«Είναι μυστήριο τρένο η τεχνική της συνέντευξης. Για συνέντευξη μιλάμε, όχι για ξεπέτα, ούτε γι’ αυτό το μίζερο το πράμα όπου ο δημοσιογράφος έχει σημειώσει δέκα ερωτησούλες κει χάμω και ό,τι και να απαντήσει ο άλλος, αυτός απτόητος προχωράει στην επόμενη. Τέτοιες συνεντεύξεις τις αποκαλώ ”ποια τα μελλοντικά σας σχέδια;” γιατί αυτό πάντα είναι το τυποποιημένο τους φινάλε: αν πει ο άλλος ”τα μελλοντικά μου σχέδια είναι να αυτοκτονήσω” εσύ απαντάς ”ευχαριστώ για το χρόνο σας”». Έτσι ξεκινάει ο πρόλογος της Έλενας Ακρίτα για το πρώτο βιβλίο του νεότερου συναδέλφου της και κινηματογραφιστή, Αντώνη Μποσκοΐτη. Με το οικείο χιούμορ της.
Και κάπου παρακάτω συνεχίζει η Ακρίτα: «Στο εξωτερικό οι interviewerς είναι μια ειδική κατηγορία δημοσιογράφων. Κάνουν μόνο αυτό. Πολλές μέρες πριν, ερευνούν, διαβάζουν, μελετάνε, διασταυρώνουν στοιχεία, γεγονότα, χρονολογίες. Και τότε, μόνο τότε, στέκονται απέναντι στο συνομιλητή τους. Κι, αν χρειαστεί, τον κάνουν φύλο και φτερό. Γιατί η συνέντευξη είναι ψυχογράφημα, δεν είναι αγιογραφία. Αυτό κάνει ο Αντώνης Μποσκοΐτης και το κάνει καλά. Πολύ καλά. Οι συνεντεύξεις του έχουν την γοητεία του ”αυθόρμητου”, ενώ μόνον αυθόρμητες δεν είναι. Υπάρχει προετοιμασία σοβαρή, έρευνα, συγκέντρωση στοιχείων – όμως αυτό δεν φαίνεται πουθενά. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως δεν διαβάζει συνέντευξη, αλλά παρακολουθεί μια τυχαία συνάντηση με έναν καφέ στη λιακάδα, έναν περίπατο στους δρόμους της μέρας και της νύχτας μας. Αυτή η αίσθηση εγγύτητας ενισχύεται από την συνειδητή επιλογή της προφορικότητας στον γραπτό λόγο του Αντώνη. Μόνο ένα εκπαιδευμένο μάτι μπορεί να διακρίνει όχι μόνο την προεργασία που έχει κάνει, αλλά και την εμμονική σχεδόν προσήλωση του Μποσκοΐτη σε ένα είδος που το γνωρίζει, το αγαπά και το τιμά».
Ήταν αναμενόμενη η έκδοση ενός βιβλίου με συνεντεύξεις του Μπόσκο, με δεδομένο πως εδώ και αρκετά χρόνια είχαν δημιουργήσει αίσθηση οι συνομιλίες του με κορυφαίες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό. Έτσι και τώρα, στο βιβλίο περιέχονται 18 μόνο από τις περίπου 600 συνεντεύξεις του μέσα σε ένα διάστημα 20ετίας που εργάζεται επαγγελματικά ως δημοσιογράφος. Σπάνιες συνομιλίες του με τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Marianne Faithfull, τη Δόμνα Σαμίου και τον Zbigniew Preisner, τον Demis Roussos και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, δημοσιευμένες ήδη στον ημερήσιο, περιοδικό και ηλεκτρονικό Τύπο. Κι ανάμεσα τους, δύο συνεντεύξεις που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, αυτή με τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο και με την ηθοποιό – συγγραφέα Μπέττυ Βακαλίδου.
Επίσης δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του βιβλίου: «18 συνεντεύξεις – Σαν μονόπρακτα». Η «συνειδητή επιλογή της προφορικότητας», όπως σημειώνει και η Έλενα Ακρίτα, έχει δώσει ακριβώς στις συγκεκριμένες συνομιλίες μία θεατρική υφή. Αν δηλαδή ο συγγραφέας φρόντιζε να δώσει και σκηνικές λεπτομέρειες – πληροφορίες, θα είχαμε ένα βιβλίο που ενώνει στην εντέλεια το δημοσιογραφικό λειτούργημα με τη θεατρική πράξη.
Κατ’ αποκλειστικότητα δημοσιεύουμε δύο αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις του Μπόσκο με τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Από τη συνέντευξη με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο:
– Πείτε μου κάτι άλλο, κύριε Χριστιανόπουλε. Κάποτε, σε ένα πέρασμα σας από την Αθήνα, στις αρχές του 1960, σας έγινε ένα αφιέρωμα. Παρόντες ήταν ο Λειβαδίτης, ο Μάριος Χάκκας και μία φίλη μου, η οποία σπούδαζε ηθοποιός στου Κουν τότε. Σας θυμάται, μου έλεγε, να την δείχνετε ως τη μόνη γυναίκα της παρέας και να λέτε στους άλλους: ”Αυτό το γυαλικό τι το θέλουμε;” Μέχρι σήμερα που πηγαίνει στα 70 της, δεν έχει ξεπεράσει το σοκ που υπέστη, από έναν ποιητή που αγαπούσε ιδιαιτέρως. Παραμένετε ακόμη τόσο μισογύνης;
– Κοιτάξτε, ναι, τα λέω κάτι τέτοια…Για να την πω βέβαια ”γυαλικό” σημαίνει πως θα ήταν ωραίο κορίτσι κι εύχομαι να παραμένει έτσι και στα 70 της. Δεν με ενδιέφεραν ποτέ οι γυναίκες, αυτές μ’ αγαπούν πολύ και δεν ξέρω γιατί.
– Πως θα ήταν ένας κόσμος χωρίς γυναίκες;
– Δεν θα είχε καμία διαφορά. Κάποιον θα έβρισκα πάλι να μην τον ανέχομαι και να μη με ανέχεται.
– Μιλάτε λόγω σεξουαλικής επιλογής;
– Όχι, μια τέτοια πορεία είναι μοναχική ούτως ή άλλως, υπήρχαν – δεν υπήρχαν γυναίκες γύρω μου.
– Και η φιγούρα της μάνας; Μιλάτε με τρυφερότητα γι’αυτήν στο ποίημα ”Τύψεις” που μελοποίησε και τραγούδησε ο Χατζιδάκις.
– Η μάνα του καθενός είναι ιερό πράγμα για κάθε άνθρωπο και αδιάφορο για τους γύρω του. Το ποίημα αυτό περιγράφει τη νεανική ενοχή μου όταν γύριζα σπίτι από τα νυχτοπερπατήματα και εκείνη έκανε πως δεν ξέρει ή όντως δεν ήξερε τίποτα. Εσείς το βρίσκετε τρυφερό, εγώ θα το έλεγα πολύ σκληρό ποίημα μέσα στην αναφορά του σε μένα τον ίδιο. Έτσι γράφονται τα ποιήματα όμως…