Άγγελος Θεοδωράκης Παπαγγελίδης: «Είμαι τυχερός που μπορώ να δίνω να ακούει τη μουσική μου ένα τέτοιο μέγεθος»

Ο, αφοπλιστικά ειλικρινής, Άγγελος Θεοδωράκης Παπαγγελίδης στην πρώτη του μεγάλη συνέντευξη μιλάει για το άλμπουμ του, «Angelo' s Bookstore». Και όχι μόνο!

1 13
Ο 33χρονος Άγγελος Θεοδωράκης Παπαγγελίδης είναι ο δεύτερος κατά σειρά γιος της Μαργαρίτας Θεοδωράκη και εγγονός του Μίκη. Παρόλο που και άλλα από τα αδέρφια του ασχολήθηκαν με τη μουσική, είναι ο πρώτος που εκδίδει έναν ολοκληρωμένο κύκλο τραγουδιών σε δικούς του στίχους, μουσική και ερμηνεία. Το άλμπουμ «Angelo’s Bookstore» μόλις κυκλοφόρησε από τον ανεξάρτητο «Καθρέφτη» και μάλλον δεν έχει καμία σχέση με τη θρυλική εργογραφία του παππού του: Μια σειρά αγγλόφωνων τραγουδιών που χρωστούν πολλά στους Beatles και το λεγόμενο indie rock ιδίωμα από έναν νέο άνθρωπο, που όπως λέει κι ο ίδιος, ζει σε μιαν άλλη εποχή απ’ αυτή του Μίκη, δίχως δηλαδή Θούριους, τεράστιους ποιητές και επαναστάσεις. Στην πρώτη του μεγάλη συνέντευξη ο Άγγελος μιλάει έξω απ’ τα δόντια σαν ένα παραπονιάρικο παιδί που ποτέ του δεν μεγάλωσε, συνθήκη που ισχύει και για την ίδια του τη μάνα. Μας φανερώνει τελικά πως το να είσαι επίδοξος συνθέτης και να φέρεις το όνομα του πιο διάσημου Έλληνα, όχι μόνο δεν ανοίγει πόρτες, αλλά αντίθετα τις κλείνει ερμητικά. Μένουν μόνο τα καινούργια τραγούδια και η αναζήτηση της προσωπικής καλλιτεχνικής έκφρασης. 
 
 
Άγγελε, πως είναι να είσαι εγγονός του Μίκη Θεοδωράκη;
 
Απ’ τη μία είναι πολύ απλό, εμένα δηλαδή είναι ο παππούς μου, αλλά καθόλου εύκολο να το αντιμετωπίσεις. Ανέκαθεν η σχέση ήταν μακρινή, έβλεπες έναν μύθο και δεν ήξερες πως να τον πλησιάσεις.
 
Ακόμη κι εσύ που είσαι παιδί του παιδιού του.
 
Ακόμη κι εγώ που είμαι στα 33 μου σήμερα! Αυτό οφείλεται στον ίδιο πρώτα απ’ όλα, που μια ζωή ήταν βυθισμένος στο έργο του και δούλευε στο γραφείο του. Ποτέ δεν υπήρξε ο κλασικός παππούς. Τεράστιο σεβασμό πάντα του είχα, να τον κοιτάζω και να λέω πως θέλω να του μοιάσω. Αναφέρομαι στο ήθος του, γιατί ποτέ δεν σκεφτόμουν τη μουσική.
 
Φέρεις, πάντως, το όνομα του δίπλα στο πατρώνυμο σου, το «Παπαγγελίδης».
 
Βέβαια το φέρω, αν και είναι βαρύ φορτίο σαν όνομα. Δεν το κρύβω, καθώς είναι ευλογία και κατάρα συγχρόνως. Ξέρεις, συχνά μπορεί να λειτουργεί περισσότερο αρνητικά παρά θετικά.
 
Ελλοχεύει ο κίνδυνος να μένεις κάτω από τη σκιά του παππού δηλαδή, όπως ίσχυε και για τον γιο του, τον θείο σου τον Γιώργο, έναν εξαιρετικό – για μένα – μουσικό;
 
Αυτό δεν το ένιωσα ποτέ, γιατί ο τρόπος που ενδιαφέρει εμένα να λειτουργήσω ως μουσικός είναι εντελώς προσωπικός. Ηχητικά έχω πιο μεγάλη σχέση με τον θείο μου, με τον οποίο ξεκίνησα να δουλεύω. Ο πρώτος, βέβαια, που με παρότρυνε να μπω στο στούντιο και να επεξεργαστώ κάποια ορχηστρικά κομμάτια μου ήταν ο ξάδερφος της μάνας μου, ο άλλος Γιώργος, ο γιος του Γιάννη Θεοδωράκη. Εγώ σπούδασα την κλασική κιθάρα μέχρι πρώτη ανωτέρα κι άρχισα να πιάνω τις πρώτες μου ιδέες μ’ αυτήν ως βάση. Πήγαινα στο ωδείο «Ορφείο» στα Εξάρχεια με δάσκαλο τον Ηλιόπουλο, έναν καταπληκτικό άνθρωπο και καθηγητή, που περάσαμε πάρα πολλές ώρες μαζί. Σαν πατέρας μου, ένα πράγμα, ήταν.
 
Από μικρή ηλικία είχες μουσικές ιδέες;
 
Ναι, αλλά χωρίς να τις μαζεύω, να έχω δηλαδή ένα υλικό. Μου ερχόταν μια μελωδία, έψαχνα μια κασέτα να την ηχογραφήσω, αλλά δεν μ’ ενδιέφερε ιδιαίτερα. Όταν απέκτησα αργότερα κινητό, άρχισα μέσα εκεί να γράφω μουσικές κι ακόμη το κάνω. Πολύ κακή φάση, γιατί έχω χάσει έτσι πολλές μουσικές. Καλό είναι πλέον να έχεις back up σε οτιδήποτε κάνεις.
 
Μίλησε μου λίγο για τον άλλο θείο σου, τον γιο του Γιάννη Θεοδωράκη.
 
Είναι μουσικός και συνθέτης κι αυτός, γράφει δικά του τραγούδια εδώ και πολλά χρόνια, αλλά σαν προφίλ μου θυμίζει τον Γιώργο, τον αδερφό της μάνας μου. Είναι δηλαδή πολύ χαμηλών τόνων και κάπως στην απ’ έξω, του αρέσει να κρύβεται. Ακόμη κι εγώ τον πίεζα να βγάλει κάποιο τραγούδι του.
 
Είναι αυτό που σου έλεγα πριν: Όταν είσαι στενός συγγενής του Μίκη και μουσικός, λες «τι να βγάλω τώρα και πως να συγκριθώ εγώ με το Ιερό Τέρας»;
 
Σίγουρα είναι έτσι. Εγώ πάντα ήθελα να δουλέψω εδώ πέρα με τον Γιώργο, τον γιο του Μίκη, αλλά περίμενα να με καλέσει, δεν ήθελα να του πω «Θείε, έχω κομμάτια να ηχογραφήσω». Εξέλαβα ότι κάπου του κακοφάνηκε που πήγα στον άλλο θείο να δουλέψω. Γύρω στο 2016 τελικά με έπιασε και μου είπε «Δεν έρχεσαι εδώ να δούμε τα κομμάτια σου;» Σημειωτέον, στο home studio του άλλου θείου ήταν δύσκολες οι συνθήκες ηχογράφησης. Με έβαζε να παίζω ολόκληρο το ορχηστρικό κομμάτι, που μπορεί να ήταν πέντε λεπτά, χωρίς δυνατότητα μοντάζ. Αν γινόταν ένα «τσικ», έπρεπε πάλι απ’ την αρχή να πάει το κομμάτι κι έτσι βασανίστηκα. Σκέφτηκα πως στο στούντιο του αδερφού της μάνας μου τα πράγματα θα ήταν πιο επαγγελματικά. Μένει και κάτω ακριβώς από το σπίτι του παππού, εδώ παραπάνω μας, που το λέει και «Υποβρύχιο». Πάλι, όμως, συνειδητοποίησα ότι δεν γινόταν μοντάζ κι έτσι βγάλαμε κούτσα – κούτσα όλα τα κομμάτια μου. Εγώ, στο μεταξύ, γράφω από πολύ μικρός και διάφορα δικά μου στιχουργήματα που τα έχω κρυμμένα σε συρτάρια πάνω σε χαρτάκια και χαρτοπετσέτες – κάποια τα μαζεύει η γυναίκα μου. Χύμα κατάσταση, όπως καταλαβαίνεις.
 
Νομίζω πως ζωγραφίζεις κιόλας.
 
Σπούδασα ζωγραφική για ένα χρόνο, το 2006 στην Αγγλία. Εκεί ανακάλυψα πιο πολύ το ποτό και λιγότερο τη ζωγραφική, αφού πήγαινα κι έπινα απ’ τις 12 το μεσημέρι (γέλια). Πάντα βέβαια μου άρεσε η τέχνη της ζωγραφικής.
 
Την οποία συνδύασες με το αλκοολίκι του μποέμ καλλιτέχνη;
 
Απλά εκνευρίστηκα που ερχόταν ο καθηγητής και μου ζήταγε να του εξηγήσω τι έχω ζωγραφίσει. «Βάλε μπροστά το έργο και πες μας τι έχεις φτιάξει» μου έλεγε κι αυτό εμένα με δυσκόλευε πολύ. Του ζήτησα συγγνώμη κι ενώ μου έδινε ένα τέταρτο, εγώ μέσα σε είκοσι δευτερόλεπτα του εξήγησα πως ο καθένας βλέπει ότι θέλει σ’ ένα ζωγραφικό έργο. Όσο ήμουν εκεί, το τραγούδι δεν μ’ απασχολούσε, είχα μαζί μου μόνο την κλασική κιθάρα. Πρέπει να πω ότι αυτή την κιθάρα την πήρα με τα πρώτα μου λεφτά, δουλεύοντας σαν ομαδάρχης σε μια καταπληκτική ορειβατική κατασκήνωση. Κάποια στιγμή την ξέχασα μέσα σ’ ένα ταξί στα Εξάρχεια, αλλά έβαλα αγγελία και παραδόξως ξανάρθε στα χέρια μου μετά από δύο εβδομάδες. Τέλος πάντων, όταν στην Αγγλία έφυγα από το campus, νοίκιασα μια αποθήκη κι έβαλα μέσα όλες μου τις ζωγραφικές και την κιθάρα αυτή. Σου είπα, όμως, άρχισα όλη μέρα να πίνω και να γλεντάω. Όχι αλκοολικός, γιατί δεν μέθαγα, αλλά ήπια τόσο πολύ, που τώρα πια δεν μπορώ να πιω καθόλου. Στην Αγγλία δεν γύρισα ποτέ, οι συγκάτοικοι μου θύμωσαν γιατί τους κρέμασα που κανονίζαμε να πιάσουμε μαζί σπίτι κι έτσι η κιθάρα έμεινε οριστικά εκεί. Φρόντισα, όταν επέστρεψα στο Βραχάτι, να πιάσω τη μάνα μου: «Μαμά, καλά πέρασα, αλλά δεν ξαναγυρνάω στην Αγγλία, γιατί θα’ναι χαμένα χρήματα. Δεν με εκφράζει η ζωγραφική». Στη συνέχεια, βέβαια, έκανα λίγη ζωγραφική, αφού πήγα για σκίτσο στον Ορνεράκη, πάντως δεν με λες και τον πιο οργανωμένο άνθρωπο.
 
Από τα ορχηστρικά, όμως, πως πέρασες στη σύνθεση τραγουδιών;
 
Πρώτα έγραψα τέσσερα ορχηστρικά στον θείο μου τον Γιώργο. Του άρεσε η δουλειά, ξενυχτάγαμε παρέα και του κάπνιζα όλα τα τσιγάρα. Μια μέρα κάτι μ’ έπιασε και είπα «Καλά τα ορχηστρικά, αλλά ρε φίλε το τραγούδι είναι το όχημα». Ανοίγω τα γραπτά μου, κάθομαι από πάνω με την κιθάρα και μου έρχονται κάτι – συγγνώμη για την έκφραση – παπαριές. Απογοητεύτηκα και αποφάσισα να μείνω στις μελωδιούλες μου χωρίς λόγια. Μιαν άλλη μέρα πάλι ενώ σκάρωσα μια μελωδία άρχισαν να μου βγαίνουν οι στίχοι αβίαστα. Άρχισα να τραγουδάω στα αγγλικά μια ακαταλαβίστικη λέξη, το τελευταίο κομμάτι στο δίσκο μου, που λέγεται «Parampi» – μια λέξη που δε σημαίνει τίποτα κι όμως σημαίνει πολλά.
 
 
Και γιατί στα αγγλικά τα τραγούδια σου; Να υποθέσω λόγω των σπουδών στην Αγγλία;
 
Όχι, αυτό είχε να κάνει με το αγγλικό σχολείο που πήγαινα εδώ. Δυστυχώς στο σχολείο αυτό πήγα με το ζόρι. Έκλαιγα κι έλεγα στη μάνα μου ότι δεν θέλω να χάσω τους συμμαθητές μου απ’ το Αρσάκειο, αφού μόλις είχα τελειώσει την πρώτη γυμνασίου, γύρω στο 2000. Τα παιδιά του τότε συντρόφου της μάνας μου, του Παλαιστίνιου Ισμάτ, πήγαιναν στο αγγλικό σχολείο κι έτσι θέλησε να μας πάει κι εμάς εκεί.
 
Εσύ, Άγγελε, είσαι ο μεγάλος γιος της Μαργαρίτας;
 
Όχι, ο μεγάλος είναι ο Μίκης, ο πρώτος, στα 36 σήμερα. Εγώ είμαι ο δεύτερος, ο Στέφανος είναι ο τρίτος και έχουμε και τον μικρό μας. Ο Μίκης πια ζει στην Τήνο, κάνει μαρμαρογλυπτική στην Καλών Τεχνών. Το αγγλικό σχολείο ήταν φρικτό, θυμάμαι ότι μπήκαμε δίχως να ξέρουμε γρι αγγλικά. Ήταν ένα πανάκριβο σχολείο, που ντρεπόμουν γι’ αυτό και δεν άνοιξα ποτέ βιβλίο. Τόσα λεφτά πεταμένα! Οι δε καθηγητές ήταν πολύ αυστηροί άνευ λόγου, είχαν όλο αυτό το βρετανικό τυπολατρικό. Είχαμε μία καθηγήτρια αλμπίνο στο μάθημα της γεωγραφίας, πολύ κακός άνθρωπος που μισούσε τα παιδιά. Αυτή μ’ έκανε ρόμπα μια μέρα μπροστά σ’ όλους! «Είσαι βρώμικος, δεν έχεις κάνει μπάνιο» μου είπε, στα αγγλικά όλα εννοείται, ενώ την πείραξαν κάτι μανταρίνια που είχα στην τσέπη. Αυτή μ’ έκανε να μην ξανανοίξω βιβλίο, αλλά για να’μαι ειλικρινής ποτέ στη ζωή μου δεν διάβασα τίποτα.
 
Μήπως είσαι δυσλεκτικός;
 
Πιστεύω ότι οφείλεται σε ένα τραύμα με τον πατέρα μου, τον Παπαγγελίδη, όταν ήμουν έξι χρονών. Επειδή ήμουν ο πρώτος βιολογικός του γιος, είχε ένα άγχος στο πως θα με αντιμετωπίσει. Ένα βράδυ, όταν άρχισα να καταπιάνομαι με τη μουσική, με μάλωσε τόσο αυστηρά με τις νότες που παράτησα κάθε διάβασμα. Έχω και μια μικρή δυσλεξία, ξεχνώντας να γράψω πράγματα που θέλω. Δεν διαβάζω τίποτα, έχω μεγάλη δυσκολία με το διάβασμα και βασικά με τη συγκέντρωση που απαιτεί. Πονάω που το λέω…Έχω πάντως το χαρακτηριστικό του παραμυθατζή που έχει κι ο παππούς μου, με τον οποίο είμαστε γεννημένοι την ίδια μέρα, στις 29 Ιουλίου. Έχω κάτσει τόσο πολύ δίπλα του να τον ακούω να μιλάει, που σίγουρα το κληρονόμησα αυτό το κομμάτι του. Ο παππούς, απ’ την άλλη, ως βιβλιοφάγος το έχει καλλιεργήσει αυτό, σε αντίθεση με μένα που είμαι εντελώς αδιάβαστος. Τα ελληνικά μου είναι φτωχά και πάντα καταβάλω προσπάθειες για να μην κάνω λάθη όποτε μιλάω.
 
Να, λοιπόν, γιατί έκανες αγγλόφωνο δίσκο.
 
Μπα, ούτε τα αγγλικά μου είναι καλά. Είμαι ένας πολύ μέτριος γλωσσικά και δεν το λέω τώρα για να το παίξω ταπεινός. Γνωρίζω πολύ καλά τον εαυτό μου και προσπαθώ μανιωδώς να είμαι συγκρατημένος. Γι’ αυτό ίσως είμαι πολύ αγχωτικός άνθρωπος. Για τα κομμάτια τώρα δεν φταίω εγώ, αυτά προέκυψαν αγγλόφωνα.
 
Λογικό βάσει των ακουσμάτων της ηλικίας σου. Θα έχεις ακούσει πιο πολύ brit pop ή hard rock παρά το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά».
 
Τη μουσική την τσιμπάω επιπόλαια και λόγω της δυσλεξίας, που επισήμανες, έχω «memory» χωρίς να μπορώ να θυμάμαι συγκροτήματα ή πληροφορίες γι’ αυτά. Όταν ο μεγάλος μου αδερφός πνιγόταν στο death και στο black metal, όλοι ήμασταν μεταλλάδες με τα μπούνια! Πρώτα ακούσαμε τους hard rock δίσκους της μαμάς από τα seventies, Led Zeppelin, Deep Purple – ειδικά με τους Deep Purple ο αδερφός μου ο Μίκης είχε λατρεία! Εγώ, υποτίθεται, ήμουν ο Ian Paice, ο Στέφανος ήταν ο Jon Lord και κάναμε ότι ήμασταν το συγκρότημα (γέλια).
 
Πως τα άκουγε όλα αυτά ο παππούς σας;
 
Είμαστε μια μέρα στο δωμάτιο του μεγάλου αδερφού μου και ακούμε death metal, συγκεκριμένα τους Cannibal Corpse, που είναι σκέτοι βάρβαροι με σατανικούς στίχους και τέτοια. Απαίσιοι, δεν καταλαβαίναμε καν τι ακούμε! Μπαίνει μέσα ο παππούς, το βουνό, όπου εμείς παθαίνουμε σοκ, περιμένοντας την αντίδραση του. Ο αδερφός μου ντράπηκε, πάει να κλείσει τη μουσική και ο παππούς μας λέει: «Παιδιά, τι πράγματα είναι αυτά; Τι μουσική είναι αυτή που ακούτε;» Σοκ έπαθε ο άνθρωπος! Ακόμη και πρόσφατα, που άκουσε το κομμάτι «Honest» απ’ το δίσκο μου, σε ύφος reggae, μου είπε πως δεν μπορεί να την καταλάβει αυτή τη μουσική. Ο παππούς ο Μίκης, βέβαια, είναι και ο πιο σκληρός κριτής. Πάντα κρατάω τη συμβουλή του, όχι από παππού προς εγγονό, αλλά από τον Μίκη Θεοδωράκη προς έναν άλλο μουσικό. Είμαι τυχερός που μπορώ να δίνω τη μουσική μου να την ακούει ένα τέτοιο μέγεθος!
 
Απ’ την άλλη, ο παππούς σου ο Μίκης σε μένα είχε μιλήσει με πολύ κολακευτικά λόγια για τη μουσική του Γιώργου, του γιου του.
 
Κοίταξε, για τον παππού μου μια ζωή οικογένεια σήμαινε μόνο αυτός, η γιαγιά μου, η Μαργαρίτα και ο Γιώργος. Μιλάω πολύ ανοιχτά και δεν θέλω να παρεξηγηθώ ή να διαβάσει κάτι ο ίδιος και να στενοχωρηθεί, αλλά η οικογένεια πάντα ήταν ένας μικρός κύκλος γι’ αυτόν. Εμείς πάντα ήμασταν πολύ στην απ’ έξω, σαν τριτοκοσμικοί συγγενείς. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί ο παππούς μου, που είναι ένας πολύ συναισθηματικός άνθρωπος, άφηνε να υπάρχει αυτό το τείχος. Γιατί να’ναι μπαμπάς για όλους τους Έλληνες και να μην είναι και ο δικός μου μπαμπάς; Θες να σου πω και κάτι που θ’ ακουστεί πολύ βαρύ; Εμείς ανέκαθεν ήμασταν σαν τα παιχνίδια, σαν τα «pets» της μαμάς. Με όλα αυτά που βγαίνει και λέει κατά καιρούς, τα δικά της, μπήκαμε κι εμείς μέσα και τώρα εγώ κάνω την προσπάθεια μου για να βγω. Δεν θέλω να κλαίγομαι τώρα, δεν το παίζω καλούλης, αλλά δε μπορώ και να φοβάμαι να εκφραστώ.
 
Απλά είσαι πολύ ειλικρινής και εξομολογητικός.
 
Απλά αν εγώ έβλεπα το παιδί μου να πασχίζει μ’ ένα δίσκο, θα του έλεγα «Πάρε αυτά τα λίγα χρήματα» ή «Έλα να σ’ τα πληρώσω εγώ». Ο παππούς μου, ας πούμε, που για μένα είναι δυο φορές μπαμπάς μου, δεν μου έδειξε κάποια διάθεση βοηθήματος. Δεν το είχε κιόλας, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος και δεν τα λέω τώρα για να τον κατηγορήσω. Οφείλω, όμως, να πω ότι αν του πήγαινα κάτι ολοκληρωμένο ως πρόταση και όχι χύμα κομμάτια, θα με στήριζε, όπως κάνει με όλους τους επαγγελματίες μουσικούς, είτε είναι συγγενείς του, είτε όχι.
 
Πρόσεξε, όμως, υπάρχει περίπτωση ο πιο διάσημος Έλληνας να κατανοεί πως ένας μύθος σαν τον δικό του δε μπορεί να χτιστεί με κανέναν απ’ τους απογόνους του και γι’ αυτό να σας αφήνει όλους ελεύθερους.
 
Εννοείται. Επειδή, όμως, τον γνωρίζω πολύ καλά, μεγαλώνοντας δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια, αναγνωρίζω μοιραία το πολύ δυνατό Εγώ του. Καμιά φορά είναι πιο γενναιόδωρος με τους ξένους παρά με εμάς.
 
Τώρα που το λες, τον θυμάμαι να μου λέει πως αγαπημένο του τραγούδι ήταν η «Εκδρομή» με τη Δήμητρα Γαλάνη.
 
Ναι, το ξέρω, για όλα ενημερώνεται, αφού όλη μέρα είναι στο tablet και γυρνάει στα social media. Μπορώ να σ’τον δείξω που μιλάμε συνέχεια στο messenger κι έχει κι ένα avatar με το κριαράκι (γέλια). Τι να κάνει πια, βλέπει πράγματα και ακούει μουσικές στο YouTube. Το μυαλό του δουλεύει φουλ, είναι χείμαρρος ασταμάτητος και θέλει να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή του τόπου.
 
 
Ας πάμε πάλι στο δίσκο σου. Από πότε τον είχες έτοιμο;
 
Από το 2019. Ήθελα να έβγαινε μέσα στο ’20, αλλά δεν τα κατάφερα με τις εταιρείες. Βγήκε από τον «Καθρέφτη» του Μωυσή, που είναι πολύ καλός άνθρωπος και όλοι τον αγαπάμε, αλλά περιορισμένων δυνατοτήτων. Στην αρχή γράψαμε τα κομμάτια πολύ ερασιτεχνικά με τον θείο μου τον Γιώργο. Κάναμε και κάποια βιντεοκλίπ, επίσης ερασιτεχνικά, που τα έχω κλειδωμένα στο κανάλι μου, αλλά εκεί ήταν που άρχισα να κάνω όνειρα. Πριν μία πενταετία έστειλα το κομμάτι «Step back» σ’ έναν διαγωνισμό τραγουδιού στον Red. Με ειδοποιούν μετά από ένα μήνα ότι πέρασα στην πρώτη δεκάδα. Τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου! Όταν πήγα κι έπαιξα ζωντανά το τραγούδι, στην επιτροπή ήταν η υπεύθυνη του ξένου ρεπερτορίου της MINOS. Αυτή ξετρελάθηκε με τα δύο κομμάτια που παρουσίασα τελικά. Πήγα μόνος μου, αφού ποτέ δεν είχα μουσικούς να με πλαισιώνουν. Λίγο μετά ο πατέρας μου με έστειλε να ολοκληρώσω την παραγωγή στο στούντιο «Μύθος» στην Κυψέλη με τον Σάκη Γκίκα ηχολήπτη. Βλέποντας ότι με τον Μωυσή ξεκινήσαμε ηχογραφήσεις από το 2017, φτάσαμε στο ’19 και τίποτα δεν γινόταν, αποφάσισα να πάω μόνος μου εντελώς από τη MINOS. Καθόμαστε στο γραφείο της υπεύθυνης ξένου ρεπερτορίου, που την ήξερα, ακούμε όλο το υλικό και περιμένω να μου πει κάτι. Το μόνο που μου είπε ήταν ότι έχω παλιακό ήχο και με παρέπεμψε στη Μαργαρίτα Μάτσα. Εξαφανίστηκα απ’ τη MINOS, συνέχιζα κανονικά με τον Μωυσή την παραγωγή, αλλά πέρασα και από την Panik Records. Μέσω της συνεργασίας με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τον στιχουργό Κώστα Φασουλά, ενδιαφέρθηκε ο παραγωγός Ηλίας Μπενέτος. Να πω εδώ ότι ο Φασουλάς μου γνώρισε την Κυριακή Αιλιανού, που την αγαπώ πολύ και της ζήτησα να γίνει μάνατζερ μου, γιατί με στηρίζει. Αυτή με έκανε να μην τα παρατήσω, εξ ου και την παρακάλεσα να πάμε μαζί από την Panik. Ήθελα βοήθεια και όχι άλλη μία σφαλιάρα, όπως με τη MINOS. Το περασμένο καλοκαίρι, λοιπόν, ο Μπενέτος που είχε ακούσει τα κομμάτια, με ρωτάει τι μπορούμε να κάνουμε ενορχηστρωτικά. «Άμα θέλετε άλλο ήχο, δε γίνεται» του είπα, «μόνο έτσι θα γίνει η δουλειά». Κλείνουν κι οι πόρτες της Panik! Εκεί είπα «Μωυσής και ξερό ψωμί», ήθελα απλά να έβγαινε το CD και δεν μ’ ένοιαζε τίποτα άλλο!
 
Αν σου πω ότι εγώ συμφωνώ με τον Μπενέτο; Ενώ το CD σου δηλαδή περιέχει ωραιότατες συνθέσεις, πιστεύω ότι χωλαίνει σε επίπεδο παραγωγής.
 
Κοίταξε, ακόμη είμαι με την ψυχή στο στόμα. Τα masters δεν ήταν αυτό που ήθελα, έγιναν απλά για να γίνουν. Δεν μιλάω ενορχηστρωτικά, αλλά αναφέρομαι σε θέματα με τα levels και με τις μίξεις. Ήθελα να έβγαινε ένα πιο δυνατό beat από τα μπάσα, νομίζω όμως πως ο Γκίκας ήθελε πιο έντεχνο και πιο ακουστικό τον όλο ήχο. Οι ενορχηστρώσεις, βέβαια, αυτές ήταν εξ αρχής. Κατά τα άλλα, δεν διαφωνώ, το τελικό προϊόν ατύχησε σε αρκετά επίπεδα παραγωγής, όμως από τον Γκίκα, που είναι ένας εξαιρετικός έμπειρος ηχολήπτης, έμαθα πολλά πράγματα.
 
Πότε πρωτόπαιξες μπροστά σε κοινό;
 
Όταν δούλευα μπάρμαν για ένα διάστημα στη μπουάτ «Απανεμιά». Κατά τις 2 – 3 το πρωί με φωνάζανε κι ανέβαινα κι εγώ κι έλεγα κάνα δικό μου τραγούδι. Πάντα κιθάρα – φωνή, έτσι όπως γράφτηκαν όλα μου τα κομμάτια. Σημειωτέον, είχα συμμετάσχει σ’ ένα φεστιβάλ του κώλου, όπου εκεί όμως με άκουσε ο πατέρας μου μαζί με την τωρινή σύζυγο του, την βιολοντσελίστρια Μαριλίζα Παπαγγελίδη, και εντυπωσιάστηκαν. Έτσι το πρώτο κομμάτι που έγραψα στον Γκίκα ήταν το «Speed of love» που θέλησε η Μαριλίζα να παίξει τσέλο μέσα. Όλες οι ενορχηστρώσεις τελικά είναι του πατέρα μου και το ήθελα πολύ, καθώς τον θεωρώ έναν πάρα πολύ ταλαντούχο μουσικό και ενορχηστρωτή. Θυμάμαι πως τον παρατηρούσα στις αρχές του 2000, όταν έφτιαχνε κάποια κομμάτια του παππού με τον Αντώνη Ρέμο για ένα σήριαλ. Τον θαύμαζα για τις ωραίες ιδέες που είχε ενορχηστρωτικά. Από τότε ευχόμουν να ενορχηστρώσει ο μπαμπάς μια μέρα και τις δικές μου δουλειές.
 
Έχεις τελικά μεγάλη αδυναμία στους γονείς σου, μπαμπά και μαμά τους αποκαλείς.
 
Μεγάλη πίκρα απ’ τη μαμά, όμως…Της έχω κάνει δύο εγγόνια και το δεύτερο το έχει δει μια φορά μόνο. Δεν την ενδιαφέρει καθόλου. Δεν ήρθε ποτέ σε live μου, δεν πήγε καν στο δίπλωμα του Στέφανου. Είμαι ένας παραπονιάρης γιος τώρα.
 
Ξέρεις όμως ότι η μάνα σου μου έστειλε μήνυμα για να κάνουμε τούτη τη συνέντευξη;
 
Άκουσε, εγώ έχω την κατάρα του παιδιού. Δεν έχω καταφέρει να ενηλικιωθώ εξ αιτίας του τρόπου που μεγάλωσα. Όταν έχεις πρότυπο μια μάνα που παραμένει κι η ίδια παιδί, δεν μπορείς να μεγαλώσεις φυσιολογικά. Αυτά τα παιδιά δεν μεγάλωσαν ποτέ δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη και ως επακόλουθο δεν μεγαλώσαμε ούτε κι εμείς κοντά τους. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι όταν βγαίνεις έξω στη ζωή ως παιδί; Δεν σε αντιμετωπίζει κανείς ανθρώπινα. Είναι μαρτυρική και η συμβίωση με τη γυναίκα σου όταν έχεις κάνει και παιδιά. Στο λέω εγώ που είμαι δέκα χρόνια με τη Στεφανία, απ’ τα 23 μου.
 
Σε ωρίμασε εσένα η πατρότητα;
 
Νιώθω ότι αυτό που κάνω ως μπαμπάς είναι πασάλειμμα. Προσπαθώ να μεγαλώσω τα παιδιά μου, αλλά ο πατρικός μου ρόλος μες στο σπίτι είναι ανύπαρκτος. Διαχωρίζω το κομμάτι του καλλιτέχνη απ’ αυτό του οικογενειάρχη ή και τ’ άλλο της αυθύπαρκτης οντότητας. Τη Στεφανία Τσακίρη τη γνώρισα σε συναυλίες της Λαϊκής Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης στη Ρωμαϊκή Αγορά. Εγώ ήμουν στα 12 κι εκείνη στα 18. Από την πρώτη στιγμή είπα πως εγώ αυτή θα την παντρευτώ και θα κάνω παιδιά μαζί της. Το 2009 τα φτιάξαμε και το ’11 παντρευτήκαμε. Θέλω να πω, όμως, ότι από μικρός, όποια κοπέλα έβλεπα και μ’ άρεσε, ήθελα να κάνω οικογένεια μαζί της. Μέχρι που βρήκα τη Στεφανία, το στήριγμα μου.
 
Δεν με εκπλήσσει. Βάσει των βιωμάτων σου, επιθυμούσες τη δική σου οικογένεια.
 
Σωστά, ανέκαθεν υπήρχε αυτή η ψυχολογική ανάγκη. Πάντα έτσι σκεφτόμουν, αλλά όχι τώρα που έχω δική μου γυναίκα και δική μου οικογένεια.
 
Θέλω να πούμε και για το «Σπασμένο ρόδι», το μοναδικό ελληνόφωνο τραγούδι στο δίσκο σου με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
 
Από το 2013 έως το ’16 η Στεφανία δούλευε ηχολήπτρια στην ΕΡΑ. Εγώ έμενα με τον Δημητράκη στο σπίτι, μέχρι να γίνει τεσσάρων ετών, να τον μεγαλώνω σαν μαμά. Αυτό που κάνουν οι γυναίκες, εγώ το έζησα και το θεωρώ την πιο δύσκολη δουλειά στον κόσμο. Όταν είσαι και μόνος σου ειδικά είναι μια τρέλα! Η μάνα μου, απ’ την πλευρά της, όχι μόνο δεν μας βοηθούσε, αλλά λειτουργούσε σχεδόν εκδικητικά. «Δεν σου δίνω λεφτά, δεν σας στέλνω γυναίκα να βοηθάει», αυτά όλα μας τα φώναζε.
 
Και για ποιο λόγο λες;
 
Γιατί μπορεί να ήθελε άλλα πράγματα, όπως το να είμαι εγώ ο κιθαρίστας της Λαϊκής Ορχήστρας. Γενικώς δεν ήθελε να με δει να καταφέρνω να σταθώ στα πόδια μου. Μα εδώ τώρα έχει 30 γατιά και 30 σκυλιά, είμαστε σοβαροί; Ρίξε μια ματιά στο χώρο της μάνας μου, που βρισκόμαστε. Όλο αυτό το στρίμωγμα, η χαοτική ακαταστασία, αντικατοπτρίζει και τον ψυχικό της κόσμο! Γι’ αυτό έγινα τόσο χύμα κι εγώ με τα γραπτά και τις μουσικές μου, όλα από δω κι από κει. Και να μην έχω και έναν άνθρωπο να με μαζεύει, να με οργανώνει. Καλά, δεν είμαι και κάνας «μεγάλος», όπως ο παππούς μου, για να έχω παρατρεχάμενους. Το ’16 προσπάθησα να στήσω με τη μάνα μου κάποια σχήματα για συναυλίες με τη Λαϊκή Ορχήστρα. Επικοινώνησα με τον τζαζίστα Δημήτρη Καλαντζή, που είναι συγγενής της γυναίκας μου, βρήκα την Αγγελική Τουμπανάκη και φώναξα στο σχήμα και τον Μπάμπη Στόκα, που τον γουστάρω. Κάθομαι στο τραπέζι με τη μάνα μου, μου πετάει έξω όλο το σχήμα, καταστρέφει στην ουσία αυτό που πάω να φτιάξω, κι εκεί αποφάσισα πως δεν θέλω ποτέ να ξαναδουλέψω μαζί της! Δεν άντεξα άλλο αυτό το εκβιαστικό της, δηλαδή «δεν κάνεις αυτό, δεν σου δίνω εκείνο»! Άρχισα να βγαίνω και να ξενυχτάω. Άρχισα πάλι το κάπνισμα, που το’χα κόψει, γιατί κάπνιζα δύο πακέτα. Ευτυχώς τώρα δεν καπνίζω…Συνεχίζω: Έπιασα δουλειά τηλεφωνητής σε μια κωλοεταιρεία, έκατσα μια μέρα κι έφυγα. Μετά δούλεψα αποθηκάριος, αλλά δεν τα κατάφερα. Ήμουν πολύ αργός και παραιτήθηκα. Δεν δούλευα, η γυναίκα μου δεν δούλευε επίσης και άρχισαν οι τσακωμοί. Το ίδιο διάστημα ανακάλυψα τον «Κόμη» στα Πατήσια που το έκανα δικό μου στέκι. Ερωτεύθηκα όλο αυτό το μουσικό – θεατρικό σκηνικό. Εκεί έγινε θαμώνας και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ερχόταν κάθε βράδυ με τα τσιγάρα του και το ουισκάκι του. Στην ουσία τον ξανασυνάντησα, αφού τον είχα δει χιλιάδες φορές να μπαινοβγαίνει στο σπίτι μας για δουλειές με τον παππού. Κάποια στιγμή ο Βασίλης άκουσε το κομμάτι μου, το «Honest». Ο Κόμης με έδειχνε με τους φακούς και φώναζε: «Του μικρού μας είναι, του Θεοδωράκη»! Με κάλεσε κοντά του ο Βασίλης και μου είπε να του στείλω το κομμάτι για να βάλει ελληνικούς στίχους και να το τραγουδήσει. Έπεσα απ’ τα σύννεφα, τόσο χαμηλών τόνων που είμαι. Πέρασε ο καιρός, ξεχαστήκαμε. Αργότερα έφτασε στον Βασίλη μέσω ενός κοινού φίλου ένα άλλο κομμάτι μου, το «Step back», για να το έλεγε στα αγγλικά, κάτι που εγώ δεν ήθελα. Κι εγώ τραγουδάω αγγλικά μ’ ένα δικό μου τρόπο, αλλά δεν θα μπορούσα ν’ ακούσω στα αγγλικά τον Βασίλη. Ποιος δεν θέλει, όμως, να κάνει τραγούδι με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου; Τηλεφώνησα του στιχουργού Κώστα Φασουλά και αμέσως μου έγραψε στίχους. Συναντηθήκαμε με τον Βασίλη, που του είχα στείλει το κομμάτι, μπήκαμε στο στούντιο του Γκίκα και το τραγούδησε μια κι έξω. Το βάλαμε σ’ ένα στικάκι και το ακούσαμε όλοι παρέα το ίδιο βράδυ στον «Κόμη».
 
 
Το συγκεκριμένο τραγούδι, το μόνο σου στα ελληνικά, δεν το άκουσε ο παππούς σου;
 
Του έβαλα αρχικά το «Step back», που είναι το ίδιο κομμάτι, αλλά στα αγγλικά. Μου κάνει: «Τι κομμάτι ειν’ αυτό; Δύο ακόρντα έχει όλα κι όλα». Μετά με ρωτάει: «Τι σημαίνει ”Step back”;» και του απαντάω «Βήμα πίσω». Απεφάνθη: «Τελικά η γενιά σας είναι οπισθοδρομική». «Τι να γίνει, ρε παππού» του λέω κι εγώ, «η κάθε γενιά είναι διαφορετική. Εμείς δεν έχουμε επαναστάσεις και μεγάλους ποιητές, πρέπει να βρούμε διαφορετικό τρόπο λειτουργίας μας μεσ’ στην εποχή». Άρχισα να του εξηγώ πως κάνουμε βήματα πίσω για να βγούμε μπροστά με φόρα, αλλά δεν τον έπειθα. Άκου, όμως, τη συνέχεια! Του στέλνω το κομμάτι στα ελληνικά και μου κάνει: «Μπράβο! Επιτέλους ένα μεγάλο βήμα». Κι εγώ να έχω, εν τω μεταξύ, το αρνητικό feedback απ’ το αγγλόφωνο, που ήταν ουσιαστικά το ίδιο τραγούδι.
 
Εντάξει, θα τον συγκίνησε η ερμηνεία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, που ήταν δικός του τραγουδιστής.
 
Ναι, σίγουρα, αλλά δεν έπαυε να ήταν η ίδια μελωδία. Είχα να κοντράρω ένα μεγαθήριο και να προσπαθήσω να καταλάβω τι εννοεί. Κι η μάνα μου τ’ άκουσε το κομμάτι, αλλά γενικά όλα της είναι αδιάφορα. Δεν ξέρω καν αν έκανε τον κόπο να μπει στο YouTube για να ακούσει τα τραγούδια μου. Λυπάμαι, αλλά όταν έχεις μεγαλώσει όπως εγώ, γίνεσαι ένας πολύ καχύποπτος άνθρωπος. Ας δείξει σε μένα πρώτα την καλοσύνη της και μετά στους ξένους. Ποτέ της δεν μου είπε «Παιδί μου, αγάπη μου, τι όμορφο ειν’ αυτό που έφτιαξες»…Ότι δίνει, το κάνει με λεφτά ή όπως με τον κηπουρό που έρχεται για τον κήπο μας. Ποτέ με ένα ζεστό λόγο. Είναι, πως να στο πω, σαν ένα ξύλο, σαν να μην έχει ζωή. Παρόλα αυτά, είναι η μάνα μου, την αγαπώ και τη δέχομαι όπως είναι. Αυτό δεν θα αλλάξει.
 
Ενώ δεν έχεις ανοίξει βιβλίο στη ζωή σου, όπως δήλωσες, τι σημαίνει το «Angelo’ s bookstore», ο τίτλος του άλμπουμ;
 
Το «Βιβλιοπωλείο του Άγγελου» δηλώνει στα ελληνικά πως εγώ είμαι σαν ένα ανοιχτό βιβλίο και πως οι στίχοι μου είναι ένα μικρό δικό μου βιβλιοπωλείο, όπου διαθέτω τις σκέψεις, τα βιώματα και τα συναισθήματα μου.
 
Άγγελε, μια τελευταία ερώτηση: Πιστεύεις σ’ αυτό που λένε «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα»;
 
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ μου, αλλά τώρα που το λες, όχι, δεν πιστεύω. Αυτό είναι κάτι που έρχεται από πολύ μακριά και διαιωνίζεται. Ο κάθε άνθρωπος, πάλι, είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του. Εγώ δεν ένιωσα ότι είχα ποτέ κηδεμόνα σαν φυσικό και κοινωνικό ρόλο. Δεν φταίω εγώ αν σκέφτομαι τόσο πολύ τα πάντα, αλλά αντί να ασχολούμαι με τον εαυτό μου, να κάθομαι και να βοηθάω τους άλλους με τα βάσανα τους. Να γίνομαι στην ουσία η κολόνα σ’ ένα κτίριο που δεν έχει να κάνει με μένα. Πιστεύω, πάντως, πως εγώ τα καταφέρνω καλύτερα ως γονιός. Δεν σου κρύβω πως ώρες – ώρες νιώθω να πληρώνω τις δικές μου αμαρτίες απέναντι στα παιδιά μου, χωρίς να είμαι ενοχικός. Είναι που έχω εισπράξει το ρατσισμό ανθρώπων, καλλιτεχνών που εκτιμούσα, οι οποίοι παθαίνουν κάτι όταν ακούν ότι είμαι εγγονός του Μίκη Θεοδωράκη. Εγώ τι φταίω, όμως; Εγώ είμαι ένα παιδάκι μπροστά σε κάθε μεγάλο τραγουδιστή που τον πλησιάζω για να του μιλήσω.
 
 
* Το CD του Angelos TP (Άγγελος Θεοδωράκης Παπαγγελίδης) «Angelo’ s Bookstore» κυκλοφορεί από τον «Καθρέφτη ήχων αληθινών»
 
** Μέρος αυτής της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο Docville με το Documento της Κυριακής 18.4
 
*** Εδώ μπορείτε ν’ ακούσετε ολόκληρο το άλμπουμ «Angelo’ s Bookstore»:
https://www.youtube.com/playlist?list=OLAK5uy_l_Xb64p3dQCuX7HC6h5k_QZ1tgJF2qzkM
 

Αποκάλυψη Daily Mail: Παρ’ ολίγον αεροπορική τραγωδία σε πτήση της British Airways από την Αθήνα

ap briths

Αποκάλυψη Daily Mail: Παρ’ ολίγον αεροπορική τραγωδία σε πτήση της British Airways από την Αθήνα

Το αεροσκάφος βρέθηκε σε απόσταση μόλις 1,5 μέτρου από... αδέσποτο drone που πετούσε σε υπερβολικά…

Κολωνός: Σήμερα η απόφαση του δικαστηρίου για τον Μίχο, τον «Μιχάλη» και τη μητέρα της 12χρονης

michos ilias 1

Κολωνός: Σήμερα η απόφαση του δικαστηρίου για τον Μίχο, τον «Μιχάλη» και τη μητέρα της 12χρονης

Οι δικαστές καλούνται να αποφανθούν για την ενοχή ή μη 26 κατηγορουμένων - Συγκεντρώσεις υποστήριξης…