Αλέξανδρος Μπουρδούμης: «Δεν είναι βρώμικο το θέατρο, κάποιοι άνθρωποι είναι βρώμικοι»

Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης μιλάει για την Ελλάδα που είναι μια μεγάλη «Αυλή των Θαυμάτων» δίχως θαύματα, για το #metoo, για τον Κώστα Γαβρά, για το γεγονός της πατρότητας και για μία θεατρική πορεία 25 χρόνων

bourdoumis1
Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης είναι ένας απ’ τους πιο ενδιαφέροντες ηθοποιούς της νεότερης γενιάς. Ναι μεν έγινε ευρέως γνωστός από την τηλεόραση, η αλήθεια είναι όμως πως δεν σταμάτησε ούτε για μια στιγμή να υπηρετεί το θέατρο εδώ και 25 χρόνια. Σταθμοί στη ζωή του οι μεγάλοι καλλιτέχνες, με τους οποίους συμπορεύθηκε, η συμμετοχή του στην τελευταία ταινία του Κώστα Γαβρά και, φυσικά, η πατρότητα και η οικογένεια. Η μνήμη, επίσης, καθώς είναι ένας άνθρωπος που μπορεί ακόμη και να κλάψει, ενθυμούμενος τις ρίζες του. Επειδή ωστόσο είναι κι ένας απ’ τους πιο θαρραλέους καλλιτέχνες που δεν διστάζει να γίνει δυσάρεστος με κάποιες δημόσιες τοποθετήσεις του, από την κουβέντα μας δεν θα μπορούσαν ν’ απουσιάσουν η υπόθεση Λιγνάδη και το κίνημα του #metoo.
 
 
Έχω την εντύπωση ότι δουλεύετε πολύ αυτόν τον καιρό. Κάνω λάθος;
 
Ισχύει πράγματι. Την άλλη βδομάδα τελειώνω τα γυρίσματα της σειράς «Σ’ αγαπάω μ’ ένα λα» για το open, που είχαν ξεκινήσει από το καλοκαίρι, και παράλληλα τρέχουν οι παραστάσεις της «Αυλής των θαυμάτων» στο Μέγαρο Μουσικής. Ήμουν συνηθισμένος για πολλά χρόνια να κάνω πολλά μαζί, να είμαι στην τηλεόραση και στο θέατρο, αν και κάποιες φορές υπερέβαλα. Απ’ την άλλη ήρθε η πανδημία, άλλαξαν πολλά, αλλά και ο ερχομός του γιου μου, που άλλαξε το πρόγραμμα μου. Μπήκαν μέσα πια η οικογένεια και το παιδί και τώρα σκέφτομαι πως αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη κανονικότητα της πανδημίας, ίσως να μην απολάμβανα τον γιο μου όσο τον απήλαυσα και τον γνώρισα από μηδέν ημερών. Συνδέθηκα με το παιδί μου και το ότι δεν δούλευα πολύ την τελευταία διετία, με έκανε να σκέφτομαι λίγο διαφορετικά.
 
Όταν ακούτε τη λέξη «κανονικότητα», τι σας έρχεται στο νου;
 
Είναι μια καραμέλα που αναμασάμε. Κι εγώ έκανα μόλις το λάθος! Είναι αντίθετη η έννοια της, αφού μέσα στην κανονικότητα των ανθρώπων της δικής μου γενιάς, ζήσαμε σ’ ένα πολύ μεγάλο ροζ συννεφάκι και πιστεύαμε πως κάπως έτσι θα πορευόμασταν. Εγώ έζησα έντονα την πρώτη νιότη μου τη δεκαετία του ’90 που ήταν μία εντελώς άλλη κανονικότητα. Από την κρίση του 2010-11 και μετά, ήρθαν έτσι τα πράγματα που έχουμε φάει απανωτές σφαλιάρες και μπορούμε να εντάξουμε το τότε σ’ αυτό που ζούμε τώρα με τη δική μας κανονικότητα. Η κανονικότητα έχει να κάνει με το πως θέλουμε να ζούμε, πως θέλουμε να υπάρχουμε στη ζωή κι εγώ δεν είμαι πια 20, ούτε 25 ετών. Έχω άλλες επιθυμίες και άλλους στόχους στη ζωή μου. Δεν ξέρω αν έγινα πιο ώριμος, πάντως το χειρόφρενο που τραβήχτηκε, εμένα με έκανε να εμβαθύνω και να σταματήσω ν’ ασχολούμαι με τα γύρω – γύρω, με το τι θέλουν ή τι λένε οι άλλοι. Γενικώς, όχι μόνο στο επάγγελμα μου. Κουβαλούσα πάντα ένα άγχος, απ’ το αν αρέσω στη μάνα μου και στον πατέρα μου ή αν κάνω σωστή επιλογή κάθε φορά. Η ψυχοθεραπεία με βοήθησε πολύ πάνω σ’ αυτό.
 
Γιατί τόσο ενοχικός;
 
Κουβαλούσα πολλά πράγματα, που πάντα σχετίζονται με την οικογένεια, στην οποία μεγαλώνει κανείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι που σε μεγάλωσαν είχαν πρόθεση να σε γεμίσουν ενοχές, γιατί κι εκείνες οι γενιές είχαν άλλα προβλήματα. Το θέμα είναι πως εγώ θα καταφέρω ως πατέρας πλέον να συνδεθώ καλύτερα με την οικογένεια. Είναι πολύ σημαντικό το πώς με συνδεόμαστε με τους φίλους μας, τη γυναίκα μας, τον άντρα μας, τον σύντροφο μας, πόσο μάλλον με το ίδιο μας το παιδί.
 
Καταλαβαίνω πόσο πολύ σας άλλαξε η πατρότητα.
 
Απ’ τη στιγμή που έρχεται ένας άνθρωπος στη ζωή, έχεις την ευθύνη του, εκτός αν είσαι τελείως ανεύθυνο άτομο ή δεν είχες καθόλου την επιλογή να κάνεις ένα παιδί. Καλό είναι τότε να μη γίνεσαι γονιός. Εμάς προέκυψε σχετικά γρήγορα: Με τη Λένα γνωριζόμασταν μόνο εννιά μήνες, αλλά ήμασταν δυο άνθρωποι αρκετά ώριμοι και ευχαριστηθήκαμε αυτό το δώρο. Σκέψου ότι στην πρώτη καραντίνα η Λένα ήταν έγκυος κι εγώ σκέφτομαι τώρα να γράψω ένα βιβλίο για το πως είναι να ζεις την εγκυμοσύνη, την επιλοχία και την πατρότητα μέσα σε απανωτές καραντίνες. Πώς είναι να κολλάει επίσης κορονοϊό ολόκληρη η οικογένεια, τέτοια ωραία πράγματα.
 
 
Ξεκινήσατε την καριέρα σας με ένα μιούζικαλ, το «Grease», και 26 χρόνια μετά παίζετε πάλι σ’ ένα μιούζικαλ στο Μέγαρο Μουσικής.
 
(γελάει) Έχω μια περίεργη διαδρομή, δεν ανήκα ποτέ σε κάποιο καλλιτεχνικό λόμπι, είμαι λίγο μισθοφόρος. Έπαιξα στο Εθνικό Θέατρο, στο ελεύθερο θέατρο, στο Τέχνης, σε πολλές παραστάσεις στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο, στο Μέγαρο, με κρατικούς οργανισμούς, σε μικρά θέατρα, σε μεγάλα θέατρα, σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο, και όλα αυτά με οδήγησαν εκεί που με οδήγησαν. Ενώ τελείωσα το Θέατρο Τέχνης, είναι λίγο οξύμωρο το ότι ξεκίνησα με το «Grease». Τα παιδιά της γενιάς μου σίγουρα δεν θ’ ακολουθούσαν εύκολα αυτή την επιλογή. Τότε γίνονταν πάρα πολλές οντισιόν κι εγώ ήμουν ένα παιδί που ψαχνόμουν. Με διάλεξαν οι Άγγλοι που έκαναν εκείνο το ανέβασμα του «Grease» στο «Βέμπο» κι έτσι υπηρέτησα κι αυτό το είδος του μιούζικαλ ή του μουσικού θεάτρου. Πολύ απαιτητικό, δύσκολο, αν και παρεξηγημένο είδος. Πιστεύω, έχοντας σήμερα τόσους καλούς νέους ηθοποιούς, πως ανεβάσαμε ψηλά τον πήχη, ασχολούμενοι τότε με το μιούζικαλ. Το «Grease» ήταν ένα καθαρόαιμο χορευτικό μιούζικαλ που έπαιζα, χόρευα και τραγουδούσα.
 
Στην «Αυλή των θαυμάτων», πάντως, δεν τα κάνετε αυτά, παρότι μιούζικαλ.
 
Δεν είμαι πια 21 ετών, ένα ανάλαφρο αγοράκι που αλώνιζε τη σκηνή τότε με ροκ εν ρολ ρυθμούς. Όπως διαπιστώνει κανείς, όμως, έχω το ρυθμό μέσα μου, αφού γεννήθηκα κιόλας με ρυθμό. Εννοώ ότι στο σπίτι ακούγαμε πολλή μουσική, ξένη κυρίως, γιατί ο πατέρας μου είχε ζήσει για χρόνια στη Νότια Αμερική. Είχα μια θεία γνωστή χορεύτρια, τη Λουίζα Μελίντα, μια σταρ της εποχής της, που ήταν χορευτικό δίδυμο με τον Τάκη Σαγιόρ. Πήγαινα και την έβλεπα στις επιθεωρήσεις που έκανε τα νούμερα της. Αυτό πέρασε σαν εικόνα και σαν αίσθηση μέσα μου κι ενώ δεν σπούδασα χορό ή τραγούδι, κάπως τα κουβαλούσα και φανερώθηκαν τελικά στη δουλειά μου.
 
Είστε εξαιρετικά τολμηρός στον δημόσιο λόγο σας, στα social media κυρίως. Έχετε εισπράξει τα απόνερα αυτής της παρρησίας;
 
Σίγουρα ναι, υπάρχει αντίλογος κι αντίκτυπος σ’ αυτά που λες και παίρνεις θέση. Πλέον αυτό είναι το ζητούμενο, νομίζω. Είναι πολύ καλύτερο απ’ το να μην υπάρχει καθόλου δράση και αντίδραση. Θα ήταν πολύ πιο ύποπτο και επικίνδυνο. Κάποιος που έχει μια αντίθετη ή διαφορετική άποψη από σένα, είναι κι αυτό μια θέση τουλάχιστον. Προτιμώ να είμαι στις επάλξεις και αφορμή ήταν το #metoo κίνημα. Εμείς το έχουμε ζήσει και το ζούμε οικογενειακώς και μου δόθηκε η αφορμή να μιλήσω κι εγώ και να πω την άποψη μου, εισπράττοντας έναν αντίλογο. Σίγουρα επίσης δεν έγινα και τόσο αρεστός με κάποια πράγματα που είπα. Το πρώτο διάστημα ήμουν πολύ παρορμητικός, ίσως γιατί κουβαλούσα πολλές σκέψεις που ξαναβγήκαν μπροστά και μ’ έκαναν να πάρω θέση για πρόσωπα και καταστάσεις. Υπάρχει ένα τίμημα για όλο αυτό, δεν είναι κάτι απλό. Ξέρεις ότι αυτούς τους ανθρώπους θα τους συναντήσεις αύριο – μεθαύριο και θα τους βρεις απέναντι σου στη δουλειά.
 
Το τίμημα είναι να βγαίνουν άνθρωποι της γενιάς σας και να παίρνουν θέση πολύ πιο θαρραλέα απ’ ότι μεγαλύτεροι σας καλλιτέχνες, οι οποίοι κάθονται στο βάθρο τους και δεν δίνουν δυάρα για τίποτα.
 
Το κομμάτι της θαρραλέας έκφρασης το οφείλουμε σαν γενιά. Συναντιέμαι με πολλά νέα παιδιά που παίρνουν θάρρος, όχι μόνο στο θέατρο. Πρόσφατα διάβασα τις καταγγελίες δεκατριών μαθητριών για τους καθηγητές τους. Είναι ένα παράδειγμα αυτό του τύπου «Παιδιά, είμαστε κι εμείς εδώ, μπορούμε να μιλήσουμε». Και δεν αφορά μόνο το #metoo, αλλά και το εργασιακό κομμάτι, το οτιδήποτε. Έχουμε το εργαλείο που λέγεται κοινωνικά δίκτυα, που τα κατακρίνουμε πολλές φορές και σωστά μάλλον, αλλά βοηθάει πολύ. Οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες, που είπατε, είναι πολύ δύσκολο, έχοντας γαλουχηθεί με κακοποιητικές συμπεριφορές, να ξεκουνηθούν και να μιλήσουν. Ακόμη και η δική μου γενιά είναι κακοποιημένη. Κι εμείς τρώγαμε τασάκια στο Θέατρο Τέχνης – τα πρόλαβα αυτά – κι εμείς τρώγαμε bullying. Όταν το ζεις στο πετσί σου, είναι πολύ δύσκολο να πεις «Παιδιά, ως εδώ» και πόσο μάλλον όταν θα έχεις να αντιμετωπίσεις τον οποιοδήποτε με την αντίθετη άποψη, ο οποίος θα μπει σε μια γκρίζα ζώνη για ανθρώπους που κατηγορούνται. Εγώ πλέον είμαι σε μια ηλικία που δεν έχω να φοβηθώ ή να χαραμίσω κάτι. Είμαι λίγο πιο πίσω στα χαρακώματα, συγκριτικά με την αρχή του #metoo, γιατί τα πράγματα για το θέατρο μπήκαν σε μια τελική ευθεία.
 
 
Τι μέλλει γενέσθαι με την υπόθεση Λιγνάδη; Είδαμε τον Κούγια να επιχειρηματολογεί περί «τρίτου φύλου» κλπ.
 
Αυτού του είδους οι υπερασπίσεις είναι γνωστές. Να μην ξεχάσουμε τους καταδικασθέντες δολοφόνους του Γρηγορόπουλου, που πάλι είχαμε την περίπτωση Κούγια. Υπάρχει σπίλωση και τραμπουκισμός, αλλά είμαστε σε μιαν εποχή που δεν μας ακουμπάει πια όλο αυτό ή δεν ακουμπάει – αν θέλετε – τα ίδια τα θύματα. Η εποχή έχει αλλάξει και κάποιοι δεν το έχουν καταλάβει! Αυτό φαίνεται μέχρι και στην τηλεόραση. Τον τελευταίο χρόνο βλέπουμε αυτές τις καθημερινές εκπομπές, που πηγαίναμε και που πηγαίνουμε κι εμείς κι είμαστε χαχαχα και χουχουχου, να κατανοούν πως η κοινωνία θέλει κάτι άλλο. Για την υπόθεση Λιγνάδη θα δούμε τι θα γίνει και πρέπει όλοι να είμαστε επί ποδός για το τι συμβαίνει. Αυτό που διαφαίνεται τούτη τη στιγμή είναι η ύπαρξη μίας συνθήκης που θέλει να μας πει ότι κι αυτοί οι άνθρωποι είναι καημένοι, ψυχολογικά άρρωστοι ή και ότι είναι μεγάλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες. Φαντάζομαι πως άνθρωποι που μπορεί να βίασαν ή να σκότωσαν και ήταν φουρνάρηδες ή μπακάληδες, δεν ήταν σημαντικοί αυτοί; Όταν ο πιλότος σκότωσε με τόσο ειδεχθή τρόπο τη γυναίκα του, βγήκε να πει κανείς πόσο σπουδαίος πιλότος ήταν; Δεν μας αφορά το πράγμα και δεν πρέπει να μας αφορά! Μας αφορά μόνο η ουσία της υπόθεσης και πάνω απ’ όλα μας αφορούν τα θύματα. Το πότε συνάντησε κάποιος έναν απ’ τους κατηγορούμενους και τι είδους σχέση είχαν, δεν είναι της παρούσης και για μένα συνήθως κρύβει κάτι.
 
Αναφέρεστε στην περίπτωση του Σάκη Ρουβά, φαντάζομαι.
 
Μάλιστα. Στην περίεργη τοποθέτηση του Ρουβά, ακούστηκε το ότι ένας ναρκομανής είναι το ίδιο με έναν παιδόφιλο ή βιαστή. Αν κάτσει και παρατηρήσει κάποιος τα λεγόμενα του Ρουβά, θα δει ότι είπε το εξής επί λέξει: «Τρόμαξα και φοβήθηκα όταν έμαθα ότι κατηγορείται ο Λιγνάδης». Επειδή είμαι ένας άνθρωπος που κάνω πολλά χρόνια τη δουλειά αυτή, έχω μάθει να αποκωδικοποιώ και να κωδικοποιώ ανθρώπους, να μπαίνω στους χαρακτήρες. Όταν, λοιπόν, ένας άνθρωπος λέει ότι τρόμαξε και φοβήθηκε, προξενεί μεγάλη εντύπωση. Να πεις ότι στενοχωρήθηκες, ότι απόρησες, ΟΚ, το καταλαβαίνω, γιατί είναι για έναν άνθρωπο που γνωρίζεις. Αν εσείς μαθαίνατε για μένα ότι κάνω εκείνο και τ’ άλλο, δεν θα απορούσατε, δεν θα λέγατε «Μα πως;» Ο Ρουβάς μιλούσε για έναν άλλον που τον συναναστρεφόταν, πήγαινε σπίτι του, ας πούμε, έβγαιναν έξω, συζητούσαν…Το να πει ότι τρόμαξε και φοβήθηκε, μου φάνηκε πολύ περίεργο. Και γιατί κάποιος να τρομάξει; Τι έχει να φοβηθεί;
 
Ίσως ήταν μια φράση αψυχολόγητη που δείχνει και το μέγεθος της αφέλειας του.
 
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να αποδώσουμε αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Το να υπάρχει μια καυτή πατάτα και να βλέπουμε κι άλλους ανθρώπους απ’ το θέατρο να υπερασπίζονται μ’ έναν τρόπο τους κατηγορούμενους, με κάποια ανεπαρκή επιχειρήματα – για να μην πω τίποτα άλλο – δεν έχει να κάνει με αφέλεια. Δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα νέο άνθρωπο που τα έχασε πάνω στον ειρμό της σκέψης του και μπερδεύτηκε. Άσε που τις περισσότερες φορές δεν βλέπουμε μια ειλικρινή μετάνοια ή μεταμέλεια του στυλ «Παιδιά, ναι, αυτό που είπα ήταν τελικά λάθος και το παραδέχομαι». Απ’ τη στιγμή, όμως, που δεν παραδέχεσαι το λάθος σου, συνεχίζεις να το υποστηρίζεις και όλες οι δευτερολογίες και τριτολογίες είναι απλά για να λέγονται. Λυπάμαι που δεν έχουν ανοιχτεί κι άλλα μέτωπα, όπως στη δημοσιογραφία και σ’ άλλους χώρους. Τα τελευταία χρόνια συναντάμε με τη γυναίκα μου ανθρώπους που δουλεύουν σε σούπερ μάρκετ μέχρι σε μεγάλες εταιρείες. Λένε ειδικά στη γυναίκα μου: «Μας δώσατε κουράγιο! Είστε πρότυπα! Μας δώσατε την ευκαιρία να βγούμε κι εμείς μπροστά και είναι υποχρέωση μας να μιλήσουμε, να καταγγείλουμε»! Θα αργήσει, θα μας πάρει χρόνο, αλλά μακάρι όλα αυτά να τα διαβάσει η γενιά του γιου μου και να λένε ότι «αυτοί έδωσαν την εκκίνηση, ας πάρουμε εμείς τη σκυτάλη τώρα».
 
Ειδικά με τον Λιγνάδη, πάντως, η όλη ιστορία δεν αφορά μόνο την κοινωνία, αλλά και μιαν ολόκληρη πολιτιστική κυβερνητική διαχείριση.
 
Δεν θέλω να κάνω τον δημόσιο κατήγορο και μπορώ να δεχτώ ότι, πράγματι, εξαπατήθηκαν. Δεν μπορεί, όμως, ένας άνθρωπος που έχει τη θέση του Υπουργού Πολιτισμού, να μην ψάχνει ακόμη και μία φήμη. Κι αν δε θέλει να ψάξει ο ίδιος, πρέπει να έχει ανθρώπους που θα τον βοηθήσουν, άρα κι εκεί τα πράγματα είναι περίεργα και ύποπτα. Στις φήμες, οφείλεις να προστατεύσεις μια δημόσια θέση, διότι δεν μιλάμε για ποδοσφαιρική ομάδα που πήρε έναν λάθος προπονητή. Εδώ είναι άλλα τα μέτρα και τα σταθμά και ο Λιγνάδης, απ’ ότι διαφαίνεται, είχε διασυνδέσεις με ανώτερα πολιτικά κλιμάκια. Δεν μπορεί ακόμη να μη γνώριζε ότι ο Λιγνάδης είχε αποπεμφθεί από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου από τον τότε διευθυντή της σχολής, Κώστα Γεωργουσόπουλο…Υπάρχουν γεγονότα! Μάθαμε, π.χ., ότι η πρώτη κατηγορία του, αυτή με τα δακτυλικά αποτυπώματα, πήγαινε πίσω στο 1983 και στο ’84. Λες «Κάτσε, εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο που έχει διαγράψει μία πορεία. Τι συμβαίνει;» Είναι δύσκολο να είσαι σ’ αυτό το χώρο και να βασίζεσαι μόνο σε φήμες, δεν μπορώ να πάρω την ευθύνη. Οφείλει όμως η μαχητική δημοσιογραφία να βγει μπροστά και δόξα τω θεώ έχουμε μαχόμενους δημοσιογράφους. Το ίδιο πρέπει να ψαχτούν και οι δημόσιοι λειτουργοί, γιατί όταν τα πράγματα βρίσκονται σ’ ένα καίριο σημείο και ανοίξει ακόμη μία κερκόπορτα, δεν ξέρουμε τι άλλο μπορεί να αποκαλυφθεί. Ξαφνικά μπορεί να βρεθούμε στον Καιάδα. Βλέπουμε ανθρώπους που είπαν στην αρχή: «Κοίτα, ρε, το θέατρο, ένα μεγάλο κρεβάτι είναι! Καλά που τα μάθαμε, που ήθελε η κόρη μου να γινόταν θεατρίνα»! Ρώτησε μία κυρία τη γυναίκα μου: «Η κόρη μου είναι όμορφη, ταλαντούχα, της λένε όλοι να γίνει ηθοποιός, αλλά εγώ τρέμω μ’ αυτά που ακούω». Της απάντησε η γυναίκα μου: «Κυρία μου, ο κόσμος του θεάτρου είναι ο πιο μαγικός κόσμος που μπορεί να υπάρξει κάποιος». Ισχύει! Το θέατρο δεν είναι βρώμικο, κάποιοι άνθρωποι είναι βρώμικοι! Εγώ καθημερινά συνδιαλέγομαι με σκηνοθέτες, σκηνογράφους, ενδυματολόγους, χορογράφους, είναι μια μαγεία όλο αυτό! Όχι, το θέατρο είναι ο πιο καθαρός χώρος, τελεία και παύλα!
 
Γίνατε ευρέως γνωστός μέσα από την τηλεόραση, αν και είστε πραγματικός εργάτης του θεάτρου.
 
Κάνω θέατρο ασταμάτητα 25 χρόνια και νιώθω τυχερός που γνώρισα και έπαιξα δίπλα σε τεράστια ονόματα. Μέσα σ’ όλο αυτό, ήρθε και η τηλεόραση. Το θέατρο δεν το αφήνω και ελπίζω να μη μ’ αφήσει κι αυτό.
 
Υπάρχει ρατσισμός απέναντι στους τηλεοπτικούς ηθοποιούς;
 
Αν όχι ρατσισμός, υπάρχει διαχωρισμός. Τα τελευταία δυο χρόνια αρχίζει και αμβλύνεται το πράγμα. Στο εξωτερικό, όταν ένας ηθοποιός κάνει καλά τη δουλειά του, ακόμη και σ’ ένα μέσο λαϊκής εμβέλειας, τον αξιοποιούν, τον εκμεταλλεύονται. Νομίζω πως η «Αυλή των θαυμάτων», που είναι μια δυνατή παράσταση, φέρνει και κάτι καινούργιο πέρα απ’ την ανάγνωση του έργου του Καμπανέλλη απ’ τον Χρήστο Σουγάρη. Το γεγονός συνύπαρξης τόσων διαφορετικών καλλιτεχνών, από τον Στέφανο Κορκολή μέχρι τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, αλλά και τους ηθοποιούς μεταξύ τους, δείχνει πως όλοι είναι ενωμένοι για να υπηρετήσουν το όραμα ενός σκηνοθέτη. Μακάρι και άλλοι άνθρωποι του λεγόμενου «ποιοτικού» θεάτρου να το σκεφτούν καλύτερα και να καλέσουν πρωταγωνιστές μιας πιο ευρείας αποδοχής για να τους δώσουν διανομή στο θέατρο. Καλώς και ευτυχώς έγινε που βλέπουμε ηθοποιούς του θεάτρου να παίζουν πια στην τηλεόραση. Πολλές φορές το έλεγα για χρόνια σε σκηνοθέτες και σε casting directors: «Χρησιμοποιήστε αυτούς τους ηθοποιούς, είναι άξιοι άνθρωποι, μη μένουμε στους ίδιους και τους ίδιους». Αποδείχτηκε τρανά αυτό τελικά.
 
 
Πως είναι να υποδύεσαι τον Αλέξη Τσίπρα σε μία κινηματογραφική ταινία δια χειρός Κώστα Γαβρά;
 
Υπέροχο! (γέλια) Μακάρι να παίξω και τον Καραμανλή σε ταινία του Γαβρά! Είμαι τυχερός που συνάντησα τον Κώστα – γιατί έτσι θέλει να τον λέμε – όχι μόνο με αφορμή την ταινία, αλλά επειδή μου έδωσε αξιοκρατικά αυτή την ευκαιρία, περνώντας δηλαδή απ’ όλα τα κάστινγκ του. Κι εκεί απέδειξα πως αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης είχε την τόλμη να πει: «Ναι, θα πάρω τον Μπουρδούμη που είναι γνωστός από την τηλεόραση. Τον είδα, μου έκανε, τον επέλεξα κι αυτή τη στιγμή είναι το πρόσωπο που θέλω για τη δουλειά μου». Ο ίδιος μου έλεγε στα γυρίσματα πως τον έπιασαν και του είπαν «Μα ο Μπουρδούμης είναι τηλεοπτικός, πως τον διάλεξες;» Τους απαντούσε «Κάνει για το ρόλο, αυτόν είχα στο κεφάλι μου». Και όταν ένας σκηνοθέτης σε κάνει να νιώθεις έτσι, δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Μπορείς κι εσύ να κάνεις παπάδες μαζί του.
 
Κρατήσατε επαφές με τον Γαβρά, επικοινωνείτε;
 
Βέβαια, μιλάμε και μ’ αυτόν και με την υπέροχη Μισέλ, τη γυναίκα του και το alter ego του κυριολεκτικά. Είναι χαρά να μιλάς μαζί τους. Το περασμένο καλοκαίρι δεν καταφέραμε να βρεθούμε λόγω κορονοϊού. Δεν κατάφερε να έρθει στο σπίτι τους στη Τζιά. Είναι ένας συγκλονιστικός άνθρωπος κι εγώ πάρα πολύ τυχερός που βρέθηκα στην ταινία του. Είναι από τα δύο – τρία πράγματα που όταν περάσουν τα χρόνια, θα λέω «Ναι, ρε γαμώτο, έκανα αυτό, δεν έπαιξα απλά ένα ρόλο σε ακόμη μία δουλειά». Συναντήθηκα μ’ έναν Τιτάνα, όχι μόνο σκηνοθέτη, αλλά και άνθρωπο. Τιτάνας στην ψυχή είναι ο Γαβράς κι αυτοί οι άνθρωποι είναι καλοί στη δουλειά τους γι’ αυτό ακριβώς. Δεν έχουν τίποτα ν’ αποδείξουν. Σπουδαίο μάθημα! Ήμουν πολύ τυχερός που έπαιξα με τον Θανάση Βέγγο στα 22 μου στην Επίδαυρο, στους «Αχαρνής» του Μιχαηλίδη. Έβλεπα τον άνθρωπο αυτό κι έλεγα «Σοβαρά τώρα; Ο Βέγγος είναι δυνατόν να’ναι τόσο ταπεινός; Κι εσύ είσαι πολύ μικρός για να κάνεις ντιβισμούς. Ότι τι; Σε έμαθε ο περιπτεράς σου και σου μιλάει διαφορετικά τώρα;» Διότι ο περιπτεράς όταν μ’ έβλεπε πιτσιρικά στα Εξάρχεια που έμενα, σχολίαζε «Άντε, ρε, ηθοποιός και χασούρα»…Ξαφνικά, όταν μ’ έβλεπε στα εξώφυλλα των περιοδικών που πουλούσε, άλλαξε στάση απέναντι μου. Κάνουμε αυτή τη δουλειά, είμαστε πολύ τυχεροί που την κάνουμε και το χαιρόμαστε, αλλά δεν είμαστε ούτε γιατροί, ούτε θα σώσουμε τον κόσμο. Ίσως μπορούμε να τον ταξιδέψουμε. Αυτό μόνο.
 
Τελικά, κύριε Μπουρδούμη, η «Αυλή των Θαυμάτων» του Καμπανέλλη είναι σαν τη σημερινή Ελλάδα;
 
Το έργο γράφτηκε το 1957, έχουν περάσει 65 χρόνια και είναι σαν την Ελλάδα του πατέρα μου, που έφυγε 11 ετών αγοράκι από την Ελλάδα. Τον πήρε ο παππούς με τη γιαγιά και τις αδερφές του, μπήκαν σ’ ένα πλοίο και…(δακρύζει) Το λέω και συγκινούμαι! Ο Μπάμπης που κάνω στο έργο, ονειρεύεται να φύγει για την Αυστραλία. Ο παππούς, λοιπόν, είχε πάρει ένα γράμμα από φίλο του στη μακρινή Βραζιλία: «Σταμάτη, έλα δω, έχει δουλειά. Φύγε από την Ελλάδα που δεν έχει τίποτα». Έχει αλλάξει κάτι μετά από τόσα χρόνια; Τίποτα…(κλαίει) Πάλι φεύγουν οι άνθρωποι, ματώνουν, αφήνουν πίσω τους φίλους, τις οικογένειες τους, αφήνουν ακόμη και τα παιδιά τους. Εκεί λες: «Κοίτα να δεις, έφτασα στο σημείο να υποδυθώ τον Μπάμπη». Αισθάνομαι ώρες – ώρες σαν τον παππού μου. Και για να απαντήσω στην ερώτηση σας, είμαστε μια αυλή των θαυμάτων και δεν γίνεται ούτε ένα μικρούλι θαύμα, όπως λέει στους στίχους του ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Μακάρι οι νέες γενιές να φέρουν έστω ένα μικρούλι θαύμα για τη ζωή τους. Κι εμείς να τους βοηθήσουμε.
 

Μαζική δηλητηρίαση προστατευόμενων ειδών-Νεκρά 47 ζώα από δηλητηριασμένα δολώματα

εβρος

Μαζική δηλητηρίαση προστατευόμενων ειδών-Νεκρά 47 ζώα από δηλητηριασμένα δολώματα

Ένα πολύ σοβαρό περιστατικό έρχεται να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των περιστατικών παράνομης χρήσης δηλητηριασμένων…

Ρέντη: Οι σχέσεις της εγκληματικής οργάνωσης της «Θύρας 7» με τον επίσημο Ολυμπιακό!

ΡΕΝΤΗ ΓΑΔΑ ΟΠΑΔΟΙ

Ρέντη: Οι σχέσεις της εγκληματικής οργάνωσης της «Θύρας 7» με τον επίσημο Ολυμπιακό!

Εντυπωσιακά στοιχεία που δημιουργούν βάσιμες ενδείξεις για σχέσεις των οργανωμένων χούλιγκανς της Θύρας 7 με…