Newsroom

Newsroom

3 Αυγούστου του 1972 – H "μαύρη" μέρα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού

Ο λαϊκός συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου τραυματίζεται θανάσιμα σε τροχαίο ατύχημα

5b641c6e1dc52471468b456d

Γράφει ο Αντώνης Μποσκοΐτης

Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής έχω τη δημοσιογράφο Χρύσα Παπαϊωάννου, την κόρη και τρίτο – κατά σειρά – παιδί του κορυφαίου λαϊκού συνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου. Ακούγεται συγκινημένη και σε κάποια σημεία της κουβέντας μας, αφήνει ελεύθερο το κλάμα της – απόδειξη πως σχεδόν μισό αιώνα μετά τον άδικο χαμό του πατέρα της, δεν τό ‘χει ξεπεράσει. ”Κι όχι μόνο εγώ, αλλά κι όλοι μας στην οικογένεια” με πληροφορεί σχετικά, αναφερόμενοι στα αδέρφια της, τον Παναγιώτη και τον μουσικό, τον Αντώνη. 

Ευχαριστώ τη Χρύσα Παπαϊωάννου για την παραχώρηση του υλικού από το αρχείο της και για τις μνήμες που μοιράστηκε μαζί μου, πόσο μάλλον όταν για πρώτη φορά αποκαλύπτει συγκλονιστικές λεπτομέρειες από τις τελευταίες στιγμές του σημαντικού δημιουργού.

– Καταρχάς δεν είμαι σε θέση να σας πω τις ιστορίες των τραγουδιών του πατέρα μου. Ρώτησα και τον Αντώνη, τον αδερφό μου, ο οποίος μου είπε πολύ απλά ότι όλα του τα τραγούδια είναι απ’ τη ζωή βγαλμένα. Ίσως θα έπρεπε να έχω τώρα μπροστά μου τους στίχους του για να θυμόμουν πράγματα…

– Αυτό που λεγόταν για τον Παπαϊωάννου, πέραν της δουλειάς του, ήταν η φράση ”Καλός άνθρωπος”. Και, όντως, ήταν! Θυμάμαι πόσο ωραία είχε μιλήσει γι’ αυτόν ο Απόστολος Καλδάρας. Δεν σας λέω για τον Τσιτσάνη, τον Ζαμπέτα ή τον Μπιθικώτση, ανθρώπους που τους ζούσαμε καθημερινά, αλλά για τον Καλδάρα, που ο πατέρας μου τον είχε βοηθήσει στα πρώτα του βήματα. Δεν θα ξεχάσουμε τι μας έλεγε όταν πήγαμε και τον βρήκαμε με τον αδερφό μου.

– Ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν ψαράς, όπως είχε δηλώσει και στο δικαστήριο, τότε που πήγε και υπερασπίστηκε τον Σαββόπουλο για το ”Ντιρλαντά”. Ψαράς, απλός άνθρωπος, του άρεσαν τα απλά και όχι τα εξεζητημένα. Έκανε ότι κάνει ένας απλός μπαμπάς νοικοκύρης στο σπίτι του. Είχε μεγάλη αδυναμία και στα τρία παιδιά του, δεν μας χάλαγε χατήρι και καλά που υπήρχε η μαμά να φρενάρει λίγο την κατάσταση. Θέλω να πιστεύω ότι ίσως είχε λίγο παραπάνω αδυναμία σε μένα ως κοριτσάκι τότε. Έχω πάρει και το όνομα της μητέρας του, Χρυσή.

– Γεννήθηκε στην Κίο της Μικράς Ασίας στις 18 Ιανουαρίου του 1913, την ίδια μέρα που γεννήθηκε και ο Τσιτσάνης! Το ’13 ο μπαμπάς, το ’15 ο Τσιτσάνης. Από τη Σμύρνη έφυγε το ’22 με την καταστροφή, σε ηλικία εννέα ετών. Είναι ανακρίβεια αυτό που έχει γραφτεί ότι έζησε στη Σαμοθράκη. Κατευθείαν στον Πειραιά, στις Τζιτζιφιές ήρθαν. Από τη Σαμοθράκη απλά πέρασαν με καΐκι και μάλιστα, όπως θυμάμαι να μου λέει, τους είχαν δώσει νερό με χέλια μέσα…


– Γνώρισε τη μητέρα μου όταν εκείνη ήταν 18 ετών κι εκείνος 29, είχαν 11 χρόνια διαφορά, όχι ιδιαίτερα μεγάλη δηλαδή. Η μητέρα μου είχε κάποιους εύπορους συγγενείς στις Τζιτζιφιές, οι οποίοι για να μη βγαίνουν τα παιδιά τους έξω, έκαναν γλέντια και έφερναν ορχήστρες στο σπίτι. Σε ένα τέτοιο γλέντι συναντήθηκαν για πρώτη φορά και ερωτεύθηκαν. Όταν κατάλαβε ο παππούς μου, ο πατέρας της, ότι παίζει ειδύλλιο, την έκλεισε στο σπίτι και ούτε στο μπακάλη να πάει δεν την άφηνε! Ο μπαμπάς μου, βέβαια, τριγυρνούσε εκεί, αφού ήθελε να τη βλέπει. Τον καιρό εκείνο έβγαλε το τραγούδι ”Στα πεύκα και στα έλατα” και ο παππούς μου θεώρησε ότι ο πατέρας μου ήταν άρρωστος, φθισικός. Έτσι άφησε τη μάνα μου να βγαίνει πάλι σιγά – σιγά. Μια μέρα που πήγαινε σε μια θεία της κάτι νήματα για παντόφλες, τη βλέπει ο πατέρας μου, της λέει να πάνε ένα σινεμαδάκι, αλλά είχε ήδη στείλει άνθρωπο δικό του με ταξί και την έκλεψε!

– Συνδύαζε επαγγελματική με ιδιωτική ζωή ως εξής: Μες το σπίτι υπήρχε ο νόμος της μαμάς, όλοι όμως έπρεπε να σεβόμαστε τον κόπο και τον ύπνο του. Κατά τα άλλα, δεν διαφέραμε σε τίποτα από ένα οποιοδήποτε άλλο ελληνικό σπίτι με τις γιορτές μας, με τα κυριακάτικα τραπέζια, με όλα αυτά τα λαϊκά πράγματα. Είχε χριστιανική συνείδηση, ήταν χριστιανός. Το μόνο διαφορετικό που έκανε ήταν πολλές φορές να κλείνεται στο γραφείο του και να φτιάχνει τραγούδια.


– Εγώ τότε μάθαινα γραφομηχανή και του έγραφα στίχους από τα τραγούδια του. Όταν όμως έκλεινε η πόρτα του δωματίου του, τη στήναμε απ’ έξω και ότι μπορούσαμε να ακούσουμε και το προλαβαίναμε, το καταγράφαμε. Πατέρας ήταν αυτός, ερχόταν απ’ τη δουλειά κουρασμένος, αλλά τα πρωινά όλο και καμιά μπουγάτσα μας έφερνε ή κάναν τσίρο να τον φτιάξει η μάνα μας, που παραπονιόταν ότι μύριζε το σπίτι. Θυμάμαι στις αρχές του ’60 που είχε αρχίσει να αρρωσταίνει το λαϊκό τραγούδι, προτού κάνει το νέο μπαμ το ρεμπέτικο, περνούσε κάτι τραγούδια χαλαρά, παιδικά σχεδόν. Μας έβαλε με την κολλητή μου να πούμε ένα τραγούδι, οπότε γυρνάει και λέει σε μένα: ”Εσύ φύγε! Μην ξανατραγουδήσεις, παιδί μου”. Μόνο με τον μεσαίο μας αδερφό, τον Αντώνη, δούλεψαν μαζί. Εγώ κι ο μεγάλος δεν είχαμε τέτοια κλίση.

– Είχε πολύ μεγάλο χιούμορ. Υπάρχει κι αυτή η αποκριάτικη φωτογραφία που είναι ντυμένος γυναίκα. Μασκαρευόταν, μαζευόμασταν στο σπίτι της θείας που είχε κήπο και μας έκανε διάφορα…Ότι έβρισκε μπροστά του, το φόραγε! Θυμάμαι μια φορά, Καθαρά Δευτέρα, είχε έρθει στο σπίτι με κάτι καπέλα και γούνες της θείας μου! Το είδα εγώ και τρόμαξα! Επειδή έπαιρνε ρολάκια και σε ταινίες τότε, μια φορά είχε έρθει με μπόλικα γκρίζα μαλλιά και μουστάκι. Είχε πει στον μακιγιέρ ”Μη μου τα βγάλετε, να πάω σπίτι να με δει το Μανιανιό μου” – εγώ ήμουν το ”Μανιανιό”…Θέατρο δεν πολυπήγαινε, τηλεόραση έβλεπε πολύ και κινηματογράφο. Του άρεσε πάρα πολύ να πηγαίνουμε σε θερινά σινεμαδάκια, που είχαμε πολλά στη γειτονιά. Μας πήγαινε τακτικά σε παραστάσεις Καραγκιόζη.


– Μου είχε κάνει εντύπωση η φιλία του με τον Βασίλη Νικολαΐδη και με τον Δημήτρη Λαγό. Μέχρι σήμερα κάνουμε παρέα με την οικογένεια του Λαγού. Γνωστούς είχε πολλούς ο πατέρας μου, φίλους – φίλους όμως πολύ λίγους. Με τον Τσιτσάνη δεν μιλάμε για φιλία, αλλά για οικογένεια. Φίλοι, κουμπάροι, αδέρφια. Μέχρι σήμερα επίσης μιλάμε και βλεπόμαστε με τα παιδιά του Τσιτσάνη. Η Κία Μπόζου και η Χαρούλα Λαμπράκη θυμούνται τον Τσιτσάνη να κάθεται στις σκάλες, να γράφει το τραγούδι για τον χαμό του πατέρα μου και να κλαίει.

– Του άρεσαν και τις ήθελε τις μελοποιήσεις του ’60 από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Με τον Χατζιδάκι είχαν λατρεία, μάλιστα, και του άρεσαν οι διασκευές που είχε κάνει στα κομμάτια του. Το μόνο που δεν του άρεσε ήταν να κλέβουν τα τραγούδια του. Με τον Θεοδωράκη δεν πρέπει να είχαν πολλά – πολλά και εμείς είχαμε και μια μικρή κόντρα πριν χρόνια: Είχε γραφτεί σε εφημερίδα ότι το τραγούδι ”Καπετάν Ανδρέα Ζέπο”, ο Μίκης το πρωτοάκουσε από τους ψαράδες όταν τον πήγαιναν στη Γυάρο. Ξεσηκώθηκα κι εγώ με όλη την οικογένεια και ο Μίκης τελικά είπε πως ήταν λάθος η διατύπωση του δημοσιογράφου. Ψάχνω να βρω τη συνέντευξη αυτή και δεν τη βρίσκω, άμα τη βρείτε εσείς, ενημερώστε με!


– Ένα απ’ τα πρώτα πράγματα που μας έμαθε ήταν να σεβόμαστε πάνω απ’ όλους τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ερχόμενος από τη Σμύρνη το ’22, γνώρισε όλο αυτό το ρεμπέτικο κλίμα στον Πειραιά του ’30 και επηρεάστηκε απ’ τους ρεμπέτες στα δικά του τραγούδια. Βέβαια, ο πατέρας μου έφερε κι άλλες επιρροές από τη Μικρά Ασία, τους μπάλλους, ακόμη και το μπελ κάντο. Πίστευε πως πολλοί απ’ τους ρεμπέτες, όπως ο Ανέστος Δεληάς, μόνοι τους καταστράφηκαν και δεν ακολούθησαν με πίστη τη δουλειά τους. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν κι ο μοναδικός, μαζί με τον Χιώτη, που είχαν πάει στον Μεταξά για να δοθούν άδειες για τα τραγούδια αυτά στα κέντρα. Δεν ήταν άνθρωπος των καταχρήσεων και κατά τη γνώμη μου είναι εσφαλμένη η εντύπωση του κοινού ”καταραμένου” βίου των ρεμπετών. Το λέω, διότι στο σπίτι μας ούτε κρασί δεν έπινε.

– Νιώθω μεγάλη φόρτιση κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, και δε μπορώ να θυμηθώ ποιο τραγούδι του ξεχώριζε περισσότερο, νομίζω όμως ότι αγαπούσε πολύ το ”Τα νιάτα δεν τα χόρτασα’‘. Επίσης, το ”Πριν το χάραμα” με τους στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, που δεν πίστευε ούτε ο ίδιος ότι θα έγραφε ιστορία αυτό το τραγούδι.


– (σ.σ. κλαίει) Την 3η Αυγούστου του 1972 δεν θα την ξεχάσω ποτέ! Εγώ ήμουν 17 ετών και 7 μηνών έγκυος. Ήταν της μόδας τα χρωματιστά πουκάμισα τότε, έβλεπε τον Τσιτσάνη που τα φόραγε κιόλας. Πάντα πουκάμισα φορούσε ο μπαρμπα-Γιάννης ακόμα κι όταν πήγαινε με τους φίλους του, τους ψαράδες. Είχε πάρει πουκάμισα η μάνα μας στα αγόρια, τα αδέρφια μου, και της λέει ”Θέλω και μένα να μου πάρεις τέτοια”. Σκόπευε μετά τη δουλειά να πάνε με τη μάνα μου να πάρουν υφάσματα για να του έφτιαχνε στον ράφτη τα πουκάμισα του. Θα την έβαζε στο φέριμπότ για Σαλαμίνα κι εκείνος θα γύρναγε σπίτι για να κοιμηθεί. Άργησε τελικά να πάει να την πάρει, γιατί τον γύρισαν σπίτι κάποιοι εφοπλιστές. Του λέει ο Αντώνης: ”Μπαμπά, ελάτε στο σπίτι να κοιμηθείτε και θα στείλουμε ένα φίλο με ταξί να πάει τη μαμά στο φέριμπότ”. ”Καλά λες” του απάντησε, ”ευκαιρία να δω και την κόρη σου που με μαγνητίζουν τα μάτια της” – ήταν μωρό τότε η ανιψιά μου, η κόρη του Αντώνη. Παρκάρουν μπροστά στο σπίτι του, ο Αντώνης κατέβηκε, αλλά ο μπαμπάς δε βγήκε απ’ το αμάξι. Έβαλε μπρος και έφυγε! Δεν ξέρω τι έγινε εκεί, ίσως ήτανε η ώρα του…Πρώτα πέρασε απ’ όλους τους φίλους του, τους Τζιτζιφιώτες, και τους χαιρέτισε…Μετά τον πήρε ο ύπνος στον καινούργιο δρόμο του Περάματος, στην ευθεία…Το κακό έγινε…Πιστεύω πως θα ζούσε κι άλλα χρόνια αν έμπαινε στο χειρουργείο! Τον έπνιξε το ίδιο του το αίμα, περιμένοντας για ώρες στο διάδρομο που τον είχανε βάλει…Δυο παιδιά μ’ ένα φορτηγό τον πήγαν στο Κρατικό. Δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η εφημερία και τον έστειλαν στο Τζάνειο. Ήταν καθιστός δίπλα τους όσο τον πήγαιναν, εν ζωή, τους μίλαγε…Τον πάνε στο Τζάνειο, όπου η εφημερία είχε λείξει και τον ξαναστέλνουν στο Κρατικό. Τον βάζουν στο φορείο στο διάδρομο. Ζητούσε αέρα και νερό, είχε εσωτερική αιμορραγία…Εγώ βλέπω τα παράξενα, τη μάνα μου να μην έρχεται, τον Αντώνη να φεύγει σαν τρελός…Δε μου είχαν πει τίποτα, λόγω εγκυμοσύνης. Τηλεφωνώ στο θείο μου, τον αδερφό της μάνας μου, αλλά δεν τον βρίσκω εκεί. Λέω ότι ψάχνω το μπαμπά μου. Μου λέει μια φωνή από το τηλέφωνο: ”Ε, γι’ αυτό δεν είναι εδώ ο θείος σου. Πήγε στο νοσοκομείο, γιατί πέθανε”…46 χρόνια μετά την προσωπική μας τραγωδία, θεωρώ ότι έγινε ιατρικό λάθος 100%! Ήτανε και η χούντα τότε, δεν υπήρχαν οι κατάλληλες νοσοκομειακές υποδομές και τα πράγματα ήταν δύσκολα. Είχανε βάλει κι έναν ανακριτή να κάνει έρευνα, τι να το κάνω, βρε Αντώνη μου, αυτό…Έχασα τον πατέρα μου! Ήρθε ο ανακριτής στο σπίτι, δώσαμε κι εμείς καταθέσεις και θυμάμαι τον αδερφό μου να του λέει: ”Εγώ ξέρω πως όταν κάποιος μπαίνει χειρουργείο, δεν φοράει τα ρούχα του”…Ο πατέρας μου ήταν όλη την ώρα ντυμένος…Το πιο μεγάλο σοκ το πέρασε ο Αντώνης που τον είδε…Όταν βγήκε το ιατροδικαστικό πόρισμα, δόθηκε εντολή στα νοσοκομεία να υπάρχει πάντα προσωπικό, έχουν – δεν έχουν εφημερία…

– Η κηδεία ήταν πάνδημη. Πολλά χρόνια μετά, σε μια δουλειά μου, όταν έμαθε ένας συνάδελφος ποια είμαι, μου είπε πως τότε είχε μαγαζί στην πλατεία Καλλιθέας και ο κόσμος έφτανε από την πλατεία μέχρι κάτω στις Τζιτζιφιές. Είχε κλείσει ο δρόμος…Η κηδεία δεν έγινε δημοσία δαπάνη. Μας το πρότειναν, αλλά δεν το δέχτηκε η μάνα μου και καλά έκανε! Τη μανούλα μου τη χάσαμε το ’92 – έζησε για 20 χρόνια με τη σκέψη του μπαμπά…


– Σαν Χρύσα, είμαι πάρα πολύ υπερήφανη για τον πατέρα που είχα, όχι μόνο για το έργο του, αλλά και για το χαρακτήρα του κι αυτό για μένα ήταν η σημαντικότερη κληρονομιά που μας άφησε.

– Θεωρώ ότι ανεξαρτήτως του έργου του, ο Γιάννης Παπαϊωάννου δεν έχει εκτιμηθεί σωστά από κανέναν! Ούτε ο δήμος Καλλιθέας, που έζησε, δούλεψε, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια, τον έχει τιμήσει, όπως θα του άξιζε! Θεωρώ, τέλος, πως ούτε τα δισκογραφικά κυκλώματα, τον τίμησαν όπως θα έπρεπε. Δε θα ξεχάσω ότι μας τραβούσαν στα δικαστήρια και μας ζητούσαν δυόμισι εκατομμύρια για ένα τούρκικο τραγούδι, που είχε διασκευάσει ο πατέρας μου! Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, εξακολουθεί να παραμένει μια απώλεια στη ζωή μας που δεν ξεπερνιέται. Με τίποτα!