«Εχετε γεια, σπιτάκι με την πρόσοψη την κολωνάτη την καμαρωτή, από των γονιών μου τους ίσκιους πια στοιχειωμένο για πάντα σπίτι! Εχετε γεια περιβολάκι, που προς εσένα από την πίσω του όψη κοίταζε το σπίτι μας, κ’ εσύ, φεγγάρι…» γράφει το 1913 ο ποιητής, ανασυνθέτοντας από τις αμυδρές παιδικές αναμνήσεις και από αφηγήσεις την εικόνα και την ατμόσφαιρα του πατρικού σπιτιού, στο οποίο γεννήθηκε ένα απομεσήμερο Πέμπτης, στις δύο η ώρα, 13 του Γενάρη του 1859.
Ο ποιητής πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Ο γιος του Λέανδρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου δεν επιθυμούσε η κηδεία του πατέρα του να πάρει εθνοπατριωτική διάσταση, επειδή φοβόταν πως οι Ιταλικές αρχές κατοχής θα του στερούσαν το διαβατήριό του.
Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.