Τα γκρι παγωμένα τοπία ταιριάζουν απόλυτα με τις παγωμένες σχέσεις που περιγράφει η ταινία. Η πρώτη σκηνή με το δάσος και το κρύο ποτάμι στο οποίο ο 12χρονος Αλιόσα βρίσκει καταφύγιο γυρίζοντας από το σχολείο, μας προϊδεάζει για όλα όσα θα ακολουθήσουν στη συνέχεια.
Το κλάμα του πιτσιρικά πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου του, όταν καταλαβαίνει ότι οι γονείς του που χωρίζουν προσπαθούν να τον “φορτώσουν” ο ένας στον άλλον, είναι μία από τις πιο σπαρακτικές στιγμές της ταινίας, η οποία μένει χαραγμένη στο μυαλό.
Μετά το Λεβιάθαν, ο Ζβιάγκιντσεβ συνεχίζει να χαρτογραφεί τη Ρωσία του σήμερα, με πιο έμμεσο τρόπο. Μία χώρα η οποία βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο ανάμεσα στο παλιό και το νέο, ακροβατώντας μέσα στις αντιφάσεις της. Εξάλλου, οι γιαγιάδες της ταινίας, εκφράζουν την παραδοσιακή, συντηρητική αντίληψη για την κοινωνία και την οικογένεια, η οποία περνάει από γενιά σε γενιά.
Οι σκηνές που η πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι απορροφημένη στο κινητό της, βγάζει selfie όπου και αν βρίσκεται, χαζεύει τις φωτογραφίες άλλων στο Instagram, εκφράζει με ξεκάθαρο τρόπο την εξάρτηση από την τεχνολογία, την αποξένωση από την πραγματική επαφή και τους ναρκισσιστικούς χαρακτήρες που δημιουργεί.
Μία χώρα που μοιάζει άδεια από ανθρώπους, από συναισθήματα, χωρίς αγάπη, χωρίς διέξοδο. Οι διάλογοι μοιάζουν απόλυτα φυσικοί, ακόμα και κατά τη διάρκεια των ερωτικών σκηνών, ενώ ο σκηνοθέτης υφαίνει ένα τέλειο οικογενειακό ψυχολογικό θρίλερ.