Newsroom

Newsroom

"Αlphaville", το αριστούργημα του Γκοντάρ σε επανέκδοση

Ο Lemmy Caution, φτάνει στην πόλη Αλφαβίλ από τις “Έξω Χώρες”, προσποιούμενος τον δημοσιογράφο Ivan Johnson από την εφημερίδα “Figaro-Pravda”.…

alphaville2

Ο Lemmy Caution, φτάνει στην πόλη Αλφαβίλ από τις “Έξω Χώρες”, προσποιούμενος τον δημοσιογράφο Ivan Johnson από την εφημερίδα “Figaro-Pravda”. Πρώτη του αποστολή είναι να βρει τον Henri Dickson, επίσης πράκτορα, συνάδελφο του που τα ίχνη του έχουν χαθεί τελευταία. Σύντομα τον ανακαλύπτει σε κάποιο ξεπεσμένο ξενοδοχείο, εθισμένο στο σεξ και στο ποτό και παροπλισμένο νοητικά όπως ο υπόλοιπος πληθυσμός της σκοτεινής πόλης. Έτσι, μαθαίνει ότι η πόλη κυριαρχείται από τον πανούργο υπολογιστή Alpha-60 που ελέγχει ολοκληρωτικά τους κατοίκους. Για καλύτερο έλεγχο έχει χωρίσει την πόλη σε ζώνες: υπάρχει η ζώνη της Ημέρας και η ζώνη της Νύχτας, του Θερμού και αυτή του Ψυχρού. Ο κατασκευαστής του Alpha είναι ένας παρανοϊκός επιστήμονας ο Von Braun του οποίου το πορτρέτο βρίσκεται παντού (και μας θυμίζει Ναζί). Η κόρη του επιστήμονα, η Natacha Von Braun (την υποδύεται θαυμάσια η Anna Karina) αναλαμβάνει να παρακολουθήσει τον Lemmy και έτσι θα γεννηθεί ένα ειδύλλιο.

Στην Άλφαβιλ τα βιβλία απαγορεύονται. Κυκλοφορεί ένα λεξικό, η “Βίβλος”, που περιέχει τις επιτρεπόμενες λέξεις, όμως κάθε μέρα εξαφανίζεται κι από μία λέξη. Η Νατάσα δεν γνωρίζει τις λέξεις “αγάπη” και “τρυφερότητα” αφού έχουν αφαιρεθεί από το λεξικό. Έχει όμως μαζί της ένα βιβλίο του Πωλ Ελυάρ, και τελικά αυτό θα βοηθήσει τον Λέμυ να νικήσει το κομπιούτερ. Ο ήρωας τελικά νικάει με τη δύναμη της ποίησης.

Ουτοπική, ατμοσφαιρική σάτιρα στο πνεύμα της δεκαετίας των νεανικών εξεγέρσεων και της ποπ κουλτούρας.Tο καλύτερο και αξεπέραστο ως σήμερα δείγμα ταινίας επιστημονικής φαντασίας με ρεαλιστικά σκηνικά.

alphaville

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 οι σκηνοθέτες του γαλλικού νέου κύματος αρχίζουν να ενδιαφέρονται για το είδος. Ο Γκοντάρ σατιρίζει το sci-fi και το noir με το Alphaville, ο Τρυφώ με το Fahrenheit 451 διασκευάζει ένα αφήγημα του Bradbury και ο Roger Vadim εισάγει το ερωτικό στοιχείο με τη Barbarella.Αυτό το αμάλγαμα γαλλικής διανόησης και επιστημονικής φαντασίας θα άλλαζε πολύ το είδος ώστε να βγουν αργότερα ταινίες όπως ο “Πλανήτης των πιθήκων” και η “Οδύσσεια του Διαστήματος”.Το περίεργο με το science fiction του Γκοντάρ είναι ότι δεν είναι καθόλου science fiction. Η ιστορία διαδραματίζεται στην “τέλεια” πόλη Αλφαβιλ που ελέγχεται από τον υπερ-νοήμονα υπολογιστή Alpha-60 (Alphaville σημαίνει η πόλη του Άλφα). Αυτός ορίζει και τις σκέψεις και τις πράξεις των πολιτών, ενώ δολοφονεί όποιον δείξει δικιά του βούληση. Εδώ επεμβαίνει ο ήρωας μας, ο Lemmy Caution (Eddie Constantin) που καθήκον του είναι να βρει και να εξουδετερώσει τον Alpha-60.

Ο Γκοντάρ, για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, μιλάει για το μέλλον και τον κίνδυνο της υποταγής του ανθρώπου στην «απόλυτη μηχανή». Δε δείχνει, όμως, φουτουριστικά ντεκόρ, αλλά το μοντέρνο Παρίσι του 1965, με τα γυάλινα κτίρια και τα νυχτερινά φώτα. Μιλάει, δηλαδή, για εμάς τους ίδιους, ήδη σκλάβους της μηχανιστικής ζωής και την τύχη μας, αν δεν επαναστατήσει η συνείδηση και το συναίσθημα, η φιλοσοφία, η ποίηση και το σινεμά σαν παιχνίδι – παραμύθι.To στόρι μπορεί να ακούγεται τυπικό για ένα φιλμ επιστημονικής φαντασίας, όμως η πόλη Άλφαβιλ είναι μια συνηθισμένη γαλλική πόλη στα μέσα του ’60 -και είναι κυριολεκτικά το Παρίσι. Ο Lemmy κυκλοφορεί μ’ ένα Ford Galaxie, όπως πολύς κόσμος τότε, και το μόνο “υπερσύγχρονο” αντικείμενο που έχει είναι μια κάμερα. Όταν δε εμφανίζεται ο Alpha-60 βλέπουμε φώτα που αναβοσβήνουν και έναν ανεμιστήρα. Το Rough Guide to Sci-fi movies λέει: “Ο σκηνοθέτης ξόδεψε περισσότερα στο φαγητό παρά στα ειδικά εφέ”.

Το ζήτημα όμως δεν είναι ότι έχουμε μια φτηνή ταινία. Ένα φτηνό sci-fi είναι πολύ διαφορετικό και σ’ αυτό το είδος ο σκηνοθέτης προσπαθεί να έχει τουλάχιστον μια υποψία τεχνολογικής προόδου. Εδώ τίποτα. Εδώ έχουμε τον Γκοντάρ να κλείνει το μάτι στο κοινό, να σατιρίζει τις προσδοκίες των θεατών, μέχρι που γίνεται κυνικός. Γιατί η πλήρης απουσία σπέσιαλ εφέ σε ταινία επιστημονικής φαντασίας είναι αν μη τι άλλο κάτι κυνικό. Έπειτα είναι η σχηματική δράση. Σε κάποια σημεία παίζει με το στοπ καρέ, αλλού με την αργή κίνηση. Η πλοκή είναι υποτυπώδης, ενώ έχουμε συνεχείς αναφορές στην ποπ (υπο)κουλτούρα. 

Ο Lemmy Caution παραείναι γραφικός για να τον πάρει κανείς στα σοβαρά. Κατ’ αρχήν, πριν το Άλφαβιλ ο ίδιος ηθοποιός, o Eddie Constantin, είχε παίξει τον ίδιο ήρωα, ένα πράκτορα του FBI, σε επτά ταινίες. Ο Λέμμυ ήταν ήδη γνωστός σαν ήρωας των γαλλικών b-movies. Η “έκδοση” που έκανε ο Γκοντάρ περιλαμβάνει -εκτός από τα ήδη γνωστά στο γαλλικό κοινό- αναφορές σε όλη τη γκάμα των ηρώων της μαζικής κουλτούρας του ’60: Dick Tracy, James Bond, Flash Gordon (και στον γάλλο ξάδερφο του Guy L’ Eclair), χορευτικές φιγούρες του Gene Kelly, τη θρυλική μάχη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου στο νησί Γκουανταλκανάλ του Ειρηνικού, που κάνει παρήχηση με την Καζαμπλάνκα. Και έχουμε ένα παστίζ πρωταγωνιστών του νουάρ με εξέχοντα φυσικά τον Μπόγκαρτ, κι όλα αυτά με διάθεση παρωδίας του προϋπάρχοντα Lemmy. 

Η Alphaville βρίσκεται σε κάποιον μακρινό γαλαξία. Ακόμα κι αν δεν διαφέρει σε πολλά από το Παρίσι της δεκαετίας του 60, πρόκειται για τον μακρινό τόπο μίας φουτουριστικής περιπέτειας, ενός αντισυμβατικού film noir. Ένας macho ιδιωτικός ντέτεκτιβ, μία σκοτεινή femme fatale και ένα μυστήριο προς εξιχνίαση αποτελούν τα κεντρικά κομμάτια ενός παζλ που δεν πρόκειται ποτέ να συμπληρωθεί. Γιατί η ίδια η ταινία που σκηνοθέτησε το 1965 ο πιο σκληροπυρηνικός της ομάδας του Cahiers, Jean-Luc Godard, αντιμάχεται εκούσια την ίδια τη φύση της. Υπόσχεται έναν γαλλικό φόρο τιμής στα αστυνομικά φιλμ της χρυσής εποχής του αμερικάνικου σινεμά και καταλήγει σε μία άκρως εντυπωσιακή σκηνοθετική αυτοψυχανάλυση. 

Ο Godard ανοίγει τις πύλες ενός κόσμου τόσο μακρινού, όσο ένας άγνωστος γαλαξίας, αλλά και τόσο οικείου, όσο οι άσβηστες προσωπικές εμμονές του. Στον κόσμο της Alphaville ο χρόνος και ο χώρος μοιάζουν ακατάστατα ταρακουνημένα. Η χιονισμένη νύχτα στην μία άκρη της πόλης συνορεύει με το ηλιόλουστο θέρος της άλλης, ενώ η Νέα Υόρκη και το Τόκυο βρίσκονται σκορπισμένα στις μακρινές γωνιές του σύμπαντος. Οι άνθρωποι φέρουν τον προσωπικό τους κωδικό στο λαιμό, θυμίζουν πειραματόζωα λοβοτομής και επαναλαμβάνουν προγραμματισμένες κοινωνικές συμπεριφορές. Ένα πολύπλοκο σύστημα ηλεκτρονικών νευρώνων επιβλέπει τα πάντα, επεμβαίνει και ανακρίνει. Το κλάμα και το γέλιο απαγορεύονται και οι αντιφρονούντες εκτελούνται στις πλατείες θεάτρων και σε εσωτερικές πισίνες. Πόσο πρωτότυπη είναι μία τέτοια -δυσοίωνη- απεικόνιση του μέλλοντος, δεν έχει καμία σημασία, αφού η ίδια η πράξη της κινηματογραφικής περιγραφής εντυπωσιάζει περισσότερο από την περιγραφόμενη πραγματικότητα. 

Γιατί το ευφυές σκηνοθετικό πνεύμα του Godard πείθει για το απτό και το αληθοφανές του κόσμου της Alphaville ακόμα κι αν στα πλάνα των παριζιάνικων -έστω μοντέρνων- τοπίων δεν κρύβεται απολύτως τίποτα το φουτουριστικό. Στην πραγματικότητα, η Alphaville είναι η εντύπωση που αφήνει ένα ατελείωτο άλμπουμ καρτ ποστάλ. Ηχητικών, όμως, και όχι οπτικών. Επιδέξιος χειραγωγός των ηχητικών συνθέσεων, ο Godard συγκεντρώνει εδώ όλες τις εμπνεύσεις του: αφηγήσεις, αγωνιώδη μουσικά θέματα, ηχηρές σκέψεις και βίαιες παρεμβάσεις αόρατων συνομιλητών, μεγεθυμένες ηχητικές λεπτομέρειες και -βέβαια- οι παύσεις σιωπής, σήμα κατατεθέν της τεχνοτροπίας του Godard, συνθέτουν τον «φυσικό» ήχο της Alphaville. Τα περίπλοκα σκηνικά και τα ειδικά οπτικά εφέ παραμερίζονται έτσι από τον τεράστιο συναισθηματικό όγκο που μόνη της η ηχητική επένδυση δημιουργεί. Σασπένς, μυστήριο και μία διάχυτη αίσθηση απομάκρυνσης από την κοινή πραγματικότητα, προκύπτουν σχεδόν αποκλειστικά από τον ευφυή συντονισμό του φύσει πιο αντικινηματογραφικού στοιχείου, του ήχου. 

Βέβαια, η σφραγίδα του Godard βρίσκεται παντού, σε αυτό το απόλυτα προσωπικό δείγμα κινηματογράφησης. Οι παρεμβάσεις γραπτού λόγου, από τα τυπωμένα ποιήματα μέχρι τις απειλητικές πινακίδες νέον και τους επιστημονικούς τύπους, συμβάλλουν στην νοηματική αποσπασματικότητα και την αφηγηματική ασυνέχεια, οδηγώντας το ρεύμα του συναισθήματος και της σκέψης στα γνώριμα, δαιδαλώδη κανάλια του Γάλλου σκηνοθέτη. Η ύπαρξη ενός πολιτικού κατηγορώ δεν θα μπορούσε να είναι πιο πρόδηλη και το ζήτημα των κινήτρων του Godard -αναρχικών για τους πολλούς, βαθύτατα συντηρητικών για άλλους- τίθεται για άλλη μια φορά στο «Alphaville» μία ταινία που δεν ασκεί απλώς κριτική στην γαλλική πραγματικότητα, αλλά την τοποθετεί στο μακρινό -αλλά και τόσο όμοιο – μέλλον. Στην κορυφή του παράτολμου οράματος του Godard στέκεται για άλλη μία φορά η πρωταγωνίστρια-φετίχ του γαλλικού Νέου Κύματος, Anna Karina. Τα πιο όμορφα μάτια από καταβολής κινηματογράφου καθρεφτίζουν ακόμα ένα εμπνευσμένο όνειρο του χαρισματικού δημιουργού, αποδεικνύοντας πως ο έρωτας μπορεί εκτός από αντικείμενο της τέχνης να γίνει και αστείρευτη πηγή αυτής. Οι φανατικοί του Godard, ας αναζητήσουν σύσσωμο το επιτελείο των πρωταγωνιστών αλλά και τον ίδιο τον σκηνοθέτη της «Alphaville» στο uncredited,αλά-Buster Keaton, ασπρόμαυρο φιλμάκι που είχαν γυρίσει λίγα χρόνια πριν για την «Cleo» της στενής φίλης του Godard, Agnes Varda.

Alphaville
Γαλλία/ Ιταλία – 1965 – 99΄- Α/Μ
Φεστιβάλ Βερολίνου 1965, Χρυσή  Άρκτος 
Σκηνοθεσία: Jean-Luc Godard
Σενάριο: Jean-Luc Godard (βασισμένο στο ποίημα του  Paul Eluard “Capitale de la douleur”)
Παραγωγή: Αndre Michelin
Φωτογραφία: Raoul Coutard
Μουσική: Paul Misraki
Με τους: Eddie Constantine, Anna Karina, Akim Tamiroff, Henri Dickson, Valérie Boisgel, Jean-Louis Comolli, Michel Delahaye, Jean-André Fieschi, Christa Lang.

Μητσοτάκης: Σε πανικό στη Βουλή – Αντί για απαντήσεις, επίθεση και «δεν ντρέπεστε» στην αντιπολίτευση (video)

6167665

Μητσοτάκης: Σε πανικό στη Βουλή – Αντί για απαντήσεις, επίθεση και «δεν ντρέπεστε» στην αντιπολίτευση (video)

«Ουδέποτε, δόθηκε καμία εντολή για συγκάλυψη», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κοιτώντας τους συγγενείς των θυμάτων