Κ.Π. Καβάφης: "Αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις…"

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής. Γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια και σε ποιήματά του μιλά γι' αυτήν, γι' αυτό και αναφέρεται συχνά ως «ο Αλεξανδρινός».

57c5beb01dc524c50b8b46e9

Τα ποιήματα του είναι ιστορικά, φιλοσοφικά, ερωτικά και πολιτικά. Γοητεύεται από το κάλλος της νιότης, την ιστορία των ελληνιστικών χρόνων και τις σκοτεινές προσωπικότητες που έμειναν στην αφάνεια. Η πόλη που αγάπησε και που τον ενέπνευσε είναι αναμφιβήτητα η Αλεξάνδρεια. Μέσα από τα ποιήματα του όμως, ζωντανεύουν και άλλες χαμένες πόλεις, η Τροία, η Συρία, η Σπάρτη. Λίγο πριν την παρακμή τους, λίγο πριν την πτώση τους, εκεί που οι φιλοδοξίες, οι αυταπάτες και τα όνειρα είναι έτοιμα να παραχωρήσουν τη θέση τους στην ιστορία που έρχεται να τα σαρώσει όλα με το πέρασμα της.

Η φθορά, ο φόβος του θανάτου και η ήττα με αξιοπρέπεια, είναι επαναλαμβανόμενα μοτίβα για τον καβαφικό άνθρωπο, τα οποία συχνά ζωντανεύει μέσα από ιστορικά (πραγματικά ή φανταστικά πορτρέτα) και τα οποία σκηνοθετεί σε ένα ιστορικό πλαίσιο με εργαλεία την παρατήρηση, την ειρωνία, το παιχνίδι της άγνοιας των ηρώων του και της θλιβερής γνώσης του ποιητή.

Ο Καβάφης ήταν πάντοτε μελαγχολικός και πεσιμιστής, αλλά υπηρέτησε με πάθος τον ορθολογισμό. Τον απασχόλησε η διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας, ο μόχθος για την τέχνη, οι μικροί και μεγάλοι συμβιβασμοί που ο κάθε άνθρωπος πρέπει (;) να κάνει στη ζωή του.

Οι αιώνια χαμένοι, αυτοί που ξέρουν ότι θα χάσουν, αλλά συνεχίζουν να μάχονται, είναι τα πρόσωπα που περνούν από μπροστά μας μέσα από τα ποιήματα του και μας συνεπαίρνουν με τη δύναμη τους.

Για τον Καβάφη, η σχέση με την Ελλάδα και τον ελληνισμό είναι ιδιαίτερη. Ποτέ δεν γοητεύτηκε από πατριωτικές κορώνες και ανώφελους ηρωισμούς. Για αυτόν η Ελλάδα πέρασε έξω από τους Έλληνες, σε ολόκληρο τον κόσμο και σημασία έχει μόνο η γλώσσα, αυτή η μοναδική ελληνική γλώσσα που μπορεί να συνθέτει τέχνη, πολιτισμό, δημιουργία αξεπέραστη και μοναδική.

Ας θυμηθούμε μερικά από τα ωραιότερα ποιήματά του:

Απολείπειν ο θεός Aντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί

αόρατος θίασος να περνά

με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—

την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.

Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν

ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·

μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,

πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,

κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι

με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,

τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,

κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι

που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·

σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.

Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Μέρες του 1903

Δεν τα ηύρα πια ξανά — τα τόσο γρήγορα χαμένα ….

τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό

το πρόσωπο …. στο νύχτωμα του δρόμου ….

Δεν τα ηύρα πια — τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,

που έτσι εύκολα παραίτησα·

και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.

Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,

τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Τα Παράθυρα

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ

μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ

για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει

ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—

Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ

να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.

Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.

Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Τρώες

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·

είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.

Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι

παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε

νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.

Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας

βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—

Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.

Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη

θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,

κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,

η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·

ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·

κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε

ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,

στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.

Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.

Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.

Περιμένοντας τους Bαρβάρους

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;

Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;

Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,

και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη

στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί

τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε

για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί

τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν

σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·

γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,

και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·

γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια

μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα

να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία

κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).

Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,

κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.

Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,

και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.

Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. 

Καλλιάνος: «Θα φτάσω το μαχαίρι στο κόκκαλο για όλους τους πατεράδες»-Τι απαντά το «Αττικόν» (video)

kallianos adonis 654 new 102

Καλλιάνος: «Θα φτάσω το μαχαίρι στο κόκκαλο για όλους τους πατεράδες»-Τι απαντά το «Αττικόν» (video)

Η αγωνία του βουλευτή της ΝΔ για τη ζωή του πατέρα του, γίνεται κατά διαστήματα…