ΘΓ

Θανάσης Γάλλος

1834-1848: Η βασανιστική πορεία του Μαρξ προς την ωριμότητα

Τα νεανικά του χρόνια στη Ρηνανία, τα πρώιμα έργα και η «Εφημερίδα του Ρήνου». Πολιτική δράση και περιπλανήσεις σε Παρίσι, Βρυξέλλες και Λονδίνο. Η συγγραφή του «Κομμουνιστικού μανιφέστου»

AP 18125408421566 0

Ο Μαρξ ήταν γιος του δικηγόρου και κατοπινού δικαστικού συμβούλου Χάινριχ Μαρξ, που ήταν πολύ καλλιεργημένος και μορφωμένος άνθρωπος, απαλλαγμένος απόλυτα από την επίδραση της τελετουργικής θρησκείας. Για τον πατέρα του Μαρξ γνωρίζουμε ότι ήταν ένθερμος θαυμαστής της γαλλικής λογοτεχνίας του διαφωτισμού του 18ου αιώνα και ότι γενικά η επιρροή της γαλλικής κουλτούρας ήταν ισχυρότατη στην οικογένεια των Μαρξ.

Ο πατέρας του Μαρξ διάβαζε έργα συγγραφέων όπως ο Αγγλος φιλόσοφος Τζον Λοκ και οι Γάλλοι διαφωτιστές Βολταίρος και Ντιντερό και έμαθε στον γιο του να κάνει το ίδιο. Ο Λοκ, από τους ιδεολογικούς ηγέτες της δεύτερης Αγγλικής Επανάστασης, της γνωστής και ως Ενδοξης Επανάστασης (1688), καταπολέμησε σε φιλοσοφικό επίπεδο τον ισχυρισμό πως οι ιδέες είναι έμφυτες. Απέδειξε ότι ο άνθρωπος δεν έχει έμφυτες ιδέες οι οποίες υπάρχουν ανεξάρτητα από τον εμπειρισμό, αλλά απεναντίας κάθε ιδέα, κάθε καινούργια σκέψη, δεν είναι παρά προϊόν της εμπειρίας και της μόρφωσης. Οι Γάλλοι υλιστές βάδισαν προς την ίδια κατεύθυνση. Ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει τίποτε στο ανθρώπινο πνεύμα το οποίο να μην υπήρξε πρωθύστερα ως αίσθηση, που διαπέρασε προηγουμένως τις αισθήσεις. Ούτε αυτοί αναγνώριζαν την ύπαρξη καμίας απολύτως έμφυτης ιδέας.

Ο πατέρας του Μαρξ, αν και από παλιά είχε διακόψει τις σχέσεις του με τη θρησκεία, εξακολουθούσε να συνδέεται με τον ιουδαϊσμό, και μόλις το 1824 ασπάστηκε τον χριστιανισμό, όταν δηλαδή ο Μαρξ ήταν έξι χρόνων. Σίγουρα σε έναν βαθμό αυτό αποτέλεσε την πράξη ενός ανθρώπου ο οποίος ήθελε να αποκτήσει το δικαίωμα να ενταχθεί στην πολιτισμένη αστική κοινωνία. Ως έναν βαθμό έπαιξε και αυτό το στοιχείο κάποιον ρόλο, όμως σε αυτή την περίπτωση επέδρασε αποφασιστικά και η επιθυμία του να γλιτώσουν ο ίδιος και η οικογένειά του από όλα τα νέα μέτρα καταπίεσης στα οποία ήταν εκτεθειμένοι οι Εβραίοι μετά το 1815, όταν η Ρηνανία παραχωρήθηκε εκ νέου στους Πρώσους. Ο ίδιος ο Μαρξ, και αυτό πρέπει να τονιστεί, ενδιαφερόταν πολύ στα νεανικά του χρόνια για το εβραϊκό ζήτημα, παρόλο που ο ίδιος δεν συνδεόταν καθόλου πνευματικά με τον ιουδαϊσμό. Διατηρούσε πάντως στενές σχέσεις με την εβραϊκή κοινότητα της Τριρ. Οι Εβραίοι προσπαθούσαν μέσω μιας σειράς προσφυγών να απαλλαγούν από τα διάφορα καταπιεστικά μέτρα που τους είχαν επιβληθεί. Σε μια περίπτωση γνωρίζουμε πως κοντινοί συγγενείς του Μαρξ και σχεδόν ολόκληρη η κοινότητα απευθύνθηκε σε αυτόν με την παράκληση να συντάξει ένα τέτοιου περιεχομένου κείμενο. Την εποχή εκείνη ο Μαρξ ήταν ήδη 24 χρόνων.

Αυτό δείχνει ότι ο Μαρξ δεν περιφρονούσε καθόλου τους συγγενείς του, ότι ενδιαφερόταν για το εβραϊκό ζήτημα και ότι συμμετείχε στον αγώνα για τη λεγόμενη χειραφέτηση των Εβραίων. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να κάνει αυστηρή διάκριση ανάμεσα στον φτωχό εβραϊκό πληθυσμό, στον οποίο και συμπαραστεκόταν, και τους εκπροσώπους του πλούσιου χρηματιστικού εβραϊσμού, αν και πρέπει εδώ να προστεθεί ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, στα μέρη όπου ζούσε ο Μαρξ δεν υπήρχαν πλούσιοι Εβραίοι. Οι πλούσιοι Εβραίοι εκείνη την εποχή ήταν συγκεντρωμένοι στο Αμβούργο και στη Φρανκφούρτη.

Η πόλη Τριρ όπου γεννήθηκε ο Μαρξ στις 5 Μαΐου 1818 και όπου μερικοί από τους πρόγονους του ήταν ραβίνοι βρισκόταν στη Ρηνανία, μια από τις επαρχίες της Πρωσίας, η οποία έσφυζε από βιομηχανική και πολιτική ζωή. Σε αυτή την πόλη όπου ζούσε ο Μαρξ ήταν αναπτυγμένες η δερματοβιομηχανία και η υφαντουργία. Ηταν παλιά μεσαιωνική πόλη, έδρα του καθολικού επισκόπου, ήταν όμως και βιομηχανική πόλη, που την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης συγκλονίστηκε από ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα. Οπωσδήποτε η μανιφακτούρα αναπτύχθηκε εδώ πολύ λιγότερο σε σύγκριση με τα μέρη της Βόρειας Ρηνανίας, όπου βρίσκονταν τα κέντρα της μεταλλουργίας και της βαμβακοβιομηχανίας. Η Τριρ είναι χτισμένη σε έναν παραπόταμο του Ρήνου, τον Μόζελ, στην καρδιά της αμπελουργίας, όπου είχαν διατηρηθεί κατάλοιπα της κοινοτικής ιδιοκτησίας, ο αγροτικός κόσμος αποτελούνταν από μικροϊδιοκτήτες και δεν υπήρχαν ακόμη πολλοί μεγαλογαιοκτήμονες. Η Τριρ είχε διατηρήσει τον χαρακτήρα μεσαιωνικής πόλης. Από μερικές πηγές γνωρίζουμε ότι ο Μαρξ σε αυτά τα νεανικά του χρόνια ενδιαφερόταν πολύ για την κατάσταση των αγροτών. Ηδη από τότε οργάνωνε εκδρομές στα χωριά της περιοχής και συνέλεγε λεπτομερείς πληροφορίες για τη ζωή των αγροτών. 

Στο γυμνάσιο ο Μαρξ ήταν από τους πιο προικισμένους μαθητές, γεγονός που είχαν παρατηρήσει και οι καθηγητές του. Υπάρχει ένα έγγραφο, ένας έπαινος για τον νεαρό Μαρξ, από έναν από τους δασκάλους του για την τελευταία του εργασία, την έκθεση των απολυτήριων εξετάσεων. Ο δάσκαλος επαινεί τόσο το περιεχόμενο όσο και τη μορφή και θεωρεί απαραίτητο να ξεχωρίσει έναν συγκεκριμένο συλλογισμό, ο οποίος προφανώς σάστισε και τον ίδιο. Ο Μαρξ έπρεπε να γράψει μια έκθεση για το πώς διαλέγουν επάγγελμα οι νέοι άνθρωποι, στην οποία ωστόσο εκείνος τοποθέτησε το πρόβλημα διαφορετικά.

Απέδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ελεύθερη εκλογή επαγγέλματος. Πως ο άνθρωπος γεννιέται και ζει μέσα σε συνθήκες που προκαθορίζουν το επάγγελμά του και δημιουργούν την κοσμοθεωρία του. Σε αυτό μπορεί κάποιος να ανιχνεύσει το σπέρμα της υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας. Κάτω από την επίδραση του πατέρα του ο Μαρξ ήδη από τα νεανικά του χρόνια είχε αφομοιώσει μερικές από τις ιδέες του γαλλικού υλισμού.

Οταν ο Μαρξ τελείωσε το γυμνάσιο, το 1834, ήταν 16 χρόνων. Πέρασε στο πανεπιστήμιο το 1836, δηλαδή σε μια περίοδο που είχε ήδη ξεθυμάνει μια σειρά από επαναστατικές εξεγέρσεις και στην κοινωνική ζωή της ευρωπαϊκής ηπείρου είχε επέλθει κάποια ηρεμία. Την ίδια εποχή εμφανιζόταν και στη Γερμανία ένα ρεύμα μελέτης των αιτιών της αποτυχίας αυτών των πολιτικο-επαναστατικών κινημάτων. Τα πανεπιστημιακά του χρόνια ο Μαρξ τα πέρασε με επίπονες μελέτες. Αυτή την εποχή αναζητούσε μια κοσμοθεωρία, μια θεωρία που να του επέτρεπε να θεμελιώσει θεωρητικά το μίσος που ήδη έτρεφε κατά της κυρίαρχης πολιτικής και κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Σε αυτή την αναζήτηση έγινε οπαδός της φιλοσοφίας του Χέγκελ και μάλιστα υπό τη μορφή που της έδωσαν οι νεοεγελιανοί όταν από τη φιλοσοφία του Χέγκελ άντλησαν τα πιο ριζοσπαστικά συμπεράσματα στο πεδίο της πολιτικής των αστικών σχέσεων και των θρησκευτικών σχέσεων. Τον Απρίλιο του 1841 ο Μαρξ τελείωσε τις σπουδές και απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα. Αρχικά σκόπευε να αναπτύξει φιλοσοφική και επιστημονική δραστηριότητα, παραιτήθηκε όμως από αυτήν τη σκέψη όταν στον φίλο και δάσκαλό του Μπρούνο Μπάουερ, που ήταν από τους επικεφαλής των νεοεγελιανών και ασκούσε αυστηρή κριτική στην επίσημη θεολογία, αφαιρέθηκε το δικαίωμα να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Τότε ήταν που προσκλήθηκε να συνεργαστεί με μια καινούργια εφημερίδα.

Οι εκπρόσωποι της πιο ριζοσπαστικής πτέρυγας της εμπορικής και βιομηχανικής αστικής τάξης της Ρηνανίας, ο Καμπχάουζεν και άλλοι, είχαν αποφασίσει να ιδρύσουν το δικό τους πολιτικό όργανο. Η πιο σημαντική εφημερίδα στη Ρηνανία ήταν η «Εφημερίδα της Κολωνίας» και η Κολωνία ήταν εκείνη την περίοδο το πιο εξελιγμένο βιομηχανικό κέντρο ολόκληρης της επαρχίας. Η ριζοσπαστική αστική τάξη της Ρηνανίας ήθελε σε αυτή την καθοδηγούμενη κυβερνητική εφημερίδα να αντιτάξει το δικό της όργανο, προκειμένου να υπερασπίσει τα δικά της οικονομικά συμφέροντα απέναντι στη φεουδαρχία.

Σημαντικό ρόλο στην εφημερίδα έπαιζε, εκτός από τον Καμπχάουζεν, ο γνωστός επιχειρηματίας – κατασκευαστής σιδηροδρομικών γραμμών Μέβισεν. Είχαν συγκεντρώσει τους οικονομικούς πόρους, τους έλειπαν όμως οι συντάκτες. Τα χρήματα συγκεντρώθηκαν από εύπορους βιομήχανους και δόθηκαν σε μια ορισμένη ομάδα συγγραφέων. Επικεφαλής της εφημερίδας βρισκόταν μια ομάδα από νεαρούς φιλοσόφους και λογοτέχνες της εποχής. Ο Μόζες Χες ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Μαρξ και ήδη κατά στη δεκαετία του 1830 υποστήριζε την ανάγκη να υπάρξει μια συμμαχία ανάμεσα στα προηγμένα έθνη προκειμένου να κατακτηθεί η πολιτική και πολιτιστική ελευθερία. Ο Μόζες Χες, υπό την επίδραση του γαλλικού επαναστατικού κινήματος, είχε γίνει κομμουνιστής ήδη από το 1842, πιο νωρίς δηλαδή από τον Μαρξ. Μαζί με άλλους συντρόφους του έγινε ένας από τους σημαντικότερους συντάκτες της «Εφημερίδας του Ρήνου».

Ο Μαρξ ζούσε τότε στη Βόννη. Για πολύ καιρό ήταν μόνο συνεργάτης, στέλνοντας απλώς άρθρα στην εφημερίδα. Σταδιακά όμως έλαβε διευθυντική θέση. Μέχρι τότε διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Χες. Ετσι, η εφημερίδα αυτή, αν και εκδιδόταν με έξοδα της βιομηχανικής αστικής τάξης της επαρχίας της Ρηνανίας, ήταν ταυτόχρονα και όργανο μιας ομάδας των πιο νέων και πιο ριζοσπαστών συγγραφέων, στην οποία ανήκε και ο Μαρξ.

Το φθινόπωρο του 1842 ο Μαρξ εγκαταστάθηκε στην Κολωνία και αμέσως έδωσε στην εφημερίδα νέα κατεύθυνση. Ο ίδιος επέμενε ότι ο πιο θεμελιώδης και ριζοσπαστικός αγώνας έπρεπε να δοθεί με τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Ηδη φαίνονταν οι διαφορετικοί όροι υπό τους οποίους αναπτύχθηκε η σκέψη του Μαρξ, αλλά και το γεγονός ότι δεν είχε υποστεί τον ίδιο θρησκευτικό διανοητικό ζυγό που είχε υποχρεωθεί να υποστεί ο νεαρός Ενγκελς. Γι’ αυτό στον αγώνα κατά της θρησκείας είναι πιο ψύχραιμος και δεν θεωρεί αναγκαίο να προσφέρει όλες του τις δυνάμεις στην κριτική της θρησκείας. Από μια απλή επιφανειακή πολιτική, προτιμάει μια πολύ θεμελιακή κριτική, θεωρώντας αυτήν τη μορφή της σύγκρουσης αναγκαία προκειμένου να διατηρηθεί η κυκλοφορία της εφημερίδας.

Οι βιογράφοι του Μαρξ αναφέρουν ότι η συνάντηση του Μαρξ και του Ενγκελς στη σύνταξη της «Εφημερίδας του Ρήνου» ήταν πολύ ψυχρή. Ο Ενγκελς, που ήταν ένας από τους ανταποκριτές της εφημερίδας στο Βερολίνο, προτού φύγει για την Αγγλία πέρασε από την Κολωνία. Είναι πιθανό να είχε κάνει από τότε μια αποφασιστική συζήτηση με τον Μαρξ, στην οποία ο τελευταίος υπερασπίστηκε την τακτική του και παράλληλα έθεσε αποφασιστικά το εργατικό πρόβλημα. Επέκρινε καυστικά τους νόμους κατά της αυτοδίκαιης υλοτομίας («Νόμοι για την κλοπή της ξυλείας»). Απέδειξε ότι οι νόμοι αυτοί διαπνέονταν από το πνεύμα των ιδιοκτητών, των γαιοκτημόνων, που πάσχιζαν με όλες τους τις δυνάμεις να εκμεταλλευτούν τους μικροαγρότες κατασκευάζοντας σκόπιμα διατάγματα που μετέτρεπαν τους αγρότες θέλοντας και μη σε ληστές. Δημοσιεύει και πάλι στην «Εφημερίδα του Ρήνου» μια σειρά από άρθρα για την κατάσταση των παλιών γνώριμών του, των αγροτών του Μόζελ. Τα άρθρα του για την κλοπή της ξυλείας και την κατάσταση των αμπελουργών του Μοζέλ προκάλεσαν αίσθηση και στις 15 Οκτωβρίου του 1842 ανέλαβε αρχισυντάκτης. Τα άρθρα αυτά προκάλεσαν μια άγρια διαμάχη με τον ανώτατο πρόεδρο της Ρηνανίας.

Τον εκτιμούσε ο λογοκριτής του

Στην εφημερίδα επιβλήθηκε διπλή λογοκρισία. Αφού, σύμφωνα με την κυβερνητική άποψη, ο Μαρξ ήταν η ψυχή της εφημερίδας, επιζητούνταν η απομάκρυνσή του. Ο καινούργιος λογοκριτής έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για αυτό τον λαμπρό και έξυπνο δημοσιογράφο ο οποίος παρέκαμπτε επιδέξια πολλά εμπόδια της λογοκρισίας, συνέχισε όμως να τον καταγγέλλει· τώρα πια όχι μόνο για τα κείμενά του, καθώς στρεφόταν και εναντίον της ομάδας των μετόχων που χρηματοδοτούσαν την εφημερίδα και βρίσκονταν πίσω από αυτήν. Οι τελευταίοι άρχισαν να ανησυχούν και ζήτησαν από τον Μαρξ να είναι λίγο πιο προσεκτικός προκειμένου να αποφύγει ενδεχόμενες δυσχέρειες. Ο Μαρξ αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Υποστήριζε ότι κάθε προσπάθεια να γίνει πιο μετριοπαθής θα ήταν έτσι κι αλλιώς καταδικασμένη και πως η κυβέρνηση δεν θα ησύχαζε με μια τέτοια εξέλιξη. Τελικά παραιτήθηκε από τη σύνταξη και εγκατέλειψε την εφημερίδα στις 18 Μαρτίου 1843. Αυτή η κατάληξη ωστόσο δεν οδήγησε στη σωτηρία της εφημερίδας. Πολύ σύντομα (την 1η Απριλίου, δηλαδή δύο εβδομάδες αργότερα) η κυκλοφορία της επρόκειτο να σταματήσει οριστικά.

Οταν ο Μαρξ εγκατέλειψε την εφημερίδα ήταν εντελώς άλλη προσωπικότητα από ό,τι όταν προσλήφθηκε. Δεν μπήκε ως κομμουνιστής αλλά μόνο ως ριζοσπάστης δημοκράτης, ένας δημοκράτης όμως που ενδιαφερόταν για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των χωρικών και αργότερα άρχισε να ενδιαφέρεται για όλα τα βασικά οικονομικά προβλήματα που σχετίζονταν με την κοινωνική τους θέση. Αυτό ανάγκασε τον Μαρξ, που μέχρι εκείνη την εποχή είχε ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με τη φιλοσοφία και τη νομολογία, να ασχοληθεί ολοένα και περισσότερο με τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα.

Οταν ο Μαρξ έφυγε από την «Εφημερίδα του Ρήνου» δεν ήταν κομμουνιστής, αντιμετώπιζε όμως τον κομμουνισμό σαν ξεχωριστό κίνημα, σαν ξεχωριστή κοσμοθεώρηση. Μαζί με τον Αρνολντ Ρούγκε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη Γερμανία δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να ασκηθεί πολιτική και κοινωνική προπαγάνδα. Γι’ αυτό τον λόγο αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Παρίσι και εκεί να εκδώσουν το περιοδικό «Γερμανογαλλικά χρονικά». Με αυτό τον τίτλο ήθελαν να υπογραμμίσουν, σε αντίθεση με τους Γάλλους και τους Γερμανούς εθνικιστές, ότι μια από τις προϋποθέσεις ώστε να πετύχει ο αγώνας εναντίον της αντίδρασης ήταν η στενή πολιτική συμμαχία ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία. Στα «Γερμανογαλλικά χρονικά» ο Μαρξ διατύπωσε για πρώτη φορά τα βασικά σημεία της μελλοντικής κοσμοθεώρησής του: από ριζοσπάστης δημοκράτης μετατρέπεται σε κομμουνιστή.

Αρχικά ο Μαρξ ήθελε να πάει στην Ελβετία και να συνεργαστεί με τον «Γερμανικό αγγελιαφόρο». Εκεί υπολόγιζε ότι θα έβγαζε 550 με 600 τάλιρα τον χρόνο και άλλα 250 από συγγραφικά δικαιώματα. Ομως η Ελβετία ήταν χώρα που αποθάρρυνε τους ριζοσπάστες. Τελικά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1843.

Η Ενωση των Δικαίων

Στα τέλη της δεκαετίας του 1830 είχε σχηματιστεί στο Παρίσι η εργατική οργάνωση Ενωση των Δικαίων, η πορεία της οποίας επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της πρώιμης σκέψης του Μαρξ – ιδίως η επιρροή του Βίλχελμ Βάιτλινγκ. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα εξέγερσης των μπλανκιστών, τη 12η Μαΐου 1839, είχε υποστεί παρατεταμένες διώξεις. Μετά την αποτυχία του 1839 τα περισσότερα μέλη της κατέφυγαν στο Λονδίνο. Μετά την καταστροφή του 1839 η Ενωση των Δικαίων έπαψε να λειτουργεί ως κεντρικό όργανο. Από το 1840 δεν υπάρχει κανένα ίχνος δραστηριότητας της οργάνωσης. Μόνο κάποιοι μεμονωμένοι όμιλοι που είχαν οργανωθεί από πρώην μέλη της ένωσης. Αλλα μέλη της οργάνωσης διέφυγαν στην Ελβετία. Ανάμεσά τους τη μεγαλύτερη επιρροή είχε ο Βάιτλινγκ. Ηταν ράφτης στο επάγγελμα και, όπως πολλοί Γερμανοί χειροτέχνες της εποχής, περιφερόταν από τη μια πόλη στην άλλη και το 1835 είχε ήδη φτάσει στο Παρίσι, όπου ωστόσο εγκαταστάθηκε μόνιμα μόλις το 1837 και έμεινε μέχρι το 1841. Εκεί έγινε μέλος της Ενωσης των Δικαίων και ήρθε σε επαφή με τις θεωρίες του Σαιν-Σιμόν και του Φουριέ. Εκεί συνάντησε και τον Μπλανκί και τους οπαδούς του. Στα τέλη του 1838 έγραψε την μπροσούρα «Η ανθρωπότητα όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι», στην οποία προάσπιζε ήδη τις ιδέες του κομμουνισμού. Το 1842 δημοσίευσε το κυριότερο έργο του, «Οι εγγυήσεις της αρμονίας και της ελευθερίας». Σε αυτό ανέπτυσσε διεξοδικότερα τις απόψεις που είχε ήδη διατυπώσει το 1838.

Ξεχώριζε από άλλους ουτοπιστές της εποχής –και σε αυτό φαινόταν η επίδραση του Μπλανκί– γιατί δεν πίστευε σε ένα ειρηνικό πέρασμα στον κομμουνισμό μέσω της πειθούς και του ορθού λόγου. Το 1845 συνελήφθη από τις ελβετικές αρχές και φυλακίστηκε για έξι μήνες λόγω της δράσης του να οργανώνει ομίλους Γερμανών εργατών και εξορίστων στη γερμανόφωνη Ελβετία και κυρίως στη Ζυρίχη. Μετά την αποφυλάκισή του απελάθηκε στην Πρωσία και έπειτα από πολλές κακουχίες κατόρθωσε να φτάσει στο Αμβούργο και από εκεί να περάσει στο Λονδίνο, όπου τον υποδέχτηκαν θριαμβευτικά.

Προς τιμήν του διοργανώθηκε η πρώτη διεθνής συγκέντρωση εργατών με τη συμμετοχή Αγγλων σοσιαλιστών και χαρτιστών, αλλά και Γάλλων και Γερμανών εξορίστων. Τον Οκτώβριο του 1844 οργανώθηκε, και με τη δική του συμμετοχή, μια διεθνής εταιρεία με την ονομασία Εταιρεία των Δημοκρατικών Φίλων των Λαών, με σκοπό τη συνένωση των επαναστατών κάθε εθνικότητας, την ενίσχυση της αδελφοσύνης ανάμεσα στους λαούς και την κατάκτηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Ο Βάιτλινγκ αρχικά ασκούσε μεγάλη επιρροή στην οργάνωση, ακόμη και στην Εργατική Ενωση του Λονδίνου. Πολύ σύντομα ωστόσο αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μια ισχυρή αντιπολίτευση. Για τον Βάιτλινγκ το προλεταριάτο δεν ήταν ιδιαίτερη τάξη με ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα. Το προλεταριάτο ήταν μόνο ένα τμήμα του φτωχού, καταπιεσμένου πληθυσμού. Εξακολουθούσε να πιστεύει στην ιδέα ότι οι ληστές και οι παράνομοι ήταν ένα από τα ελπιδοφόρα στοιχεία στην πάλη ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνία. Στην προπαγάνδα δεν έδινε καμία απολύτως σημασία. Ωστόσο το 1844 ο Βάιτλινγκ ανήκε στην ομάδα των πιο λαοφιλών και γνωστών ανθρώπων, όχι μόνο ανάμεσα στους εργάτες αλλά και ανάμεσα στους Γερμανούς διανοούμενους.

Την ίδια εποχή, στα τέλη Φλεβάρη του 1844, ο Μαρξ εξέδωσε στο Παρίσι τα «Γαλλογερμανικά χρονικά». Φύλλα τους κυκλοφόρησαν στην Πρωσία και οι αρχές έδωσαν εντολή αν ο Μαρξ και οι συνεκδότες του εντύπου έμπαιναν στην Πρωσία να συλληφθούν. Ομως ένας εκ των συνεκδοτών, ο Ρούγκε, ήρθε σε ρήξη με τον Μαρξ, μη συνεχίζοντας την έκδοση του εντύπου και δίνοντας για αμοιβή στον Μαρξ τα αδιάθετα αντίτυπα της εφημερίδας. Ετσι ο Μαρξ μετά το σταμάτημα της έκδοσης των «Χρονικών» δεν διέθετε κανένα δημοσιογραφικό όργανο για να προωθήσει τις θέσεις του. Οι κομμουνιστές τεχνίτες εξέδιδαν στο Παρίσι τη «Φόρβερτς» και εκεί ο Μαρξ δημοσίευσε το πρώτο του άρθρο στις 7 Αυγούστου 1844. Εκεί προέβη σε επανεκτίμηση της σχέσης του με τον Μπάουερ και τους αριστερούς εγελιανούς και έγραψε το «Εβραϊκό ζήτημα», μια κριτική στις έννοιες των πολιτικών δικαιωμάτων και της πολιτικής απελευθέρωσης. Στο Παρίσι άρχισε να συνεργάζεται με τον Φρίντριχ Ενγκελς, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με τα ζητήματα της εργατικής τάξης και της οικονομικής ανάλυσης του καπιταλισμού.

Στο Παρίσι συνάντησε επίσης τους Χάινε, Herwegh, Leroux και Μπακούνιν. Επειδή η «Φόρβερτς» δημοσίευε αντιπρωσικά άρθρα, ο Μαρξ στοχοποιήθηκε και παρακολουθούνταν από μυστικούς αστυνομικούς, ενώ οι πρωσικές αρχές ζήτησαν να απελαθεί από τη Γαλλία. Στις 11 του Γενάρη ο υπουργός Εσωτερικών διέταξε την απέλαση του Μαρξ. Θα μπορούσε να συνεχίσει να μένει εάν σταματούσε κάθε κριτική σε βάρος της πρωσικής κυβέρνησης. Στις 3 Φεβρουαρίου 1845 ο Μαρξ και η οικογένειά του εκδιώχθηκαν από τη Γαλλία.

Παραιτείται από την πρωσική υπηκοότητα

Εφτασε στις Βρυξέλλες στις 5 Φεβρουαρίου 1845. Ωστόσο ο πρεσβευτής της Πρωσίας ζήτησε την απέλασή του και παρότι ο Μαρξ ζήτησε αμέσως άδεια παραμονής, δεν την έλαβε. Υποχρεώθηκε στη συνέχεια να υπογράψει μια βεβαίωση απέναντι στις αρχές πως δεν θα εξέδιδε κανένα έντυπο σχετικά με τη σύγχρονη πολιτική. Τελικά υπέγραψε και εξασφάλισε τη διαμονή. Ομως τον Δεκέμβριο του 1845 παραιτήθηκε από την πρωσική υπηκοότητα. Στις Βρυξέλλες συνέγραψε με τον Ενγκελς τη «Γερμανική ιδεολογία», μια κριτική μελέτη της φιλοσοφίας του Χέγκελ και των αριστερών εγελιανών. Αργότερα ο Μαρξ έγραψε την «Αθλιότητα της φιλοσοφίας», μια κριτική μελέτη της γαλλικής σοσιαλιστικής σκέψης. Αυτά τα δύο έργα αποτέλεσαν τις βάσεις για το επικείμενο «Κομμουνιστικό μανιφέστο», που εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 21 Φεβρουαρίου του 1848, με εντολή της Communist League, μιας οργάνωσης Γερμανών μεταναστών οι οποίοι είχαν συναντήσει τον Μαρξ στο Λονδίνο.

Είναι απόλυτα φυσικό ο Μαρξ και ο Ενγκελς να επιζητούσαν να γνωριστούν με τον Βάιτλινγκ. Ηδη το καλοκαίρι του 1845, την εποχή που ο Βάιτλινγκ ζούσε ακόμη στο Λονδίνο, ο Μαρξ και ο Ενγκελς στη διάρκεια του σύντομου ταξιδιού τους στην Αγγλία γνωρίστηκαν με τους Αγγλους χαρτιστές και τους Γερμανούς εξορίστους. Το αν συναντήθηκαν και με τον Βάιτλινγκ δεν το γνωρίζουμε με σιγουριά. Σε στενή επαφή μαζί του ήρθαν μόλις στις αρχές του 1846, όταν ο Βάιτλινγκ ήρθε στις Βρυξέλλες, όπου, όπως προαναφέρθηκε, είχε εγκατασταθεί ο Μαρξ όταν στις αρχές του 1845 τον απέλασαν από τη Γαλλία. Ο Μαρξ ήταν τότε ήδη πολύ απασχολημένος με την οργανωτική δουλειά. Οι Βρυξέλλες πρόσφεραν μεγάλες δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Το Βέλγιο ήταν ενδιάμεση χώρα ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Οι Γερμανοί εργάτες και διανοούμενοι που πήγαιναν στο Παρίσι συχνά περνούσαν κάποιες ημέρες στις Βρυξέλλες και από εκεί εισήγαν λαθραία και παράνομα βιβλία στη Γερμανία.

O Μαρξ μπόρεσε από πολύ νωρίς να προπαγανδίσει την ιδέα να συγκληθεί ένα συνέδριο όλων των κομμουνιστών έτσι ώστε να δημιουργηθεί η πρώτη διεθνής οργάνωση που θα συσπείρωνε όλες τις κομμουνιστικές δυνάμεις. Θα πραγματοποιούνταν στη βελγική πόλη Βερβιέ (Verviers), η οποία βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τη Γερμανία, και όπου κατά συνέπεια μπορούσαν να έρθουν εύκολα οι Γερμανοί κομμουνιστές. Δεν είναι εξακριβωμένο αν τελικά πραγματοποιήθηκε το συνέδριο αυτό ή όχι. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ενγκελς, ο Μαρξ είχε κάνει όλες τις προετοιμασίες πολύ προτού έρθουν από το Λονδίνο εκπρόσωποι από την Ενωση των Δικαίων και τον προσκαλέσουν να προσχωρήσει σε αυτήν.

Ο Μαρξ θεωρούσε εξαιρετικά σημαντικό να κερδίσει τους κύκλους που βρίσκονταν υπό την ισχυρή επιρροή του Βάιτλινγκ. Γι’ αυτό και επιδίωκε να συμφωνήσουν σε μια κοινή βάση. Η σχέση του Μαρξ με τον Βάιτλινγκ όμως κατέληξε σε πλήρη ρήξη. Η ιστορία της ρήξης αυτής είναι γνωστή από τον Ρώσο κριτικό Ανένκοφ, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν θαυμαστής του Μαρξ και την άνοιξη του 1846 βρισκόταν στις Βρυξέλλες. Μας άφησε μια ενδιαφέρουσα περιγραφή, η οποία περιέχει αρκετές ανακρίβειες αλλά έχει και μια δόση αλήθειας. Περιγράφει μια συγκέντρωση κατά την οποία έγινε μια έντονη συζήτηση ανάμεσα στον Μαρξ και τον Βάιτλινγκ. Σύμφωνα με τον Ανένκοφ, ο Μαρξ χτύπησε τη γροθιά στο τραπέζι και φώναξε στον Βάιτλινγκ: «Η άγνοια δεν βοήθησε ποτέ κανέναν». Αυτό είναι πολύ πιθανό να συνέβη, διότι ο Βάιτλινγκ ήταν αντίθετος με την προπαγανδιστική προετοιμασία της επανάστασης, αφού ισχυριζόταν ότι οι φτωχοί είναι πάντα έτοιμοι για την επανάσταση και γι’ αυτό τον λόγο η επανάσταση είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε στιγμή, φτάνει να υπάρχει αποφασιστική ηγεσία.

Οριστική ρήξη με τον Βάιτλινγκ 

Από το γράμμα του ίδιου του Βάιτλινγκ γι’ αυτήν τη συγκέντρωση φαίνεται ότι ο Μαρξ υποστήριξε τα παρακάτω σημεία: κατά πρώτον, είναι απαραίτητο ένα «ξεκαθάρισμα» στις γραμμές των κομμουνιστών. Κατά δεύτερον, όλοι οι ανάξιοι θεωρητικοί πρέπει να υποβληθούν σε κριτική. Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί κάθε ιδεαλιστική προσέγγιση του σοσιαλισμού που στηρίζεται μόνο στην καλή θέληση των τάξεων για συνεργασία. Και, τέλος, πριν από την πραγμάτωση του κομμουνισμού είναι αναπόφευκτο να προηγηθεί μια εποχή στην οποία την εξουσία θα κατέχει η αστική τάξη.

Τον Μάιο του 1846 επήλθε η οριστική ρήξη. Ο Βάιτλινγκ έφυγε σύντομα και περνώντας και πάλι από το Λονδίνο έφυγε για την Αμερική, όπου και παρέμεινε μέχρι τις επαναστάσεις του 1848. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς συνέχισαν το οργανωτικό τους έργο με τη βοήθεια και άλλων συντρόφων τους. Οταν η Ενωση των Δικαίων τους προσκάλεσε να προσχωρήσουν στην ένωση, αυτοί δήλωσαν ότι θα προσχωρήσουν με τον όρο να γίνει αποδεκτό το πρόγραμμά τους. Τα μέλη της συμφώνησαν και η Ενωση των Δικαίων μετασχηματίστηκε στην Ενωση των Κομμουνιστών, η οποία ανέθεσε αμέσως στον Μαρξ και τον Ενγκελς να συγγράψουν το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», το οποίο εκδόθηκε μία ημέρα πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1848 στο Παρίσι.

* Ο Θανάσης Γάλλος είναι δρ. Ιστορίας ΕΚΠΑ

* Περιοδικό Hot Doc History #38, Μαρξ: 200 χρόνια από τη γέννησή του – Η μεγάλη τομή στη δυτική σκέψη

Κολωνός: Σήμερα η απόφαση του δικαστηρίου για τον Μίχο, τον «Μιχάλη» και τη μητέρα της 12χρονης

michos ilias 1

Κολωνός: Σήμερα η απόφαση του δικαστηρίου για τον Μίχο, τον «Μιχάλη» και τη μητέρα της 12χρονης

Οι δικαστές καλούνται να αποφανθούν για την ενοχή ή μη 26 κατηγορουμένων - Συγκεντρώσεις υποστήριξης…