχρι την Κερατσινιώτισσα Ρίτα Σακελλαρίου, η οποία με έπαιζε στα γόνατα της και με φώναζε «μελισσάκι» γιατί ήμουν ένα ξανθό παιδάκι. Το μαγαζί ενώ θα μπορούσε να εξελιχθεί σε franchise της εποχής, δεν ευδοκίμησε και αιτία ήταν και πάλι η αδιαφορία του πατέρα μου. «Που μυαλό για μαγαζί ο πατέρας σου;» μου έλεγε, «άσε που εκείνο το διάστημα έπαιζε σε μαγαζιά με τον Γιώργο Μητσάκη». Μεταξύ μας, χίλιες φορές τα μπουζούκια του Μητσάκη παρά τα κουβερτάδικα, αλλά κάπου κι η γυναίκα είχε τα δίκια της για να μπορέσουμε να ζήσουμε πιο άνετα οικονομικά.

Τη μάνα της μάνας μου, τη γιαγιά μου, τη λέγανε Ελένη και ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου. Πέθανε νέα, 71 ετών, το 1982. Μπορεί να ήμουν στα οχτώ τότε, αλλά σαν να τη βλέπω τώρα ολοζώντανη μπροστά μου. Ήταν η πρώτη συνειδητοποίηση της σκληρότητας του πένθους. Η μάνα μου είχε ζητήσει να μην την ενοχλήσουμε, κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρα και όλη τη νύχτα θρηνούσε γοερά τη δική της μάνα. Την επόμενη, έδειχνε καλά σαν να είχε ξεθυμάνει τελείως. Μέχρι και πριν λίγα χρόνια που επισκεφτήκαμε τον Βόλο και πέρασε έξω από το εγκαταλειμμένο και χορταριασμένο σπίτι που μεγάλωσε, πάταγε τα κλάματα, ενθυμούμενη τα νεανικά της χρόνια.

Το 2001 με δικά της χρήματα γύρισα το πρώτο ντοκιμαντέρ μου για τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Κι όταν δεν έκανα άλλη δουλειά, παρά μόνο ταξίδευα στα φεστιβάλ της Ευρώπης και της Τυνησίας, εκείνη ανέλαβε τη σκάλα της πολυκατοικίας. Έκανε την καθαρίστρια, αλλά μόνο όταν εγώ έλειπα για να μην το μάθαινα. Ήθελε να πηγαίνω παντού για να δείχνω τη δουλειά μου, να μη μου έλειπε τίποτα.

Την τελευταία δεκαπενταετία, είχε γυρίσει μαζί μου όλα τα θέατρα και τις μουσικές σκηνές. Το απολάμβανε σαν έφηβη, γιατί η ψυχή της ήταν εφηβική. Φτιαχνόταν, ντυνόταν, πότε για τον Νταλάρα και τον Κότσιρα και πότε για τη Βιτάλη και τη Γλυκερία. Άσε δε το Ηρώδειο, δεύτερο σπίτι της το’χε κάνει τα καλοκαίρια. Μια χρονιά ειδικά θα πρέπει να’χαμε δει μαζί τουλάχιστον τριάντα θεατρικές παραστάσεις. Σε μια απ’ αυτές, ένα λίγο «κουλό» εναλλακτικό έργο στο υπόγειο του Κακογιάννης, τη ρώτησα αν κατάλαβε τίποτα από τη σουρεαλιστική πλοκή του. «Δεν πειράζει, σημασία έχει που βγαίνω έξω και δεν κλείνομαι σπίτι» μου απάντησε.

Πριν από είκοσι μέρες, που έσπασε τον ώμο της και τραβούσε φρικτούς πόνους, την πήρα στο σπίτι μου. Είχα χαρεί πολύ, γιατί ο covid μου την είχε στερήσει για πολλούς μήνες. Αδύναμη να αυτοεξυπηρετηθεί, την έγδυνα, την κάθιζα σε μία καρέκλα στο μπάνιο, την έπλενα από πάνω μέχρι κάτω με το ντουζ και την έλουζα. Ύστερα της φόραγα ένα γουστόζικο άνετο φορεματάκι, που της είχε γαζώσει μέσα σ’ ένα βράδυ η Μαρίζα Κωχ, τη χτένιζα, της έβαζα nivea στο πρόσωπο και την ψέκαζα με κολόνια τριαντάφυλλο. Την ξεσκάτιζα κιόλας – ναι, δεν το κρύβω – όσο κι αν ντρεπόταν στην αρχή, μα έβλεπε που ως κι αυτό με ευχαριστούσε, επομένως σταμάτησε γρήγορα να ντρέπεται. Το ίδιο διάστημα, πρόσφατα δηλαδή, συνήθιζε να λέει τις εξής φράσεις: «Ήρθαμε – θα φύγουμε», «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που έζησα τόσο πολύ» και «Είμαι πολύ ευτυχισμένη που με περιποιούνται τόσο τα παιδιά μου». Διότι, ο άλλος μου αδερφός που ήταν επίσης πολύ κοντά της, είχε αναλάβει τα ιατρικά της, τα φάρμακα της στην ώρα τους και την ινσουλίνη της. Το ίδιο χαιρόταν και με τον μεγάλο μου αδερφό, που ναι μεν τον έβλεπε σπανιότερα, αλλά εκείνος καμάρωνε να την προσέχει και να την κρατάει απ’ το χέρι στο δρόμο. Γι’ αυτό ακριβώς, το πόσο την περιποιούνταν τα παιδιά της, μιλούσε συνέχεια στις φιλενάδες της από το τηλέφωνο.

Φιλενάδες της, απ’ τον δικό μου κύκλο, έμελλε να γίνουν η Μαρίζα Κωχ και η Λένα Πλάτωνος. Με τη Μαρίζα αποκαλούσαν η μία την άλλη «συμπεθέρα», ενώ με τη Λένα συζητούσαν πιο μεταφυσικά πράγματα. Αγαπούσε πολύ ακόμη τη Γιώτα Γιάννα, τον Παντελή Θεοχαρίδη που τον φιλοξενούσαμε τακτικά στο σπίτι μας όποτε ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη, τον Βασίλη Γισδάκη, τον Ηλία Λιούγκο και τον Στέλιο Βαμβακάρη με την Εβελίνα Αγγέλου, την Εβελίνα του. Μέσω εμού πάλι είχε γνωρίσει την θρυλική Δανάη Στρατηγοπούλου, αλλά και τη Μαίρη Λίντα. Τις φωτογραφίες που είχε βγάλει μαζί τους, τις είχε κορνίζα στο σπίτι της. Δεν θα ξεχάσω μια βραδιά που συναντήθηκε με τον Νίκο Κούνδουρο. Αυτός την πλησίασε και της είπε το εξής: «Είσαι το πιο ενδιαφέρον πλάσμα απ’ όλους» κι αμέσως μετά έσκυψε και τη φίλησε στο κεφάλι. Ύστερα έδειξε εμένα και τη ρώτησε: «Από σένα γεννήθηκε αυτός;» Και μετά: «Πάντα ευλογημένη να’σαι».

Τα τελευταία χρόνια έχανε τη μία φίλη της μετά την άλλη, κάτι λογικό και αναμενόμενο δεδομένης της ηλικίας τους. Είχε μια περίεργη σχέση με το θάνατο αυτή η γυναίκα. Δεν θρηνούσε ακριβώς, αν και λυπόταν. Μπορεί να έλεγε «Αχ, την καημένη» την τάδε, αλλά σαν να φαινόταν ότι είχε αποδεχτεί το αναπόφευκτο. Είπαμε, ήρθαμε – θα φύγουμε…Αυτό ήταν και ένα μάθημα για μένα, αφού μου απέδειξε πως δεν φοβόταν το θάνατο και πως ήξερε ότι σύντομα θα ασχολιόταν και μαζί της. Ναι, το καθίκι που γεμίζει πόνο τις ζωές των ανθρώπων!

Πιστεύω πως έτσι όπως τα έφερε η μοίρα, σαν να ήθελε η ίδια να εξοικειωθούμε με την οδυνηρή προοπτική της αναχώρησης της. «Έφυγε» πολύ γρήγορα, μα δεν ταλαιπωρήθηκε. Κυρίως έφυγε σε πλήρη διαύγεια για τα χρόνια της και με το μοναδικό της χιούμορ. Μια μέρα στο κρεβάτι του πόνου με σπασμένο το μηριαίο οστό της, άλλες δύο μέρες σ’ ένα θλιβερό δωμάτιο του ΚΑΤ με απαράδεκτες νοσηλεύτριες που πολύ θα ήθελα τώρα να τις χαστουκίσω μία – μία στη σειρά και άλλες δύο μέρες στην Εντατική ώσπου την πρόδωσε η τόσο γενναία, μα και λαβωμένη καρδιά της.

Ας πάει στο καλό. Η μορφή της, η φωνή της και το άγγιγμα της θα μου λείψουν. Η μνήμη της, όμως, δεν θα μ’ εγκαταλείψει ποτέ. Έστω κι αν ξέρω πως από δω και πέρα είμαι ουσιαστικά μόνος – κατάμονος στον κόσμο αυτό. Ας είμαι. Δεν με φοβάται, ξέρει καλά ποιος είναι ο κύκλος των ανθρώπων που με περιβάλλουν όλα αυτά τα χρόνια. Είναι, ρε γαμώτο όμως πολύ πικρό το ποτήριον τούτο. Σκέτο δηλητήριο. Προσπαθώ να βρω άμυνες για να μην τη στενοχωρήσω κατά την ανάληψη της στους ουρανούς. Γι’ αυτό και στην κηδεία της, στο νεκροταφείο του Σχιστού, της ετοιμάζω μεγάλο γλέντι. Κανονική συναυλία με τους μουσικούς που αγάπησε και την αγάπησαν. Η Γιώτα Γιάννα με τη φυσαρμόνικα της, ένα ποίημα του Λουδοβίκου των Ανωγείων, το «Άσ’ τα τα μαλλάκια σου», αγαπημένο της ελληνικό τραγούδι και ο Ζαχαρίας Καρούνης που θα ψάλλει τη νεκρώσιμη ακολουθία.

Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος μού είχε πει κάτι πολύ σοφό σε συνέντευξη του: «Η μάνα είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά και το πιο αδιάφορο για τους γύρω του». Συμφωνώ εν μέρει, διότι κάθε άνθρωπος είναι σημαντικός. Και η κυρία Ντίνα, η δικιά μου μάνα, ήταν αναμφισβήτητα ένας σημαντικός και καλότατος άνθρωπος. Ας μου δώσει κουράγιο και δύναμη το σύμπαν να αντέξω το δυσβάστακτο αυτό πένθος.

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

«Πάμε μπροστά. Αλέξη, έλα πάνω», ανέφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με αποδέκτη τον τέως αρχηγό του…